Ο εγκιβωτισμός της αγάπης

0
279

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Salvador_dali-the_madonna_of_port_lligat2-1024x680.jpgτου Γιάννη Ζαραμπούκα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το φως του απομεσήμερου γλιστρούσε ανάμεσα απ’ τα κενά που άφηναν οι αραχνοΰφαντες κουρτίνες, δημιουργώντας ένα φωτεινό ξέφωτο στην άκρη του χαλιού, όπου αμέτρητες νιφάδες σκόνης στροβιλίζονταν σε έναν μακάριο χορό. Το μωρό με τη σαλιάρα του λεκιασμένη απ’ το γάλα που έτρεξε από τα μισάνοιχτα χειλάκια του, κοιμόταν εδώ και κάμποση ώρα μέσα στο καλάθι του.

Η Μάγδα τίναξε το καρό τραπεζομάντιλο απ’ τα ψίχουλα του ψωμιού στην πίσω αυλή κι έπλυνε τα πιάτα από τις φακές που έφτιαξε για το μεσημέρι. Κάθισε στην πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο του σαλονιού. Είχε πιάσει το τσίγκινο κουτί που φύλαγε μέσα κλωστές, βελόνες και κουμπιά και μπάλωνε τις τρύπιες κάλτσες του Χρήστου, του άντρα της. Εκείνος είχε πάρει το αγροτικό αμέσως μετά το φαγητό κι έφυγε για τα κτήματα.

Το φλιτζάνι με τον καφέ δεν άχνιζε πια -και το λευκό χαπάκι παρέμενε ανέγγιχτο πάνω στην χαρτοπετσέτα.

Εκείνη ήταν απόλυτα προσηλωμένη στη δουλειά της. Οι σβέλτες κινήσεις και η ακρίβεια με την οποία περνούσε τη βελόνα με την κλωστή μέσα από το ύφασμα φανέρωναν την εμπειρία της.

Μοναχοκόρη κι ορφανή από μητέρα, η Μάγδα χρειάστηκε ν’ αναλάβει από νωρίς τον ρόλο της νοικοκυράς και να φροντίσει τον ιερέα πατέρα της. Ύστερα ήρθε ο κεραυνοβόλος έρωτας για τον Χρήστο. Ένας έρωτας που γέννησε την προδοσία και την έφερε σε ρήξη για πρώτη φορά μ’ Εκείνον… τον Πατέρα.

Μπάλωνε. Την προσοχή της διέκοψε ένας αμυδρός θόρυβος· κάτι σαν ψίθυρος. Σήκωσε απορημένη το κεφάλι, κοίταξε γύρω, αναζητώντας την πηγή του ήχου. Μάταια… Το δωμάτιο του σαλονιού κολυμπούσε στη σιωπή. Τα χέρια της ξεκίνησαν να τρέμουν ελαφρώς.

«Όχι, όχι, πάλι…» 

Άφησε στην άκρη το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες του Χρήστου κι αφού τοποθέτησε στη θέση τους μέσα στο κουτί τη βελόνα με την κλωστή και το ψαλίδι ραπτικής, σηκώθηκε. Πλησίασε το καλάθι. Το μωρό κοιμόταν ανενόχλητο. Έσκυψε. Έφερε το πρόσωπο της κοντά στο πρόσωπο του παιδιού της. Η αναπνοή του ακουγόταν κανονική. Ανακουφισμένη σήκωσε το κεφάλι και τότε τις είδε ξανά. Εκείνες τις μαυροφορεμένες και ψιλόλιγνες φιγούρες, τις σκιές που την επισκέπτονταν το τελευταίο διάστημα. Στέκονταν γύρω της, μία σε κάθε τοίχο του δωματίου.

«Ο καρπός της Αμαρτίας, πρέπει να πεθάνει!»

«Ο καρπός της Αμαρτίας, πρέπει να πεθάνει!»

«Ο καρπός της Αμαρτίας, πρέπει να πεθάνει!»

«Ο καρπός της Αμαρτίας, πρέπει να πεθάνει!»

Οι φωνές τους ενώθηκαν σ’ έναν ψυχρό ψίθυρο, που σερνόταν μέσα στο δωμάτιο σαν φίδι και γλιστρούσε ύπουλα μέσα στο κεφάλι της, με τις τελευταίες λέξεις να της καρφώνουν το μυαλό.

Π Ρ Ε Π Ε Ι    Ν Α     Π Ε Θ Α Ν Ε Ι 

Το στόμα της στεγνώνει. Στάλες ιδρώτα κυλούν στους κροτάφους της. Ο γιακάς του φορέματός της μουσκεύει. Τα πόδια τρέμουν. Λυγίζουν. Η Μάγδα απλώνει τα χέρια. Πιάνεται άτσαλα απ’ το τραπεζάκι. Το ποτήρι με το νερό γλιστρά. Πέφτει στο πάτωμα. Σκορπά σε μικροσκοπικά κομμάτια. Το μωρό ξυπνά. Οι σκιές αφήνουν τους τοίχους. Την πλησιάζουν. Απλώνουν τα χέρια.

Η καρδιά της πάλλεται ξέφρενα. Η αναπνοή βγαίνει με δυσκολία. Το μωρό κλαίει. Οι σκιές βρίσκονται μια ανάσα μακριά. Η Μάγδα παίρνει ένα κομμάτι γυαλί. Το σφίγγει στην παλάμη. Το δέρμα της σκίζεται. Το αίμα στάζει στο πάτωμα. Η Μάγδα σηκώνεται. Τρέχει στο καλάθι του μωρού της. Τα μάτια του μωρού ανοίγουν τερατώδικα. Απ’ το μικροσκοπικό του στόμα βγαίνει εκκωφαντική κραυγή.

Π Ρ Ε Π Ε Ι    Ν Α     Π Ε Θ Α Ν Ε Ι 

Η Μάγδα καρφώνει το γυαλί. Ουρλιάζει. Τα τζάμια τρίζουν. Αίμα. Πολύ αίμα. Τρέχει στο πάτωμα. Μουσκεύει το χαλί. Φτάνει σχεδόν μέχρι την εξώπορτα. Οι σκιές κρέμονται πάνω απ’ το κεφάλι της. Σηκώνουν τα χέρια. Βγάζουν την κουκούλα.

Στα πρόσωπα τους αντικρίζει τον πατέρα της.
«Η σάρκα, κόρη μου, υπηρετεί τον νόμο της Αμαρτίας. Κι η Αμαρτία εφόσον εκτελεστεί, γεννάει αποκλειστικά τον Θάνατο… Υπήρξες άπιστη Μαγδαληνή! Παραδόθηκες στην Αμαρτία κι έπρεπε με Θάνατο να πληρώσεις. Έλα τώρα να πιες το γάλα σου, που έχει κρυώσει…»
Η φωνή Του.

Έρχομαι μπαμπά, του απάντησε ψιθυριστά και βούλιαξε για πάντα στο σκοτάδι…

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Ζαραμπούκας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Ο πίνακας είναι του Νταλί:  The Madonna of Port Lligat