Η κυρά Λεμονιά έμενε σ’ ένα συμπαθητικό μικρό και χαμηλοτάβανο σπιτάκι με αυλή, απέναντι ακριβώς από το σπίτι της γιαγιάς μου, σε ένα χωριό της Μακεδονίας. Ζούσε μόνη της μιας και δεν είχε παντρευτεί. Είχε όμως τον αδερφό της που έμενε στο διπλανό χωριό που τη νοιαζόταν και τη φρόντιζε σε ό,τι χρειαζόταν. Εγώ τη θυμάμαι πάντα “μεγάλη’’. Έτσι έδειχνε, τουλάχιστον. Γκρίζα σχεδόν άσπρα σγουρά μαλλιά, κοντοκουρεμένα, και μια γκρι ρόμπα με ψιλά λουλουδάκια, ήταν αυτό που είχαμε συνηθίσει όλοι να βλέπουμε. Εξαίρεση ήταν οι Κυριακές που πήγαινε στην εκκλησία.
Τότε φορούσε τα καλά της, ένα μαύρο ταγιέρ το χειμώνα, με το άσπρο της πουκάμισο από μέσα που κατέληγε σε έναν περίτεχνο φιόγκο στον λαιμό και το καλοκαίρι τη μαύρη μίντι φούστα της με κοντομάνικο πουκάμισο μεταξωτό, της ίδιας φιλοσοφίας.
Ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Πίστευε με όλη της την ψυχή στον Θεό, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και αν και απόφοιτος του δημοτικού, ήξερε ψαλμωδίες και τροπάρια απέξω κι ανακατωτά. Με κάθε ευκαιρία δε, πήγαινε στον παπα-Γρηγόρη για να εξομολογηθεί. Ποιος ξέρει ποιους καημούς, ποια βάσανα, ποιες ενοχές πήγαινε να απαλύνει. Για ποιες αμαρτίες πήγαινε να ζητήσει συγχώρεση. Καθένας μόνος του ξέρει το κουβάρι από πόθους παράνομους, επιθυμίες, σκέψεις μαύρες που καβαλάει στην ψυχή του.
Την έβλεπα κάθε φορά που πήγαινα στο χωριό, σίγουρα στις διακοπές του σχολείου, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι αλλά και πολλά σαββατοκύριακα που τα περνούσα εκεί μαζί με την αγαπημένη μου γιαγιά.
Όλη τη μέρα ασχολιόταν με το νοικοκυριό, να σκουπίσει, να γυαλίσει τα έπιπλά της, να μαγειρέψει το κατιτίς της και στη συνέχεια έβγαινε στον κήπο της και σκάλιζε και περιποιούνταν τα λουλούδια της. Είχε έναν υπέροχο κήπο με πολλά είδη λουλουδιών, όμως είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στις γαρδένιες. Είχε γαρδένιες σε βαρέλια, σε γλάστρες αλλά και στα παρτέρια. Με τις ώρες την έβλεπες να τις χαϊδεύει να τις καθαρίζει, να τις γλυκομιλάει και να γυαλίζει τα φύλλα τους. Κι εκείνες, θαρρείς και καταλάβαιναν την αγάπη της, το ανταπέδιδαν ανθίζοντας και σκορπίζοντας παντού το μεθυστικό τους άρωμα.
Αν και εντελώς άλλος άνθρωπος η γιαγιά μου, έπιναν συχνά με τη Λεμονιά το καφεδάκι τους. Η γιαγιά μου γύριζε μάλιστα και το φλιτζάνι και θέλοντας να την πειράξει της ζητούσε να το πει. Εκείνη αρνιόταν πάντα και σταυροκοπιόταν λέγοντας πως αυτά είναι πράγματα του διαβόλου. Έφευγε κι άφηνε πίσω της ένα ελαφρύ άρωμα γαρδένιας.
Έτσι την θυμόμουν πάντα· η κυρά Λεμονιά που μοσχοβολάει γαρδένιες.
~~{}~~
Τα χρόνια πέρασαν, δεν πήγαινα πια στο χωριό, πέρασα και τελείωσα την ιατρική και βρέθηκα σε κάποιο ψυχιατρικό νοσοκομείο για να πάρω την ειδικότητα μου.
Την πρώτη μου μέρα στο νοσοκομείο, ξεναγήθηκα στους χώρους της κλινικής, τα γραφεία των διαφόρων ειδικοτήτων, το σαλόνι των ασθενών και στη συνέχεια κάναμε μία βόλτα και στους θαλάμους. Μια παλιότερη ειδικευόμενη ανέλαβε να μου πει λίγα λόγια από το ιστορικό των ασθενών που νοσηλεύονταν στην παρούσα χρονική στιγμή.
Στην μια πτέρυγα της κλινικής ήταν τα τρίκλινα δωμάτια όπου νοσηλεύονταν ασθενείς που είτε ήταν σε ελεγχόμενη κατάσταση είτε παρουσίαζαν βελτίωση στην ψυχική τους υγεία.
Στην άλλη πλευρά ήταν τα δίκλινα και τα μονόκλινα δωμάτια. Σε κάποια από τα μονόκλινα ήταν και μερικοί καθηλωμένοι ασθενείς· αυτοί που επιχείρησαν να κάνουν κακό είτε στον εαυτό τους είτε στους άλλους.
Περνώντας μπροστά από τα μονόκλινα ένιωσα μια όμορφη και οικεία μυρωδιά… “Γαρδένιες” είπα μέσα μου, και χωρίς να το πολυσκεφτώ άνοιξα την πόρτα του δωματίου που ήταν μπροστά μου. Έκπληκτη είδα την κυρία Λεμονιά.
Ήταν καθισμένη στο κρεβάτι της δεμένη από το πόδι, ακίνητη και κοιτούσε αγριεμένα έξω από το παράθυρο. Κάτι μουρμούριζε αλλά δεν πρόλαβα να ακούσω. Δε γύρισε να δει ποιος είναι, μόνο σα να χαμογέλασε, ή έτσι μου φάνηκε. Συγκλονισμένη έκλεισα γρήγορα την πόρτα. Η γιαγιά μου, που υπεραγαπούσα, είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια κι εγώ δεν ξαναπήγα στο χωριό. Δεν άντεχα να αντικρύσω το σπιτάκι της άδειο, χωρίς εκείνη. Και να βρίσκω αναπάντεχα την κυρία Λεμονιά…
Μου ήρθαν στο μυαλό εκείνες οι εικόνες που καθόμασταν μαζί στην αυλή, εγώ, η γιαγιούλα μου κι εκείνη. Ακούμπησα στον τοίχο προσπαθώντας να ηρεμήσω λίγο την καρδιά μου, που χτυπούσε σαν τρελή. Η συμπαθής συνάδελφος φρόντισε να με ενημερώσει για το τι συνέβη στη φίλη της γιαγιάς μου.
Την έφεραν στο νοσοκομείο με εντολή εισαγγελέα μετά από παρέμβαση της γειτονιάς. Ακούγονταν τσιρίδες από το σπίτι της και ουρλιαχτά παράξενα, κυρίως τις νύχτες. Άνθρωπο δεν ήθελε να δει, δεν άνοιγε την πόρτα όταν της χτυπούσαν οι γείτονες ούτε απαντούσε. Μόνο κάπου κάπου την έβλεπαν να βγαίνει βιαστικά και να ποτίζει τις γαρδένιες της. “Κοίτα να δεις”, σκέφτηκα, “και μέσα στην τρέλα της, τις γαρδένιες της δεν τις ξέχασε”.
Αλλά και στην αυλή που ήταν ούτε γυρνούσε να κοιτάξει ούτε απαντούσε σε όποιον της μιλούσε. Την άφησαν στην αρχή οι γείτονες στην ησυχία της αλλά όταν την είδαν κάποιο ξημέρωμα να βγαίνει με γδαρμένο, χτυπημένο πρόσωπο, να φροντίσει τα λουλούδια της, δεν άντεξαν και κάλεσαν την αστυνομία. Έτσι, είπε η Μαρία η συνάδελφος, βρέθηκε στο νοσοκομείο μας.
“Την καημένη την Λεμονίτσα, της σάλεψε στα γεράματα. Τι να έγινε άραγε; τι της συνέβη;’’ σκεφτόμουν καθώς γύριζα το μεσημέρι στο σπίτι μου.
~
Το βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Είχε πλησιάσει το πρόσωπό της στο δικό μου, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα κι αγριεμένα αλλά μίλησε με μαλακή φωνή «Αντιγονάκι, τις γαρδένιες μου! Πήγαινε να δεις τις γαρδένιες μου και φρόντισέ τες. Πρόσεξε όμως, πρόσεξε μην πλησιάσει και σένα».
Πετάχτηκα τρομαγμένη και κάθιδρη. “Αυτό μας έλειπε τώρα” σκέφτηκα, “να αρχίσω τους εφιάλτες ακόμα δεν ξεκίνησα την ειδικότητα”. Θύμωσα με τον εαυτό μου, σηκώθηκα, ήπια λίγο νερό, και ξανάπεσα με πείσμα για ύπνο. Ευτυχώς η υπόλοιπη νύχτα εξελίχθηκε καλά. Κοιμήθηκα ήσυχα ως το πρωί.
~~{}~~
Τις επόμενες μέρες απέφυγα το δωμάτιο της, αναστατώθηκα πολύ την πρώτη μου μέρα στο τμήμα και δεν ήθελα να δώσω την εικόνα του αδύναμου κοριτσιού στους συναδέλφους. Έτσι, ασχολήθηκα με το να γνωρίσω τους άλλους ασθενείς του τμήματος, να διαβάσω φακέλους και ιστορικά και να δω και τις φαρμακευτικές τους αγωγές.
Δύο μέρες μετά, ήταν η συνάντηση του προσωπικού για τη συζήτηση των περιστατικών της κλινικής. Εκεί μου δόθηκε και η πρώτη μου ασθενής, με την επίβλεψη φυσικά του ειδικού γιατρού. Ήταν μια γυναίκα με διπολική διαταραχή, που τότε ήταν στη φάση της μανίας. Θυμάμαι, όποτε μιλούσα μαζί της, δεν μπορούσα να συγκρατήσω το χαμόγελο, αν όχι το γέλιο, με όσα πολύ εκφραστικά διηγούταν. “Έχουν τη γοητεία τους οι διπολικοί ασθενείς” σκεφτόμουν.
Στη συνάντηση αυτή όμως, έμαθα και την κατάσταση της Λεμονιάς. Καμία βελτίωση δεν παρουσίαζε τις δυο βδομάδες που νοσηλευόταν. Καθόταν εκεί στο κρεβάτι της κοιτούσε έξω από το παράθυρο και φώναζε «φύγε, φύγε, δε σε θέλω, φύγε, είσαι ανεπιθύμητος». Έκανε τον σταυρό της, ζητούσε με σπαραχτική φωνή βοήθεια από τον Θεό και συνέχιζε να φωνάζει «φύγε, οξαποδώ, σατανά, φύγε, άσε με ήσυχη, φύγεεε». Άλλες φορές έψελνε από το πρωί ως το βράδυ. Δε συνεργαζόταν με τους γιατρούς, δεν ήθελε να πάρει τη φαρμακευτική της αγωγή, δεν μιλούσε σε κανέναν παρά μόνο στον Διάβολο, που μια του ούρλιαζε και μια τον εκλιπαρούσε να φύγει.
Αύξηση της αλοπεριδόλης σύστησε ο γιατρός της και η συζήτηση προχώρησε στον επόμενο ασθενή. Το τμήμα είχε πολλές νέες εισαγωγές, δεν υπήρχε η πολυτέλεια να μιλήσουμε περισσότερο για τον καθένα.
Όταν τελείωσε η συνάντηση πήγα να πάρω το φάκελο της ασθενούς μου για να τον μελετήσω. Δίπλα ακριβώς ήταν ο δικός της φάκελος. Λεμονιά Σγουρού. Δεν άντεξα να μη τον ξεφυλλίσω τουλάχιστον.
Είχε κάνει εισαγωγή πριν δυο βδομάδες σε άσχημη σωματική κατάσταση, γεμάτη μελανιές και γρατζουνιές, αφυδατωμένη, όμως καθαρή και «αρωματισμένη» έγραφε η γιατρός της, γεγονός που την παραξένεψε γιατί δεν συνάδει με την εικόνα της σχιζοφρένειας.
Επειδή δε, ήταν χτυπημένη, συμπέραναν πως αυτοτραυματίζεται, και καθώς δεν ήθελε και να πάρει τα φάρμακά της, μπήκε σε μια διαδικασία καθήλωσης και αποκαθήλωσης με επίβλεψη, ώστε να μην κάνει άλλο κακό στον εαυτό της, και της χορηγήθηκε ενέσιμη αγωγή.
Ο αδερφός της, σύμφωνα με τον φάκελό της είχε μεταναστεύσει στο εξωτερικό και στάθηκε αδύνατο να επικοινωνήσουν μαζί του, αφού η Λεμονιά δεν άνοιγε το στόμα της να πει κουβέντα. Οι γείτονες δεν είχαν καμία πληροφορία για το πού βρισκόταν.
Προσπαθώντας φιλότιμα η γιατρός της να μάθει τι της συνέβη και πώς ξεκίνησαν όλα αυτά, άκουσε από κάποιον χωριανό πως είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον παπά του χωριού. Έτσι, οι ισχυρότερες υποθέσεις των ψυχίατρων ήταν πως ίσως υπήρξε κάποια ερωτική απογοήτευση («γεροντοέρωτας» έλεγαν χαμογελώντας) ή κάποιος καυγάς ή και κακοποίηση εκ μέρους του.
“Ανοησίες” σκέφτηκα. Ήμουν σίγουρη πως δεν ίσχυε τίποτα από τα παραπάνω. Η κυρά Λεμονιά αγαπούσε και σεβόταν τον παπα Γρηγόρη κι εκείνος ήταν ένας σοβαρός και ταπεινός άνθρωπος που την υποστήριζε και την συνέδραμε όπου μπορούσε, όμως τίποτα παραπάνω. Τι ήταν αυτό που την έφερε σ’ αυτήν την κατάσταση; Αναρωτιόμουν και δεν έβρισκα απάντηση. Το σίγουρο ήταν πάντως, για μένα, πως επρόκειτο για ψυχωσικό επεισόδιο. Αιτία – άγνωστη.
Οι απεικονιστικές εξετάσεις που έκανε δεν έδειξαν τίποτα που να δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά.
~~{}~~
Γύρισα στο σπίτι μου και όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να τη βγάλω από το μυαλό μου. Αποφάσισα τότε να πάω να της μιλήσω. Ίσως σε μένα να ανοιγόταν, με ήξερε από παιδάκι, σκέφτηκα.
Την επομένη είχα εφημερία. Όλη τη μέρα ασχολήθηκα με τους ασθενείς μου, με τις νέες εισαγωγές κι ό,τι άλλο προέκυψε στην κλινική, και το απόγευμα σκέφτηκα να χαλαρώσω λιγάκι και μετά να πάω να δω επιτέλους τη Λεμονιά. Πριν περάσει ένα μισάωρο ακούστηκε δυνατά η φωνή της να ψέλνει, και στη συνέχεια, ένα δυνατό μακρόσυρτο ουρλιαχτό μάς τρύπησε τ’ αυτιά. Και μετά, προσευχές δυνατά, ξανά και ξανά. Τρέξαμε όλοι προς το δωμάτιό της, το άρωμα της γαρδένιας μάς έφτασε πρώτο και μετά φτάσαμε κι εμείς στο δωμάτιο.
Καθόταν στο κρεβάτι της πάλι στην ίδια στάση. Έψελνε με ένταση και δύναμη σα να βρισκόταν σε έκσταση και πανικό μαζί. Στο δεξί της μπράτσο είχε γρατζουνιές, «στάσου, σα να γράφει κάτι εκεί» είπα και πλησιάζοντας διαπίστωσα με φρίκη πως στο δεξί της μπράτσο ήταν χαραγμένο “Γ Ο Ν Ο Σ’’.
Έφυγαν οι νοσηλευτές για να ετοιμάσουν γάζες και ιώδια, να την περιποιηθούν, κι εγώ έμεινα χωρίς να το καταλάβω, μόνη μαζί της. Τότε γύρισε και με κοίταξε με κατακόκκινα μάτια και είπε «Αντιγονάκι, τις γαρδένιες μου, πήγαινε να τις περιποιηθείς, όμως πρόσεξε μην πλησιάσει κι εσένα». Ταράχτηκα, “σα να ζω το όνειρό μου”, σκέφτηκα. Έβγαλε από τα στήθια της και μου έδωσε το κλειδί της. Το πήρα.
~~{}~~
Στο πρώτο μου ρεπό ξεκίνησα για το χωριό. Θα πότιζα και τις γαρδένιες της και θα πήγαινα και στο σπιτάκι της γιαγιάς. Στο μυαλό μου κλωθογύριζαν τα όσα έγιναν. “Πώς χάραξε στο μπράτσο της αυτή τη λέξη; Και μάλιστα στο δεξί; Δεξιόχειρας είναι. Μήπως κάποιος άλλος ασθενής της επιτέθηκε;’’
Οι γαρδένιες ήταν μαραμένες μα ευτυχώς δεν είχαν πεθάνει ακόμα. Τις πότισα, έκοψα και ένα ανθάκι να της το πάω, και άνοιξα να μπω στο σπίτι της. Τρόμαξα μ’ αυτό που είδα όταν άναψα το φως. Τα έπιπλα ήταν ριγμένα εδώ κι εκεί σα να πέρασε τυφώνας αλλά το χειρότερο ήταν το ταβάνι. Έγραφε
“Ε Ρ Χ Ε Τ Α Ι”… σα χαραγμένο με νύχια κάποιου άγριου ζώου. Αλλά και το υπόλοιπο ταβάνι ήταν γεμάτο χαρακιές, νυχιές.
Ένας τριγμός ακουγόταν από το διπλανό δωμάτιο και μετά χτυπήματα σαν κάποιος να ανοίγει και να κλείνει ντουλάπια. Άνοιξα με τρόπο την πόρτα. Μια μαύρη γάτα τότε, λες και με περίμενε, πετάχτηκε σα σφαίρα προς τα πρόσωπό μου και μου έκοψε τη χολή. “Είχε γάτα η Λεμονιά;” αναρωτήθηκα αλλά αμέσως σκέφτηκα να του βάλω λίγη τροφή και νερό του έρμου του ζωντανού. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Η πόρτα έκλεισε πίσω μου με πάταγο κάνοντάς με να αναπηδήσω από την τρομάρα. Η γάτα είχε εξαφανιστεί.
Βγήκα έξω, μες στη σύγχυση και την ταραχή.
~~{}~~
Αν και βράδυ, πήγα στο νοσοκομείο κατευθείαν, να δω τη Λεμονιά. “Θα μάθω ακριβώς τι έγινε” είπα με πείσμα και άνοιξα απότομα την πόρτα της.
Τη βρήκα ξαπλωμένη ανάσκελα, να προσεύχεται φωναχτά με σφαλιστά μάτια. Και πλάι της… ένα πλάσμα τεράστιο, σαν σκιά αλλόκοτη, σαν κάποιο ον από αλλού φερμένο. Ντυμένο μ’ έναν χιτώνα μαύρο, σήκωσε το χέρι του ψηλά και μέσα από το φαρδύ μανίκι του φάνηκαν μακριά οστεώδη δάχτυλα με σκούρα, γαμψά, καμπουρωτά, τεράστια νύχια που δεν τα ‘χει κανένα πλάσμα σ’ αυτή τη γη.
Μίλησε τότε και είπε με φωνή ερεβώδη που άγγιζε και κατέλυε νομίζεις όλες σου τις αισθήσεις: «ΣΥ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ, ΣΥ Η ΠΙΣΤΟΤΕΡΗ ΟΛΩΝ ΣΤΟN ΘΕΟ ΣΟΥ, ΣΥ Η ΑΓΝΗ ΚΙ ΑΝΕΓΓΙΧΤΟΣ ΣΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΣΥ ΘΑ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ ΤΟN ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΥΙΟ!»
Με μια απότομη κίνηση κατέβασε το χέρι του και της ξέσκισε τα σπλάχνα – ένα γέλιο απόκοσμο, βγήκε από μια μαύρη σκοτεινή τρύπα που φάνηκε κάτω από την κουκούλα του.
«Να πού σε οδήγησε η πίστη σου! Πού είναι τώρα ο Θεός σου;» συνέχισε γελώντας.
Η Λεμονιά σπαρταρούσε από τον πόνο, έκλαιγε με λυγμούς ψιθυρίζοντας μόνο πια «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά» ξανά και ξανά… Τότε με φρίκη είδα τα σπλάχνα της να κουνιούνται, να ανοίγουν σαν από μόνα τους και να βγαίνει… (δεν άντεχα να κοιτάξω μα δεν μπορούσα και να τραβήξω τα μάτια μου) το Γέννημά του.
Η Λεμονιά σπάραζε, σαν από πόνους γέννας, μέχρι που το πλάσμα αυτό φάνηκε στο φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο. Σκοτεινό, ένα μάτσο κόκκαλα σκεπασμένα με ένα σταχτί δέρμα και μάτια κόκκινα σαν το αίμα της μάνας που το γέννησε, που έρεε τώρα γύρω του.
Εκείνος το άρπαξε με λαχτάρα και το σήκωσε ψηλά. Αμέσως μετά γύρισε στην Λεμονιά και είπε: «Γυναίκα, μου είσαι άχρηστη πια».
Σήκωσε το φρικτό του χέρι και κάρφωσε τα νύχια του ίσια στην καρδιά της. Η ψυχή της έφυγε σαν αεράκι (θα ορκιζόμουν ότι την είδα) και το δωμάτιο πλημμύρισε άρωμα γαρδένιας…
Αυτός στράφηκε και κινήθηκε προς εμένα απλώνοντας το τρομερό του χέρι να με φτάσει. Πάγωσε το αίμα μου, λύγισαν τα γόνατά μου, είπα πως όλα τέλειωσαν… Μα τα πόδια μου έβγαλαν φτερά, ψάχνοντας την έξοδο, τη σωτηρία…
«Να ζήσω! Να ζήσω! Να γλιτώσω, Θεέ μου», παρακαλούσα.
Άπλωσε το χέρι του, ένιωσα τα νύχια του να μου αγγίζουν τον ώμο και να μου σκίζουν το μπουφάν. Ούρλιαξα από τον τρόμο κι έβαλα όλη μου τη δύναμη για να ξεφύγω…
Δε με κυνήγησε περισσότερο, δεν ξέρω γιατί.
Ίσως ήταν το ανθάκι που ’χα κρατημένο στη χούφτα μου.
Ίσως πάλι ήταν η ψυχή της Λεμονιάς που άπλωσε το γλυκό άρωμα της γαρδένιας γύρω μου, ασπίδα πολύτιμη.
Δεν ξαναγύρισα ποτέ στο νοσοκομείο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του Γκόγια.