του Δημήτρη Λιμνιώτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Τζο Νάπκινς σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του, μ’ ένα κιτρινισμένο πανί και ξεφύσησε λαχανιασμένος. Μισόκλεισε τα μικρά, μυωπικά μάτια του, που πίσω απ’ τους χοντρούς φακούς των γυαλιών, έμοιαζαν τεράστια. Περιεργάστηκε για λίγο το χώρο σαν κουκουβάγια και πήρε χρόνο να βρει τις ανάσες του. Αφουγκράστηκε για να βεβαιωθεί πως πέραν των σωληνώσεων που έσταζαν, δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο. Έπειτα ακούμπησε στο μεταλλικό τραπέζι τη ματσέτα κι έτριψε τις παλάμες, επίμονα, στην ποδιά χασάπη που φορούσε. Ήταν πολύ βρώμικη, μέσα στο αίμα.
Στο υγρό υπόγειο ελάχιστα είχαν κάποιο ενδιαφέρον. Ένα τεράστιο τραπέζι, μακρόστενο, με ροδάκια για να μετακινείται εύκολα. Ένα γυναικείο πτώμα πάνω σ’ αυτό, τυλιγμένο προσεκτικά μέσα σε χοντρό νάιλον κι ο Τζο. Αυτός ήταν ένας κοντός και μυώδης άντρας, γύρω στα σαράντα, με μόνιμα λαδωμένο μαλλί και πολύ κακό ντύσιμο. Αν τον έβλεπε κάποιος σίγουρα τον περνούσε για ψήστη σε μπεργκεράδικο. Όμως ο Σφαγέας των Προαστίων, ήταν λογιστής. Ένας διάσημος λογιστής, στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, που μόλις είχε διαπράξει τον έβδομο φόνο.
Ο Τζο Νάπκινς ήταν ένας κατά συρροήν δολοφόνος, εξαιρετικά μεθοδικός, προσεκτικός κι εκλεκτικός με τα θύματά του. Ελεύθερες γυναίκες από είκοσι πέντε έως τριάντα πέντε, ξανθιές με αθλητικό σώμα.
Ο τρόπος του ήταν πολύ συγκεκριμένος. Τριγυρνούσε με το βανάκι στα προάστια κι αφού εντόπιζε κάτι ενδιαφέρον, το παρακολουθούσε προκειμένου να βεβαιωθεί πως πληρεί τα κριτήρια. Έπειτα περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να σκοτώσει το θύμα του μ’ ένα και μοναδικό χτύπημα της ματσέτας πίσω στον αυχένα. Ο επίλογος γραφόταν στο υπόγειο.
***
Απ’ την μεγάλη τσέπη της ποδιάς έβγαλε ένα κοπίδι κι αφαίρεσε προσεκτικά το περιτύλιγμα του πτώματος. Το κεφάλι της γυναίκας έπεσε βαριά στο πλάι, με τα μάτια και τα χείλη σε μία έκφραση έκπληξης.
«Νομίζω καλή μου γνωριζόμαστε αρκετά για να σου βγάλω τα ρούχα, έτσι δεν είναι;» μονολόγησε κι άρχισε αργά να την ξεντύνει. Ξεκίνησε από την στενή μπλούζα, προχώρησε στο τζιν σορτσάκι και σταμάτησε. «Είσαι τόσο όμορφη μωρό μου. Νομίζω θα περάσουμε υπέροχα οι δυο μας».
Τελετουργικά σχεδόν, έκοψε το μπροστινό μέρος του σουτιέν κι άφησε τα στήθη της ελεύθερα. Σκούπισε το στόμα του με το πίσω μέρος της παλάμης και με μάτια γουρλωμένα τοποθέτησε τη λάμα στο μικρό της εσώρουχο. Σε κάθε κίνηση, σήκωνε τις κόρες του ψηλά κι ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα από ηδονή. Όταν αφαίρεσε το εσώρουχο, αποκάλυψε πλήρως τη γύμνια της νεκρής.
«Αγάπη μου έχεις τ’ ομορφότερο, το πιο καλοξυρισμένο μουνάκι στον κόσμο. Έχω δει πολλά, αυτό όμως είν’ εξαιρετικό!» Χάιδεψε ένα μικρό τατουάζ καρδούλα στα δεξιά του εφηβαίου. «Για μένα ε; Για μένα δεν το ‘κανες. Έλα πες μου. Για μένα είναι ε; Ανυπομονώ για την πρώτη μας νύχτα. Θα είναι κάτι εξωπραγματικό, πίστεψέ με θα το λατρέψεις! Πρώτα όμως πρέπει να σε φτιάξω αγάπη μου», είπε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη.
Από το μικρό ντουλάπι που βρισκόταν κάτω απ’ το τραπέζι, έβγαλε ένα δοχείο με διαφανές υγρό, ένα χοντρό σφουγγάρι κι άρχισε με αργές κινήσεις να πλένει το σώμα.
You are my sunshine
My only sunshine…
Έπλυνε πρώτα το μπροστινό της μέρος κι έπειτα την γύρισε και συνέχισε. Καθάρισε εξονυχιστικά την πληγή στον αυχένα, μέχρι να πάρει ένα έντονο ροζ χρώμα και προχώρησε στην πλάτη και παρακάτω.
…You make me happy when skies are grey…
***
Ο Τζο έλειπε είχε χωθεί σε μία χαμηλή πορτούλα πίσω από τις σωλήνες του υπογείου, που ήταν αδύνατο να διακρίνει κάποιος στο σκοτάδι, εκτός κι αν γνώριζε από πριν την ύπαρξή της. Η μικρή μπαλαντέζα δεν έφτανε να φωτίσει επαρκώς τον χώρο. Έκανε όμως μια χαρά τη δουλειά της πάνω απ’ το τραπέζι χαρίζοντας στο πτώμα μια ελαφριά, απόκοσμη λάμψη, βγαλμένη από πίνακα της Αναγέννησης.
Ο χρόνος για λίγο, είχε μείνει ακίνητος κι ο χώρος έμοιαζε σίγουρα με ασπρόμαυρη φωτογραφία. Αυτό μέχρι που εμφανίστηκε ο Τζο σφυρίζοντας χαρούμενος. Έσπρωχνε ένα αναπηρικό καρότσι. Είχε ντυθεί με παλιοκαιρισμένο κοστούμι, τριμμένο σε διάφορα σημεία. Απ’ το πέτο του ξεπρόβαλε μισό ένα λερωμένο μαντήλι με το κέντημα χαμένο απ’ τη βρώμα.
«Δε θα σε ταλαιπωρήσω γλυκιά μου. Σε λίγο θα ‘χουμε τελειώσει».
Πάνω στο καρότσι είχε προσεκτικά τοποθετημένο ένα κλασικό νυφικό, γεμάτο τούλια και κορδέλες. Μ’ αυτό έντυσε τη νεκρή γυναίκα. Φόρτωσε το πτώμα στο καρότσι και χάθηκε πάλι μαζί του πίσω απ’ την πόρτα.
***
Αριστερά και δεξιά, σε πάγκους βιδωμένους στον τοίχο, βρισκόταν τοποθετημένα έξι πτώματα γυναικών σε διαφορετικούς βαθμούς σήψης. Σε κάποια μπορούσε κάποιος να διακρίνει τα χαρακτηριστικά κι άλλα είχαν μετατραπεί σε μαύρες μούμιες.
Στο κέντρο του χώρου δέσποζε ένας βωμός, φτιαγμένος από πολύχρωμα λαμπιόνια, κακοφορμισμένα αγαλματίδια και πολλά αναμμένα κεριά που έσταζαν. Στο κέντρο του, πάνω σε μια αρχαία πολυθρόνα ήταν στημένο ένα κουφάρι στ’ οποίο διακρίνονταν μόνο μερικές τούφες από ξασμένα άσπρα μαλλιά. Όλο το υπόλοιπο ήταν κουρέλια μπλεγμένα με ξερό δέρμα.
Κάποια στιγμή το ζευγάρι πλησίασε στο κέντρο του βωμού.
«Μητέρα, να σου γνωρίσω τη νέα σου νύφη», είπε ο Τζο στη μούμια.
Έσκυψε, προσπαθώντας δήθεν ν’ αφουγκραστεί κάτι που του έλεγε η μούμια.
«Ευχαριστώ μητέρα για την ευχή σου. Είμαι βέβαιος πως θα με κάνει ευτυχισμένο.»
Πλησίασε τον βωμό και πάτησε το κουμπί από ένα παλιό κασετόφωνο.
Κυρίες και κύριοι, βρεθήκαμε εδώ για να ενώσουμε με τα δεσμά του γάμου, αυτό το αγαπημένο ζευγάρι. Τον Τζο και τη γυναίκα του. Εάν κάποιος από τους παρευρισκομένους έχει αντίρρηση για τον γάμο αυτόν, να το πει τώρα.
Το κασετόφωνο περίμενε. Τα πτώματα παρέμειναν σιωπηλά, το ίδιο και Τζο.
Τζο Νάπκινς, δέχεσαι την γυναίκα από δω για σύζυγό του, στο καλό και το κακό, μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος ή ν’ αποφασίσεις να παντρευτείς κάποια άλλη;
«Δέχομαι!» απάντησε στον εαυτό του καμαρωτός.
Εσύ γυναίκα; Δέχεσαι για σύζυγο τον Τζο μέχρι αυτός ν’ αποφασίσει να παντρευτεί κάποια άλλη;
Ο Τζο έπιασε το πτώμα απ’ τα μαλλιά και κούνησε τα κεφάλι του δύο φορές.
«Δέχομαι!» απάντησε κάνοντας τη φωνή του ψιλή, σαν γυναικεία.
Με την εξουσία που μου έδωσε η Μητρόπολη της Νέα Υόρκης, σας ονομάζω Σύζυγο και Γυναίκα. Τζο, μπορεί να φιλήσεις τη νύφη.
…You never know, dear
How much I love you…
Έσκυψε κι έχωσε τη γλώσσα του μέσα στο μισάνοιχτο στόμα της. Η πρώτη τους νύχτα μόλις ξεκινούσε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής