ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:
-Ο επικεφαλής της ιατροδικαστικής έρευνας για τους επιβαίνοντες του μοιραίου αεροσκάφους της εταιρίας «Maxin Air» προέβη σήμερα σε δηλώσεις : «μετά τη διερεύνηση των 26 αναγνωρισθέντων πτωμάτων, όλα τα άτομα μέσα στα οποία είναι και ο συγκυβερνήτης έχουν πεθάνει από πολλαπλές κακώσεις του σώματος. Οι κακώσεις είναι προθανάτιες. Θα νεκροτομήσουμε και άλλες σορούς που είναι πιο δύσκολα αναγνωρίσιμες, όπως αυτήν της 37χρονης αεροσυνοδού που βρέθηκε με το μαντήλι στο λαιμό λίγα χλμ. μακριά από το σημείο της πρόσκρουσης».
(………………………….)
Τύλιξε το μεταξωτό τρίγωνο μαντήλι της πλαγιαστά στο λαιμό και με τις άκρες των δακτύλων πέρασε με δεξιοτεχνία την μίαν άκρη στην άλλη κι έσφιξε απαλά ένα μικρό παριζιάνικο κομπάκι στο τελείωμα. Ο κόμπος στάθηκε σωστά στα δεξιά, και ξεροκατάπιε ένα τελευταίο κόμπο σάλιου κάνοντας την καρωτίδα της να ανεβοκατέβει παιχνιδιάρικα σε ένα μοναδικό σχήμα έκφρασης καταδικασμένης να σβήσει άμεσα.
Ο αγαλμάτινος λαιμός δεν ήταν ένα σώμα ξεχωριστό, ήταν δικό της πεπρωμένο και το ήλεγχε. Ήταν μέρος της δουλειάς της, μέρος του έγγαμου βίου της, μέρος της ερωτικής της ζωής, μέρος της μητρικής φροντίδας, μέρος όπου πολλά χρόνια τώρα κόμποι ανεβοκατέβαιναν και μασούλαγαν σκοτεινά τις αρτηρίες της. Δεν της επέτρεπε να αφήσει τον λαιμό της στη τύχη του. Είναι οι μόνες κινήσεις που δεν την είχαν προδώσει μέχρι σήμερα. Κινήσεις σχεδόν εικοσαετίας προμελετημένες, απαλές και ταυτόχρονα στεγνές. Θα μπορούσε να έχει πάρει επίδομα για τις τόσες φορές που έδεσε και ξέδεσε το μαντήλι αυτό, εδώ και τόσα χρόνια. Ναι, ένα επίδομα δεσίματος μαντηλιού. Μερικά πράγματα δεν είναι για το θεαθήναι.
Είχε ακούσει τόσους και τόσους συναδέλφους της, πολλά χρόνια τώρα να αιτούνται παράλογα αιτήματα και να λαμβάνουν επιδόματα για ψύλλου πήδημα. Αυτό άραγε δεν το σκέφτηκε κανείς; Μα πώς; Και τι θα ΄πει, ‘’είναι μέρος της δουλειάς’’;! Μα δεν είναι ένα κοστούμι που το φοράς, το ΄πας καθαριστήριο- «ορίστε κύριοι έτοιμο». Δεν είναι στολή εργασίας το μαντήλι. Το μαντήλι είναι ιστορία από μόνο του. Είναι ιστορία για την εταιρεία, για την γυναίκα που το φορά, για το δέσιμο που πετυχαίνει κάθε φορά, για το ταίριασμα.
Για όλα αυτά δεν υπάρχει σχολή αεροσυνοδών πουθενά στο πλανήτη, κι ας λένε ότι τα μαθαίνεις στη πορεία.
Ήταν σα να άκουγε τη μάνα της μέσα στο κεφάλι της, ξανά και ξανά, και συχτίρισε καθώς έσκυψε να φορέσει τις γόβες της. Καμία φορά οι σκέψεις της τραβούσαν μόνες τους πτήσεις μακρινές χωρίς να την ρωτούν, χωρίς να παίρνουν το ίδιο αεροπλάνο μαζί της. Επιβιβάζονταν παράνομα σε ξένες αποσκευές, λαθρεπιβάτες που χαιρέκακα έσκιζαν τα εισιτήρια της πρώτης θέσης, που έφτυναν κατά πρόσωπο την καλοσιδερωμένη στολή της, μπέρδευαν ετικέτες, χώρες παραμονής, ξενοδοχεία, ονόματα, διευθύνσεις, αισθήματα και συγκινήσεις κι έκαναν αεροπειρατεία στα ασυνόδευτα όνειρά της.
Ας έκαναν ό,τι ήθελαν…έστω για λίγο. Καμία φορά το διασκέδαζε κιόλας. Σα να τους το επέτρεπε πονηρά και συνωμοτικά. Σα να άφηνε λίγο τα μικρά παιδάκια να παίξουν έξω στο χιόνι, μέχρι να τα φωνάξει η δασκάλα, γρήγορα-γρήγορα, να ΄μπουν στο σχολείο μέσα.
Το κεφάλι δεν το διέτασσε κανείς. Ειδικά το λαιμό της. Όλα κι όλα.
Αυτό της το έλεγε η γιαγιά της και το είχε μάθει απέξω κι ανακατωτά. Το είχε αφομοιώσει πώς λέμε, είχε γίνει δέρμα της. Τατουάζ στον εγκέφαλο. Μνήμη από πάγο. Ναι, η γιαγιά της.
Που έλεγε τις ίδιες μαλακίες με τη μάνα της δηλαδή, και που πενήντα χρόνια ψυχανάλυση να έκανε από αυτό δεν καθάριζε εύκολα.
‘’Ο άντρας πρέπει να σε ξέρει από τη μέση και κάτω. Κράτα το λαιμό σου ίσιο, το πρόσωπο σου ακέραιο, κανείς να μην μαντεύει ποια είσαι, τι θέλεις, που πας. Μην εκφράζεις τις σκέψεις σου, τις ανησυχίες σου, τις αγωνίες σου, τους προβληματισμούς σου. Μη δώσεις ποτέ ψυχή. Δώσε ψίχουλα. Και να ‘δεις που όλοι θα κάνουν τα πάντα για να πάρουν κατιτίς παραπάνω.’’
Έδωσε ψίχουλα και έφαγε σκατά. Σκατά με σαντιγί, ενίοτε με φράουλες. Αλλά σκατά.
Τι τα ΄θες και τα θυμάσαι καημένη μου, πάψε.. μονολόγησε.
Ωστόσο από τα πρώτα πράγματα που έμαθε, κοριτσάκι ακόμα στο επάγγελμα, ήταν αυτό, πώς να περπατά καμαρωτή, αγέρωχη και πώς να δένει το μαντήλι της.
Η μάνα της την ζύγιζε με το μάτι, αλλά και με τη ζυγαριά. Τη ζύγιζε στα συναισθήματα πρώτα, στα κιλά μετά.
‘’Για ανέβα Τίτσα…για να ΄δούμε που είσαι αυτήν την εβδομάδα.’’ της έλεγε κοφτά.
‘’Καλά, ένα σερνικό δεν μπορείς να κρατήσεις πλάι σου, τόσο δύσκολο είναι πια;;’’ μονολογούσε καθώς κοιτούσε τη ζυγαριά, μέχρι ο δείκτης να σταθεροποιηθεί. Ανάλογα το αποτέλεσμα ακολουθούσε κι ένα τροπάριο της Κασσιανής.
‘’Για ΄δες… πήρες μισό κιλό γιατί σε χώρισε ο Χρήστος.’’
‘’Δεν σου πληρώνω άλλα τηλεφωνήματα στο περίπτερο για χάριν του λεγάμενου. Τέρμα, μας τα ξεφούρνισε όλα ο περιπτεράς, καλέ. Και χρωστάς ακόμα και κάτι ψιλά!’’
‘’Για ΄δες εδώ, έχασες 1 κιλό.. μάλιστα και ορίστε μας, γιατί;!! Γιατί σε φλερτάρει ο Μάκης.’’
‘’Σταμάτα να τρως παγωτά, αύριο αρραβωνιάζεσαι. Σταμάτα να καπνίζεις, κάνεις κατακράτηση. Γιατί δεν τρως μια σαλάτα λάχανο, να φέγγει το δέρμα σου; Από το λαιμό γερνάει ο άνθρωπος. Σου το ΄πε και η γιαγιά σου. Είσαι με το ζόρι 1,62, πώς λες να σε πάρουν στη σχολή αν ‘πας πάνω από 50 κιλά, μου λες; Είσαι κοντή, πρέπει να μείνεις αδύνατη.
Δικό σου όνειρο ήταν να γίνεις αεροσυνοδός, όχι δικό μου. Δικό σου, κατάλαβες; Και τώρα, μας έχεις εδώ να σου μαγειρεύουμε κι εσύ έξω πίνεις και χλαπακιάζεις τον αγλέορα. Η γιαγιά σου όλο το πρωί έκοβε φλούδες από τα αγγούρια για να τα βάλεις στο λαιμό σου και εσύ η αχάριστη τα πέταξες στον κάδο των αχρήστων με τη δικαιολογία ότι δεν προλάβαινες…… Κόψε το λαιμό σου με ένα γυαλί της λάμπας αν ΄θες, δε με νοιάζει – αλλά αεροσυνοδός θα γίνεις, ο κόσμος να χαλάσει, εγώ στα σκουπίδια δεν θα σε πετάξω όπως κάνεις εσύ ντενεκέ τη ζωή σου όλη!’’
Θυμάται ότι το είχε ονειρευτεί. Αυτό το θυμάται καλά. Ναι. Είχε ονειρευτεί πολύ μικρή να πετάει στα αστέρια, στους ουρανούς και βλέπει τον κόσμο και το σύμπαν από ψηλά.
Σφύριζε στον αγέρα ένα σκοπό, μασουλούσε μπουγάτσα με κρέμα και τα τρίμματα από τη σφολιάτα γίνονταν μικρά συννεφάκια και μετά χιόνι. Το είχε ΄δει στο όνειρο τόσο ζωντανά που όταν ξύπνησε, όρμησέ με τις πιτζάμες στο σαλόνι να ρωτήσει τη γιαγιά της που ζούσε ακόμη, τι δουλειά ήταν αυτή που μπορούσε να πετάει. Και τότε της είπαν όλοι: Αεροσυνοδός. Κάπως έτσι. Και της έμεινε στάμπα.
Κανείς όμως δεν της είπε: αστροναύτης. Κανείς δεν της είπε: πιλότος.
Μέσα από τη φούστα τράβηξε ίσια επάνω το καλσόν μέχρι τη μέση της, μην τύχει και της πέφτει, στερέωσε καλύτερα τα κοκαλάκια στη κοτσίδα, πουδράρισε ελαφρά τη μύτη της και έβαλε ένα κραγιόν μπεζουλί. Ποτέ κόκκινο, το είχαν επισημάνει. Απαγορεύεται κόκκινο στα χείλη, δουλεύουν, δεν πάνε σε δεξίωση. Πέρασε το μικρό τσαντάκι σταυρωτά και με την βαλίτσα ανά χείρας, ξεκλείδωσε ήσυχα την εξώπορτα στις 04:30 ακριβώς.
Χρόνια τώρα είχε εξασκηθεί σε κινήσεις άκρως άηχες από την ροδαυγή. Στην αρχή, στο πατρικό της, τα πρώτα χρόνια δεν το κατάφερνε. Σηκώνονταν εκνευρισμένος ο πατριός της και οι φωνές του έφταναν μέχρι το Σκαραμαγκά και έπεφτε και ‘κανα σκαμπίλι.
Έπρεπε να προλάβει να κλείσει το ξυπνητήρι στο δευτερόλεπτο που αυτό χτυπούσε και να σηκωθεί από το κρεβάτι, χωρίς αυτό να τρίξει. ‘’Κοιμάσαι πάντα με το ξυπνητήρι κάτω από το μαξιλάρι, αν σε ενοχλεί, παίρνεις ένα μεγαλύτερο μαξιλάρι’’. Έπρεπε να μην ανάψει φώτα, παρά μ’ ένα φακό να κάνει τη δουλειά της. Αν έβηχε, έπρεπε να το πνίξει. ‘’Μόλις βήξεις, μετράς από μέσα σου ως το 8 και καταπίνεις κοφτά’’. ‘’Το ίδιο κι αν σηκωθείς με λόξιγκα’’. ‘’Αν δε, σου έρθει φτέρνισμα, αναπνέεις με κλειστό το στόμα βαθιές εισπνοές από τη μύτη και εξαφανίζεται κάθε ενόχληση’’. Αν διψούσε, έπρεπε να έχει φροντίσει να αφήσει ένα ποτήρι με νερό στη κουζίνα από βραδύς. Αν πεινούσε, θα έτρωγε λίγο ψωμί μόλις έμπαινε στο ασανσέρ.
Τα ρούχα της στο σαλόνι διπλωμένα με τάξη και το πανωφόρι ακουμπισμένο στο πορτμαντό. Στη καρέκλα ακουμπισμένα και ατσαλάκωτα, από αυτό που θα φορούσε πρώτα, το βρακί και το σουτιέν κι όλα σε στρατιωτική σειρά μέχρι το τελευταίο, το μαντήλι της.
Απαγορευόταν ρητά ν’ ακουμπήσει φλιτζάνια, ποτήρια, κούπες και μαχαιροπίρουνα.
Όλα αυτά έκαναν μικρούς σπαστικούς θορύβους που τάραζαν τα νεύρα της μητέρας της που ήταν ευαίσθητα και αν ξυπνούσε ξαφνικά τη νύχτα, έτρεμε και μπορεί να πάθαινε κανένα επεισόδιο και να έκανε σπασμούς. Και τη μαμά την χαλάρωνε μόνο εκείνος. Εκείνος που την πήρε υπό μάλης λίγους μήνες αφότου πέθανε ο πατέρας της. Εκείνος που ξεχρέωσε το στεγαστικό τους δάνειο και πλήρωσε όλες τις εξετάσεις της γιαγιάς. Εκείνος που ήθελε κι άλλα παιδιά από τη μάνα της για να μπορέσει να αποδείξει τη γονιμότητά του στο παλιοχώρι κοντά στα Γιαννιτσά, απ’ όπου καταγόταν. Εκείνος ο μπουρτζόβλαχος. Κι όταν κατάφερε η έρμη η μάνα της εντέλει να κάνει τα δίδυμα αδέρφια της, κοκορευόταν σα γύφτικο σκεπάρνι. Και μετά αυτή πια, ήταν το μούλικο. Η διάφανη κόρη, η διάφανη εγγονή, η διάφανη αδερφή. Όλοι είχαν υποχρέωση στον Γιώτη Παπανικόλα. Εκείνη όμως δεν του είχε καμία. Και δικαίωμα δεν ήθελε να του δίνει. Σε τίποτα. Του παμπόνηρου, του διαβολικού, του απεχθέστατου.
Δε θα ξεχάσει μια φορά που προσπάθησε να φάει λίγο μαρμελάδα γιατί είχε περίοδο και οι λιγούρες την είχαν παιδέψει στον ύπνο. Άνοιξε το βαζάκι καθισμένη στον καναπέ στα σκοτάδια, κρατώντας το σφιχτά ανάμεσα στα μπούτια της, με μια πετσέτα κουζίνας από πάνω, να εκμηδενίσει κάθε θόρυβο. Ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο ‘’κλακ’’ και χαρούμενη έβγαλε το κουταλάκι που ’χε τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα στο βάθος της ψωμιέρας για ώρα ανάγκης. Μέχρι να κάνει να φάει την πρώτη κουταλιά, το ανοξείδωτο τεμάχιο την πρόδωσε δόλια, και γλίστρησε από τα χέρια της τα αγουροξυπνημένα, που ακόμη άμαθα στην πρωινή ταχυδακτυλουργική, έμειναν αποχαυνωμένα να παρατηρούν τον τρελό χορό του στο μωσαϊκό της κουζίνας μέχρι την μπαλκονόπορτα. Σηκώθηκε ο πατριός και πέταξε τη μαρμελάδα. Παραλίγο να την ΄βρει στο κεφάλι. Ευτυχώς να λέμε. Και πάλι καλά.
Η εφευρετικότητα της γενικώς, μπορούσε να γραφεί και στο βιβλίο Guinness.
Οι γόβες της επίσης έμεναν έξω από το σπίτι, σε ειδική σακούλα, και μόλις έφτανε ισόγειο με το ασανσέρ, μπορούσε να τις φορέσει λίγο πριν΄ βγει στο δρόμο. Αλίμονο αν ακούγονταν τα τακουνάκια. Είχε μάθει απ’ έξω επίσης σε ποια σημεία ακριβώς έτριζε το πάτωμα στο σαλόνι, και για να πάει στο μέρος, ακολουθούσε με γυμνά πόδια, καλοκαίρι και χειμώνα, μια συγκεκριμένη διαδρομή. Δεξιά αργά, αριστερά σταματώ. Στέκομαι ένα δευτερόλεπτο, προχωράω ως τη μέση, και πάλι δεξιά, πιο γρήγορα σταματώ. Πατάω στις μύτες κολλητά στη συρόμενη, και ακουμπώ τον τοίχο να πάρει το τρίξιμο πιο ψηλά, γιατί τα σανίδια εδώ είναι παλιά. Σταματώ. Κρατώ το πόμολο του μπάνιου γερά προς τα κάτω, δεν το αφήνω παρά μόνο μόλις η μπετούγια ανέβει αθόρυβα επάνω, και δεν ξανακλείνω τη πόρτα πίσω μου. Σαν ναρκαλιευτής επιστρέφω ήρεμα προς τα πίσω, με την αντίθετη φορά στις κινήσεις.
Πριν τις 7 τα ξημερώματα ό,τι και να έκανες, όποιος και να ήσουν, όπως και να ήσουν, ακολουθούσες την ησυχία του σπιτιού. Αυτό ήταν ο κανόνας. Μέχρι να ξυπνήσει η υπόλοιπη οικογένεια. Στην αρχή θύμωσε, μετά έκλαψε, μετά έφαγε μερικές ξεγυρισμένες ξανάστροφες κι ας είχε πατήσει τα 19, μετά υπάκουσε, μετά εκστασιάστηκε και την είδε ότι ήταν ο αίλουρος της νύχτας. Ε, και μετά ξενέρωσε και βαρέθηκε. Η ρουτίνα της το έκανε βίωμα και τροχοπέδη. Μόνο τη γιαγιά άφησαν να βήχει τη νύχτα, λίγο πριν τα κακαρώσει από την επάρατο. Μπορεί να πέθανε στο τέλος επειδή προσπαθούσε κι αυτή, να το πνίξει. Δε ξέρω.
Πάνω κάτω την ίδια πρωινή διαδρομή ακολούθησε κάθε χάραμα και όταν παντρεύτηκε, και όταν έκανε παιδιά. Σχεδίαζε τις άηχες και αόρατες κινήσεις, ξανά και ξανά με μελέτη, στο καινούργιο διαμέρισμα, στη φρεσκοβαμμένη κουζίνα, όταν ήρθε το πλυντήριο πιάτων και όταν πήρανε καφετιέρα γαλλικού και όταν αλλάξανε τα πλακάκια. Το στοίχημα ήταν πάντα το ίδιο. Κάνε τα πάντα χωρίς ήχο.
Το ταξί για το αεροδρόμιο την περίμενε κάτω στις 04:35.
Έβαλε τη βαλίτσα στο πίσω κάθισμα και άνοιξε τη μπροστινή πόρτα και μπήκε. Ο Στέφος την καλημέρισε βιαστικά, όπως κάθε πρωί, και έβαλε μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου. Πριν φτάσουν στα Σπάτα, κοντά στις Κουκουβάουνες, έκανε δεξιά στα χωράφια και σταμάτησε. Ακόμα ήταν σκοτεινά. Χωρίς να τον κοιτάξει, κατέβασε μηχανικά τη μερσεριζέ της φούστα και το καλσόν μέχρι τα γόνατα. Εκείνος μαθημένος πια, ανέβηκε φρόνιμα απάνω της και με πνιχτά αγκομαχητά, τελείωσε μέσα της. Του το ’χε εξηγήσει ευθύς εξαρχής, ότι είχε κάνει αφαίρεση μήτρας μετά το τρίτο παιδί, κι έτσι δεν χρειαζόταν να φοβούνται, να πλένονται και να τρέχουν πρωινιάτικα για μπάνιο. Έβαλε λίγη κολόνια στο δεξιό καρπό της.
Είχε να προλάβει την πτήση της, η δουλειά της πάνω απ’ όλα_.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Βικτώρια Τράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής