Ήταν τέλη Μαΐου του 2017. Ήταν Παρασκευή και είχαμε βγει.
«Τι κάνεις το ερχόμενο σουκού;» με ρώτησε η φίλη μου, η Κική.
«Τίποτα».
«Δεν έρχεσαι μαζί μου σε μια πορεία με τον ορειβατικό, όπου είμαι αρχηγός;»
«Θα ‘χει κρύο;»
«Όχι, μην ανησυχείς», μου είπε, αφού ήξερε ότι το κρύο δεν το αντέχω. «Θα περάσουμε μόνο κάνα δυο τρεις φορές απ’ το αρκουδόρεμα, απ’ τα βράχια».
Αθλούμουν έντονα εκείνο τον καιρό, αλλά άρχισα να σκέφτομαι μήπως δεν τα καταφέρω. Σάββατο θα ξεκινούσαμε, θα περπατάγαμε δυο ώρες για να βρούμε το καταφύγιο Μαυροβουνίου και την άλλη μέρα πριν ξημερώσει θα φτάναμε κορυφή Φλέγγα. Στη συνέχεια θα βρίσκαμε τις λίμνες Φλέγγες, θα περνάγαμε απ’ το αρκουδόρεμα και κάπου το μεσημέρι θα φτάναμε Βωβούσα.
Ο άντρας μου μόλις άκουσε την πορεία άρχισε να γελάει.
« Η Ειρήνη θα κοιμηθεί σε καταφύγιο;» έλεγε και του φεύγανε τα δάκρυα από τα μάτια. Εκείνη την ώρα σκεφτόμουν πραγματικά τι του είχα βρει κάποτε και για ποιο λόγο τον κρατάω ακόμα.
Το ίδιο βράδυ επιστρέφοντας σπίτι έκανα παραγγελία τα πρώτα μου ορειβατικά μποτάκια . Ένιωσα ότι ήμουν έτοιμη να το ζήσω, μάλιστα έπιασα τον εαυτό μου να ανυπομονώ, αλλά κάπου εκεί έβγαινε και μια αβεβαιότητα – αν θα τα κατάφερνα να περπατήσω τόσες ώρες .
Πριν φύγω από το σπίτι χαιρέτησα τα παιδιά και τους γονείς μου. Σε όλων τα μάτια διάβασα «άραγε σε τι κατάσταση θα γυρίσει πίσω;»
Ήταν ο γιος μου, που μού ψιθύρισε στο αυτί: «Μαμά, εγώ πιστεύω σε σένα. Κι αν βρεις κάποια αρκούδα βγάλτην καμία φωτογραφία να μου την δείξεις».
Μωρέ, σκέφτηκα, λες να δω αρκούδα ;
Ξεκινήσαμε πρωί με λεωφορείο για Γιάννενα και μετά για το καταφύγιο Μαυροβούνιου. Ήμασταν είκοσι δύο. Γνώριζα μόνο δύο άτομα όποτε στο καταφύγιο άρχισα να συζητάω με κάποιους από αυτούς. Ο Γιάννης, ο επίτιμος πρόεδρος του συλλόγου, με ρώτησε για ποιο λόγο είχα πάει μαζί τους. Του είπα ότι θέλω να ανέβω Όλυμπο και χαμογέλασε. Θα το είχε ακούσει πολλές φορές, φαίνεται.
«Θα πρέπει να κάνεις αρκετές πορείες μαζί μας», μου είπε, «και κάποια στιγμή μετά από χρόνια θα ανέβεις».
Ένιωσα σαν να μου έλεγε… Κάτσε να δούμε τι θα κάνεις σ’ αυτή την πορεία. Θες και Όλυμπο.
Το βράδυ στο καταφύγιο ήταν δύσκολο. Ξυπνούσα-κοιμόμουν, όλο το βράδυ. Όλα μου φταίγανε… Ίσως ο αέρας που λυσσομανούσε έξω ήταν το χειρότερο. Μόνο μια σκέψη γυρόφερνε στο μυαλό μου… «Πού πας κουκλίτσα μου εσύ; Θα ‘σουν τώρα στην κρεβατάρα σου και θα χαλάρωνες μέχρι το μεσημέρι».
Το πρωί σηκωθήκαμε όλοι με όρεξη, έτοιμοι για μια περιπέτεια στα βουνά. Πού να ξέραμε τι μας επιφύλασσε η μοίρα.
Η κορυφή Φλέγγα και οι λίμνες ήταν πραγματικά πανέμορφες. Το ανέβασμα δεν το φοβήθηκα καθόλου, αλλά στο κατέβασμα πραγματικά τα είδα όλα. Άκουγα τα πειράγματα των υπολοίπων ενδιάμεσα και ξεχνιόμουν. Ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει και το αντίθετο, και πάντα γελάκια μαζί με την συγκεκριμένη φράση που πλέον την έχω ακούσει πάμπολλες φορές .
Κάπου μετά τις λίμνες όμως κάπου μπερδεύτηκαν και πήγαμε όλο δεξιά. Ο καιρός είχε αρχίσει να χαλάει. Οι πρώτες σταγόνες βροχής ήρθαν για να μας διαλύσουν την ψυχολογία αφού είχαμε πλέον καταλάβει ότι ήμασταν εκτός μονοπατιού. Η πλάτη μου είχε αρχίσει να κουράζεται από το σάκο. Τα περιττώματα αρκούδας που είδαμε στον δρόμο μας, κάποιους τους τρόμαξαν – κι εμένα μαζί.
Μέχρι που φτάσαμε σ’ ένα γκρεμό. Η αρχηγός τότε πήρε την απόφαση να βάλουμε σχοινί και να κατέβουμε. Κάναμε ζευγαράκια και δέχτηκα να κατέβω πρώτη με τον Γιάννη. Νομίζω ότι ακόμα σε εκείνο το σημείο δεν είχα καταλάβει σε τι δύσκολη κατάσταση βρισκόμασταν. Ίσως γιατί έδιωχνα τις άσχημες σκέψεις μακριά ή απλά δεν ήξερα ότι αυτό δεν έπρεπε να συμβεί.
Σε εκείνο το κατέβασμα αρκετοί φτάσανε στα όρια τους – ψυχικά. Κάποια κορίτσια αρνήθηκαν να κατέβουν – και τις κατέβασαν αγκαλιά. Κάποιες πάθανε κρίση πανικού. Εγώ τους έλεγα να ηρεμήσουν και τους έδινα σοκολάτα. Αλήθεια μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω;
Περνώντας η ώρα οι καιρικές συνθήκες δυσκόλευαν. Το ψιλόβροχο ήταν συνεχόμενο και εμείς χαμένοι κάπου στο αρκουδόρεμα . Οι πιο παλιοί δίνανε οδηγίες τι θα έπρεπε να κάνουμε σε περίπτωση κεραυνού. Πώς θα μετρούσαμε την απόσταση, πώς και πού θα έπρεπε να καθίσουμε – και πόσο μακριά μας θα έπρεπε να έχουμε οτιδήποτε μεταλλικό.
Τα ρούχα μας είχαν βραχεί. Την πρώτη φορά που φοβήθηκα κι εγώ ήταν όταν έπρεπε να περάσουμε από παγωμένα νερά κι εκεί πραγματικά κοκάλωσα . Ένιωσα την ανάσα μου να σταματάει για λίγο και αν δεν ήταν ο Δημήτρης να με τραβήξει από το χέρι… νομίζω εκεί θα είχα μείνει ακόμα.
Άρχισε να βραδιάζει κι εμείς ακόμα περιπλανιόμασταν. Τότε ήταν που φοβήθηκα για δεύτερη φορά . Ένας από τους συνορειβάτες δυσκολευόταν ν’ ανασάνει κι άρχισε να τον πονάει το στήθος. Όλοι κοιταχτήκαμε φοβισμένοι. Κάποια κινητά δεν πιάνανε και κάποια είχαν κλείσει από μπαταρία.
Ο Βαγγέλης είχε ασπρίσει. Θυμήθηκα ότι είχα μιλήσει μαζί του το προηγούμενο βράδυ. Είχε μια γυναίκα και δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι σπούδαζε νομική και το κορίτσι θα έδινε πανελλήνιες. Άρχισα να κάνω άσχημα σενάρια με το μυαλό μου. Νομίζω πως όλοι, εκείνα τα λεπτά που μας φανήκανε αιώνας, είχαμε πραγματικά παγώσει από τον φόβο μας. Ευτυχώς όμως ο ασύρματος λειτουργούσε. Ειδοποιήσαμε για να έρθει κάποιο ελικόπτερο, του δώσαμε μια ασπιρίνη και προσπαθήσαμε να τον μεταφέρουμε σε κάποιο άνοιγμα για να ήταν εύκολη η πρόσβαση του ελικοπτέρου. Ευτυχώς το ελικόπτερο ήρθε σχετικά γρήγορα και η κατάσταση ήταν σχετικά σταθερή .
Όταν τον πήρανε είχε ήδη σκοτεινιάσει, όμως πλέον είχαμε ήδη ανακαλύψει το μονοπάτι οπότε ήταν θέμα χρόνου να φτάσουμε Βωβούσα.
Έτσι κάπου μετά τις έντεκα το βράδυ μετά από δεκαεφτά ώρες πορεία, από τις οποίες δέκα ήταν με βροχή, φτάσαμε σε οικισμό. Θυμάμαι ότι ακόμα και στην άσφαλτο συνέχιζα να κάνω την κίνηση με τα μπατόν. Το ένστικτο της επιβίωσης, πραγματικά μου έκανε εντύπωση εκείνη την ημέρα .
Λίγο μετά βρήκα καθαρά και στεγνά ρούχα κι άλλαξα. Ήμουν η τελευταία που μπήκα στο καφενείο στην Βωβούσα. Όλοι με κοιτούσαν για να καταλάβουν πως είμαι. Το στόμα μου ανοιγόκλεινε μόνο του. Είχα υποθερμία. Ο Πέτρος μου έτεινε ένα ποτήρι μ’ ένα διαφανές υγρό.
«Πιες το! Θα σου κάνει καλό».
Και μου έκανε. Μου μετέδωσε ένα αίσθημα ζεστασιάς από μέσα προς τα έξω. Ήταν η πρώτη φορά που ήπια τσίπουρο.
Η περιπέτεια είχε αίσιο τέλος για όλους μας, αλλά μας δίδαξε ότι τα βουνά είναι απρόβλεπτα και θέλουν σύνεση και προσοχή. Τις επόμενες μέρες έμαθα ότι κάποιοι είχαν βάλει στοίχημα αν θ’ ανέβαινα ξανά στα βουνά.
Αυτοί που δεν πίστεψαν σε μένα, δυο εβδομάδες μετά, που έκανα μια άλλη πορεία, προς την Δρακόλιμνη Τύμφης, έδιναν τα εικοσάευρα σε αυτούς που πίστεψαν ότι μπορώ να κάνω τα πάντα!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ε, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Είναι μυθοπλασία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα.