Ένα σκοτεινό παραμύθι

0
338

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι sk.jpg

“Μια φορά κι έναν καιρό… Μια φορά κι έναν καιρό… πφφφ… τι ανόητη ιδέα κι αυτή; Παραμύθι… ποιος διαβάζει στις μέρες μας παραμύθια;”

Τσαλάκωσε το χαρτί του και το πέταξε στο καλάθι, που ξεχείλιζε τσαλακωμένα χαρτιά.

Άναψε ένα τσιγάρο και σηκώθηκε από το γραφείο του. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και κάθισε στη μοναδική καρέκλα που είχε στη βεράντα. Κάπνιζε με τα μάτια κλειστά απολαμβάνοντας την ησυχία της νύχτας. Δεν είχε μετανιώσει ούτε στιγμή από την ημέρα που αγόρασε αυτό το καλύβι στη μέση του πουθενά. Ένα ξύλινο σπίτι στην καρδιά του δάσους περιτριγυρισμένο από κάθε λογής δέντρα. Κήπους λουλούδια και τα τοιαύτα δεν είχε, δεν χρειάζονταν. Κήπος του ήταν ολόκληρο το δάσος και για κατοικίδιά του είχε τους σκίουρους, τα ποντίκια, τις αλεπούδες και τις νυφίτσες.

Όταν έμαθαν οι φίλοι του ότι έχει σκοπό να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί, έπεσαν να τον φάνε. Και“τι ζωή θα είναι αυτή που θα κάνεις εκεί;” και “πώς θα ζήσεις έτσι;” και “τι θα κάνεις μόνος σου στην ερημιά;” “Ερημιά είναι η τσιμεντούπολη που ζείτε εσείς”, τους αντιγύριζε. Μάταια τού έλεγαν ότι μιας και επέλεξε να ζει στην απομόνωση, πρέπει να πάρει έναν σκύλο για συντροφιά και για προστασία του ακόμα. Ανένδοτος. “Αν κάποιος πρέπει να προσέχει, αυτός είναι το δάσος από μένα κι όχι εγώ από το δάσος”, έλεγε. Ούτε όπλο, ούτε κάτι άλλο δέχτηκε να βάλει μέσα στο σπίτι για την ασφάλειά του. “Επικίνδυνα πράματα”. Ζούσε σ’ αυτήν την ερημιά σχεδόν πέντε χρόνια.

Τον πρώτο χρόνο, όλο και κάποιος από τους φίλους του τον επισκέπτονταν τα σαββατοκύριακα. Με τον καιρό όμως σταμάτησαν να έρχονται, σιγά σιγά σταμάτησαν και να τηλεφωνούν. Μόνο ο εκδότης του δεν τον ξεχνούσε ποτέ. Ο εκδότης του, και μην είμαστε άδικοι, και ο αδελφός του. Βλέπεις ανησυχούσε, πάντα ανησυχούσε γι’ αυτόν, από τότε που ήταν παιδιά, τον προστάτευε από κακοτοπιές και τον ξελάσπωνε όταν είχε μπελάδες. Από τότε όμως που έχασε την κόρη του και λίγα χρόνια αργότερα και τη γυναίκα του, που τον παράτησε γιατί δεν άντεχε άλλο να ζει με το φάντασμα του άντρα της, ανησυχούσε ακόμα πιο πολύ.

Γιατί ποτέ δεν ήταν ο ίδιος μετά τον θάνατο της εφτάχρονης κόρης του. Για μήνες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι τύψεις για τον άδικό χαμό της Ναταλίας τον κυνηγούσαν συνεχώς. Έβλεπε στον ύπνο του το κοριτσάκι του να ξεψυχά στα χέρια του κι αυτός εκεί, να μην μπορεί να κάνει κάτι να το σώσει. Δεν έφταιγε αυτός για το δυστύχημα, τουλάχιστον έτσι έγραφε η αναφορά της τροχαίας. Όμως αυτός ήξερε, και δεν μπορούσε να βγάλει την εικόνα της λαμαρίνας που καρφώθηκε στο λαιμό της αποκόβοντας σχεδόν το κεφάλι της απ’ το υπόλοιπο σώμα. Φριχτός τρόπος να πεθάνει κάποιος έτσι στα χέρια σου, πόσο μάλλον το παιδί σου. Τριγυρνούσε σαν το φάντασμα μέσα στο σπίτι άπλυτος, άυπνος, ξενυχτισμένος. Μάταια προσπαθούσε η γυναίκα του να τον πλησιάσει. Τον έβλεπε να υποφέρει και δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει. Είχε γεράσει απότομα, βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το πρόσωπό του και μαύροι κύκλοι από το ξενύχτι και το κλάμα πλαισίωναν τα μάτια του. Παρά το δικό της πόνο ήταν εκεί, δίπλα του. Προσπαθούσε να σώσει ό,τι είχε απομείνει. Τού ετοίμαζε τον καφέ το πρωί, το φαγητό του το μεσημέρι, εκείνος όμως δεν άγγιζε τίποτα. Μόνο έπινε. Κάθε φορά που τον πλησίαζε, την έπαιρνε αγκαλιά και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Δεν άντεχε να τον βλέπει άλλο έτσι.

Μια μέρα ετοίμασε τη βαλίτσα της και έφυγε. Αυτός καθόταν στο σαλόνι με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Έβαλε το χέρι της πάνω στο πόμολο της πόρτας, στάθηκε για λίγο και τον κοίταξε “Δεν έχασες μόνο εσύ τη Ναταλία”, του είπε σιγανά. Άνοιξε την πόρτα και δεν ξαναγύρισε. Ο Ρόμπερτ δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ήθελε όμως. Ήθελε να τρέξει πίσω της να τής φωνάξει: “μείνε, σε παρακαλώ μη φεύγεις, σ’ αγαπάω!”. Όμως δεν μπορούσε…

Κι ενώ στην προσωπική του ζωή όλα πήγαιναν κατά διαόλου, τα βιβλία του πουλούσαν σαν τρελά. Ο εκδότης του τον λάτρευε. Η μόνη παρηγοριά που είχε ο Ρόμπερτ ήταν το γράψιμο, μόνο όταν έγραφε αισθανόταν ελεύθερος, μόνο τότε δεν σκεφτόταν τίποτα. Έμπαινε στην ιστορία που έπλαθε και χανόταν με τους ήρωές του για ώρες, για μέρες, για μήνες… Γινόταν ένα μαζί τους και πολλές φορές δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πού άρχιζαν τα όρια της πραγματικότητας και πού τελείωναν της φαντασίας. Υπήρχαν στιγμές που δεν ήξερε ποιος είναι, πού βρίσκεται, αν το όνομά του είναι Ρόμπερτ ή Τέο ή Κρίστοφερ ή Μαρία ή Ιζαμπέλ. Δεν ήξερε αν είναι ο δολοφόνος ή το θύμα, το παιδί με το ποδήλατο ή το ποτάμι που το έπνιξε, ο καπετάνιος ή η θάλασσα, το κορίτσι με τα μπλε μαλλιά ή το αγόρι που αυτοκτόνησε για χάρη της.

Πολλές φορές, πριν ξεκινήσει να γράφει κάτι καινούργιο, περπατούσε βαθιά μέσα στο δάσος και μιλούσε με τα δέντρα. Του μιλούσανε κι αυτά. Του έλεγαν ιστορίες όμορφες, άλλα και τρομακτικές. Ήξεραν πολλές ιστορίες τα δέντρα, από πολύ παλιά. Ιστορίες για φαντάσματα και ξωτικά, για νεράιδες και μάγισσες, για γίγαντες και νάνους. Ιστορίες ανείπωτες. Τις έπαιρνε μετά αυτός και τις ζούσε ξανά μέσα στα βιβλία του. Χανόταν ευτυχισμένος μέσα στους κόσμους, που δημιουργούσε το άρρωστο μυαλό του και έμενε εκεί μέχρι να τελειώσει το βιβλίο.

Όταν το έστελνε στον Στέφαν, εκείνος άνοιγε σαμπάνιες, πολλές φορές χωρίς καν να το διαβάσει και έκοβε παχυλές τις επιταγές.

Κι όσο ο λογαριασμός του στην τράπεζα ανέβαινε, τόσο η ψυχολογία του κατέρρεε. Παρόλο που συνέχιζε τις θεραπείες με τον ψυχίατρό του, η κατάστασή του δεν έδειχνε να βελτιώνεται. Τα χάπια ωστόσο που του είχε δώσει, έκαναν δουλειά. Χάπια για να κοιμηθεί χωρίς εφιάλτες, χάπια για να ξυπνήσει, χάπια για να φάει, χάπια για τα χάπια … Μια μέρα, καθώς πήγαινε στο καθιερωμένο του ραντεβού, τον ειδοποίησαν ότι ο γιατρός του έπρεπε να φύγει εκτάκτως και ότι έπρεπε δυστυχώς να ακυρώσουν το ραντεβού. “Συγγνώμη που σας ενημερώνουμε τελευταία στιγμή, αλλά ήταν πολύ έκτακτο. Σας ευχαριστούμε για την κατανόηση”.

Έχοντας το χρόνο τού ραντεβού του ελεύθερο, περιπλανήθηκε στην πόλη. Είχε χρόνια να το κάνει, να περπατά έτσι άσκοπα, χαζεύοντας. Μετά από πολλή ώρα κι αφού είχε περπατήσει αρκετά, έφτασε σε ένα παρκάκι σχετικά ήσυχο. Ήταν γεμάτο δέντρα φυτεμένα παντού στον περίγυρό του με τέτοιο τρόπο που θαρρείς τα κορμιά τους υψώνονταν σαν ένα αόρατο προστατευτικό τοίχος, κλείνοντας έξω τους ανεπιθύμητους θορύβους της πόλης απομονώνοντας την ησυχία και τη γαλήνη που υπήρχε μέσα. Ένα στρογγυλό σιντριβάνι δέσποζε στη μέση του πάρκου και δυο άγγελοι φτερούγιζαν, πιτσιλώντας με νερό, που πετούσαν από το στόμα τους, ο ένας στον άλλον. Έκατσε σε ένα παγκάκι απέναντι από το σιντριβάνι, έκλεισε τα μάτια και χάθηκε στο απόλυτο κενό ακούγοντας μόνο το νερό και το τιτίβισμα των πουλιών. Ο κόσμος είχε εξαφανιστεί κι ένας γλυκός ύπνος σκέπασε τα βλέφαρά του. Μισή ώρα αργότερα, όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Πήρε αμέσως τηλέφωνο τον εκδότη του και ζήτησε να του στείλει το νούμερο κάποιου μεσίτη. Δυο χρόνια τού πήρε να βρει αυτό που ήθελε. Ένα σπίτι σε μέρος που να μην υπάρχει ψυχή σε ακτίνα δέκα χιλιομέτρων τουλάχιστον. Μόλις το είδε το αγόρασε αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη. Εγκαταστάθηκε εκεί και δεν έφυγε ούτε μια μέρα από τότε.

Η μόνη επαφή που είχε πλέον με τον έξω κόσμο, ήταν ο προμηθευτής του, ο οποίος ερχόταν δυο φορές το μήνα για να τού φέρει ό,τι είχε παραγγείλει μέσω ίντερνετ και την αλληλογραφία του. Κάπου-κάπου έφερνε και τη γυναίκα του μαζί, να συμμαζέψει λίγο το αχούρι που ζούσε ο καλύτερος πελάτης του. Και όσο εκείνη καθάριζε, οι δυο τους κάθονταν στη βεράντα κι έπιναν καφέ ή μπύρα συζητώντας θέματα βαθυστόχαστα για τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο, την αγάπη. Άλλες φορές πάλι, απλά έπιναν χωρίς να μιλάνε.

Τεντώθηκε κι ανάπνευσε βαθιά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με καθαρό αέρα. Γύρισε ξανά στο γραφείο του, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.

“Μια φορά κι έναν καιρό…”

“Ανάθεμα”, βλαστήμησε. Ποτέ πριν δεν είχε πρόβλημα να γράψει κάτι που του πρότεινε ο εκδότης του. Πολλές φορές τού τηλεφωνούσε έχοντας μια καινούργια ιδέα για τον συγγραφέα της καρδιάς του. Πώς του ήρθε όμως η ιδέα να του πει να δοκιμάσει να γράψει παραμύθι. “Άκου παραμύθι!” ξαναβλαστήμησε. Δεν ήθελε με τίποτα να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε να γράψει παραμύθια. “Ο καθένας γράφει παραμύθια, και δεν μπορώ εγώ;”

“Μια φορά κι έναν καιρό…”

Η πένα του μαρμάρωσε ανάμεσα στα δάχτυλά του πάνω απ’ το χαρτί, όταν άκουσε την πόρτα πίσω του να κλείνει αργά. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι τού έκοψε την ανάσα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και μια σταγόνα κρύου ιδρώτα κύλισε στο μέτωπό του καθώς αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου πίσω του να τον κοιτά επίμονα. Δεν τολμούσε να κουνήσει ούτε βλέφαρο. Κάτι μυτερό και λεπτό σαν λεπίδα ένιωσε ξαφνικά να τού τρυπά τον λαιμό. Το ζεστό αίμα του πιτσίλισε τις λευκές σελίδες τού χαρτιού πάνω στο γραφείο του, σχηματίζοντας εικαστικές παρεμβάσεις μοντέρνας τέχνης. Έπεσε με την καρέκλα στο πάτωμα σχεδόν αμέσως και λίγο πριν κοπεί το νήμα της ζωής του, πρόλαβε και την είδε. Είδε τα γυμνά λασπωμένα πόδια της και το λευκό της φόρεμα που έφτανε ως τους αστραγάλους της. Τα μαύρα της μαλλιά έφταναν μέχρι τους γλουτούς της. Στα χέρια της κρατούσε ένα κομμάτι λαμαρίνας, που γυάλιζε και έσταζε το αίμα του. Ήταν με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του και δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, όμως κατάλαβε αμέσως ποια ήταν. Τα μάτια του θόλωσαν. Ήξερε πως είχε έρθει η ώρα του. Ύστερα τα βλέφαρα έκλεισαν και τα πάντα σκοτείνιασαν.

~~{{}}~~

Ντριν..ντριν…

Το τηλέφωνο χτύπησε αρκετές φορές μέχρι να βγει ο τηλεφωνητής. “Έλα Ρόμπερτ σήκωσε το διάολε… εγώ είμαι ο Στέφαν…ε καλά… πήρα να σου πω ότι μόλις παρέλαβα το παραμύθι σου. Δεν έχω λόγια. Νομίζω αγαπητέ μου ξεπέρασες τον εαυτό σου αυτή τη φορά. Είναι βέβαια λίγο σκοτεινό για παραμύθι, αλλά είμαι σίγουρος ότι οι αναγνώστες σου θα το λατρέψουν … θα γίνει μπεστ σέλερ να είσαι σίγουρος…”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Συμέλα Βασιλειάδου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής