από την Ελευθερία Παπασημάκη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο χωριό μας, οι μέρες που κάνει ζέστη είναι λίγες. Περίπου δυο μήνες το καλοκαίρι. Όλο τον υπόλοιπο καιρό, κάνει κρύο κι από τέλος Οκτώβρη μέχρι τέλος Μαρτίου συνήθως έχουμε χιόνια.
Ο Τζακ εμφανίστηκε ένα πρωινό κάποιου Δεκέμβρη στην πλατεία του χωριού -απ’ το πουθενά. Ένας μεγαλόσωμος γερμανικός ποιμενικός, πεινασμένος, μπορούσαμε να μετράμε τα πλευρά του. Ήταν πολύ φιλικός με τους ανθρώπους και είχες την αίσθηση ότι καταλάβαινε τα πάντα, ακόμα και αν κάποιος δεν απευθυνόταν σ’ αυτόν. Τον αγαπήσαμε αμέσως και τον υιοθετήσαμε όλοι μας. Σε λιγότερο από μήνα ο Τζακ είχε πάρει το φυσιολογικό του βάρος, ίσως και λίγο παραπάνω.
Του άρεσε πολύ να παίζει με τα παιδιά και κάθε μέρα πήγαινε στο σχολείο και τα περίμενε να σχολάσουν. Δεν υπήρχαν πολλά παιδιά στο χωριό, μιας και οι περισσότεροι ενήλικες είχαν φύγει για άλλες μεγαλύτερες πόλεις. Το σχολείο λειτουργούσε χάρη στην επιμονή του προέδρου του χωριού.
Όταν οι άντρες μαζεύονταν στο μοναδικό καφενείο τ’ απογεύματα, να πιουν ένα τσίπουρο ή ένα κρασί. Πήγαινε κι ο Τζακ -ο καφετζής πρόθυμα τον άφηνε να μπαίνει στο μαγαζί. Όταν όμως έκλεινε το βράδυ, τον έβγαζε έξω.
Αν και κανείς δεν είχε αποφασίσει να τον πάρει σπίτι του για να μην κρυώνει, ο Τζακ δεν έδειχνε το παραμικρό παράπονο προς τους ανθρώπους, ούτε καταδεχόταν να ζητιανέψει μια ζεστή γωνιά. Όταν η ώρα έφτανε εννιά το βράδυ, εξαφανιζόταν προς τα μονοπάτια που ανέβαιναν στριφογυριστά στο βουνό. Είχαμε σκεφτεί ότι μάλλον θα έβρισκε κάποια ζεστή γωνιά ανάμεσα στα παλιά χαλάσματα κάποιων ερειπωμένων σπιτιών που βρισκόντουσαν προς το δάσος.
Την ίδια εποχή με τον Τζακ, μετακόμισε και ο Λευτέρης στο σπίτι πάνω από την πλατεία. Του το ‘χαν αφήσει κληρονομιά οι γονείς του, που είχαν φύγει απ’ το χωριό πολλά χρόνια πριν. Ο Λευτέρης είχε ανακαινίσει το σπίτι και εγκαταστάθηκε στο χωριό μας.
Εμείς δεν φημιζόμαστε και πολύ για την φιλοξενία μας, αλλά εκείνον τον ξέραμε από μικρό παιδί· ήταν δεκάξι χρονών όταν έφυγαν απ’ το χωριό. Κι έτσι όταν τα απογεύματα μαζευόμασταν στο καφενείο, ήταν καλοδεχούμενος. Συνήθως δεν καθόταν πολύ γιατί όλη την μέρα δούλευε στα χωράφια και ήταν κουρασμένος όπως μας έλεγε, αν και ποτέ δεν είχε τύχει να τον συναντήσει κάποιος από αυτούς που είχαν χωράφια κοντά στο δικό του. Μας έλεγε ότι πολύ συχνά κατέβαινε στην πόλη για να διευθετήσει διάφορες εκκρεμότητες για τα περιουσιακά των γονιών του.
Μέρα δεν τον είχαμε δει ποτέ στο χωριό, γιατί όπως μας είχε πει δεν άντεχε με τίποτα τους σκύλους. Δεν είχαμε βέβαια άλλους σκύλους εκτός από τον Τζακ, αλλά ο Λευτέρης είχε δηλώσει ότι ούτε έναν δεν αντέχει. Όταν ο Τζακ έφευγε, τότε ερχόταν κι ο Λευτέρης στην πλατεία να κάτσει στο καφενείο μαζί μας.
~
Λίγους μήνες μετά, ένα παιδί, ο Τασούλης, οκτώ χρονών, εξαφανίστηκε. Γυρνούσε απ’ το σχολείο με τ’ άλλα παιδιά και με τον Τζακ ν’ ακολουθεί από κοντά. Ρωτήσαμε τα παιδιά, αλλά κανένα δεν θυμόταν σε ποιο σημείο ακριβώς χάθηκε ο φίλος τους.
Όλες οι προσπάθειες να βρεθεί το παιδί έμειναν άκαρπες, αν και ήρθαν αστυνομικοί από την Θεσσαλονίκη και ειδικοί στις εξαφανίσεις πράκτορες. Είχαν φέρει και τα σκυλιά μαζί τους, εκείνα που βρίσκουν εξαφανισμένους ανθρώπους και μυρίζουν τα ναρκωτικά, αλλά δεν κατάφερε κανείς να βρει έστω ένα ίχνος απ’ τον Τασούλη, ένα κομμάτι ύφασμα έστω ή τη σχολική του τσάντα.
Όταν ήρθαν τα σκυλιά της αστυνομίας, ο Τζακ δεν ερχόταν στο χωριό. Κι έμεινε εξαφανισμένος όλες τις τέσσερις μέρες που έμειναν στο χωριό μας οι αστυνομικοί και οι πράκτορες. Το ίδιο εξαφανισμένος ήταν κι ο Λευτέρης αυτές τις μέρες, λόγω της απέχθειάς του για τα σκυλιά. Μόλις έφυγαν, εμφανίστηκαν πάλι και οι δύο με τις εναλλάξ παρουσίες τους.
Κάποιοι άρχισαν να ψιθυρίζουν ότι μπορεί ο Τζακ να έκανε κάτι κακό στο παιδί. Πρώτος και καλύτερος το υποστήριζε αυτό ο Λευτέρης, φυσικά. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να κάνουμε γενική συνέλευση και να πάρουμε μια απόφαση για τον σκύλο. Οι μισοί πλέον από το χωριό έλεγαν ότι πρέπει τουλάχιστον να τον διώξουμε – αν όχι να τον σκοτώσουμε. Οι άλλοι μισοί υποστήριζαν ότι ήταν πολύ φιλικός με τους ανθρώπους, ειδικά με τα παιδιά, και δεν υπήρχε πιθανότητα να ‘χε κάνει κακό στον Τασούλη.
Ο Λευτέρης ψήφισε να τον σκοτώσουμε ανοιχτά και ξεκάθαρα. Τελικά αποφασίστηκε ο Τζακ να παραμείνει στο χωριό γιατί εκτός όλων των άλλων κυνηγούσε και τις αλεπούδες που ρήμαζαν τα κοτέτσια μας.
Σε δυο τρεις βδομάδες το όλο θέμα είχε σχεδόν ξεχαστεί, αν και οι γονείς του Τασούλη όποτε έβλεπαν τον σκύλο τον κυνηγούσαν και προσπαθούσαν να τον χτυπήσουν. Στο τέλος σταμάτησαν, αλλά δεν τον πλησίαζαν. Οι περισσότεροι είχαμε γυρίσει στην καθημερινότητά μας.
Ένα μήνα μετά την εξαφάνιση του Τασούλη, χάθηκε η Νατάσα, δέκα χρονών. Την είχε στείλει η μάνα της να πάει μισό καρβέλι φρεσκοζυμωμένο ψωμί στην αδερφή της που έμενε λίγο μετά την πλατεία.
Η Νατάσα δεν πήγε ποτέ στην θεία της, δεν την είχε δει κανείς, αν και θα έπρεπε να είχε περάσει από την πλατεία· ούτε καν το μισό καρβέλι ψωμί βρέθηκε, έστω πεταμένο σε κάποια μεριά του δρόμου.
Το σκηνικό επαναλήφθηκε το ίδιο, αστυνομικοί, πράκτορες, αστυνομικά σκυλιά – εξαφανισμένοι ο Τζακ και ο Λευτέρης.
Όταν οι προσπάθειες να βρεθεί η Νατάσα βγήκαν άκαρπες το χωριό αποφάσισε ότι υπεύθυνος ήταν ο Τζακ. Αυτή τη φορά ήταν λίγο περισσότεροι από τους μισούς που τον υποστήριζαν.
Έτσι πιάσαμε τον σκύλο και τον κλείσαμε στην παλιά αποθήκη πίσω απ’ τα γραφεία της Κοινότητας. Ο Τζακ αλυχτούσε όλο το βράδυ κι ο Λευτέρης ήταν απόλυτα ευχαριστημένος που το παλιόσκυλο ήταν κλεισμένο στην αποθήκη.
Το επόμενο πρωινό είδαμε την πόρτα της αποθήκης ανοιχτή και τον Τζακ να λείπει. Η πόρτα είχε σπάσει μάλλον από κάποιο τσεκούρι και το πάτωμα της αποθήκης ήταν γεμάτο αίματα. Ο σκύλος δεν ξαναφάνηκε στο χωριό, αν και κάποια βράδια λέγανε ότι άκουγαν το αλύχτισμά του από κάπου ψηλά στο χιονισμένο βουνό – πράγμα που δεν το πολυπιστέψαμε γιατί ήμασταν σίγουροι ότι κάποιος τον είχε σκοτώσει.
Πολλοί έλεγαν ότι ο Λευτέρης πολύ πιθανόν να μπήκε με το τσεκούρι του στην αποθήκη, να σκότωσε τον Τζακ και να μετέφερε το πτώμα του κάπου μακριά, αλλά αυτό ήταν λίγο απίθανο γιατί δεν υπήρχε λόγος να σπάσει την πόρτα της· μπορούσε απλά να την ανοίξει απ’ το μάνταλο που είχε απ’ έξω. Χώρια που δεν άντεχε να έρχεται κοντά με τους σκύλους.
Μετά από λίγες βδομάδες εξαφανίστηκε ο μικρός Μάκης, εφτά χρονών, που πήγαινε στο καφενείο να πάρει τσιγάρα για τον πατέρα του. Κανείς δεν τον είχε δει ούτε καν να περνάει από τον κεντρικό δρόμο για να πάει στο καφενείο.
Αφού ο Τζακ δεν υπήρχε πλέον στο χωριό, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς έγινε αυτή η εξαφάνιση. Το χωριό μπήκε σε αστυνομική επιτήρηση – κι όλοι κρατούσαν τα παιδιά τους στο σπίτι. Αυτό κράτησε αρκετά, περίπου ένα μήνα. Ο μικρός Μάκης ήταν το τελευταίο παιδί που εξαφανίστηκε απ’ το χωριό μας.
Ο Λευτέρης έφυγε απ’ το χωριό, γιατί όπως μας είπε είχε βρει καλύτερη και πιο φρέσκια δουλειά σε ένα άλλο χωριό αρκετά μακριά από δω. Σιγά σιγά το χωριό μας άρχισε να ερημώνει γιατί πλέον οι κάτοικοι δεν άντεχαν να μένουν σ’ έναν καταραμένο τόπο, όπως έλεγαν.
Έχουμε μείνει εγώ κι ο Αλέκος ο καντηλανάφτης, γιατί δεν πιστεύουμε ότι το χωριό μας είναι καταραμένο, αλλά και γιατί δεν έχουμε πού αλλού να πάμε. Κάθε Δευτέρα κατεβαίνουμε στην κοντινή πόλη κι αγοράζουμε όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε μια βδομάδα.
Τα βράδια αποφεύγουμε να κυκλοφορούμε έξω. Ακούμε νύχια από πόδια σκυλιών να γδέρνουν τους δρόμους του χωριού. Ανάμεσα στους ανατριχιαστικούς αυτούς ήχους ακούμε πολλές φορές και κλάματα μικρών παιδιών. Αλλά μπορεί να είναι και ο άνεμος. Δεν ξέρω.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ελευθερία Παπασημάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Νίκου Οικονομόπουλου.