Bγάλε φτερά και λύσε την κατάρα

0
403

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι meteora-costas-balafas-greek-photographer-1920-2011-1382538343_org-1000x764-1.jpgαπό την Αγγελική Κουντουράκη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μόλις σε δει και αποφασίσει πως είσαι εσύ
δεν ξεφεύγεις από τα δόντια της
Σ’ αρπάζει και βουτάει μέχρι τα σπλάχνα σου
αφού πρώτα πιεί και το γάλα της μάνας που σε γέννησε
Σ’ εγκαταλείπει να φλέγεσαι μέσα στους πόνους
χωρίς να ξέρεις ποιο δρόμο θα πάρεις να σωθείς

Έτσι είναι η κατάρα, σαν κεραυνός πάνω σε έρημο δέντρο σε κάμπο με ανήμερα πουλιά.

Ο Θάνος είχε από καιρό αποφασίσει να ακολουθήσει την μοίρα του, να υποταχθεί. Ήταν διαφορετικός από το κλάμα του, θα ‘μενε αόρατος ανάμεσα στους όμοιους. Η περασιά του από αυτή την ζωή θα ήταν αθόρυβη και θαμπή, σαν τα μάτια του που είχαν κλείσει από καιρό τις πόρτες σ’ όποιον ήθελε να φτάσει στην ψυχή του.

Άντρας ικανός και με χέρια που πρόσφεραν σε όλο τον κόσμο ό,τι είχε ανάγκη. Χωρίς πολλές λέξεις, μόνο με ένα μουρμουρητό να ακούγεται στο πέρασμα του, έναν σκοπό σαν λυγμό όσων έχουν φύγει λίγο πριν το τέλος από αυτή την πλάση και περιφέρονται με μια κατάρα στην πλάτη. Βαριά όπως το βάρος των βλεφάρων τους που γέρνουν σε κάθε σφύριγμα του αέρα.

Ο λόγος της γριάς που πέρασε να ζητιανέψει από την καλύβα της μάνας του το βράδυ που γεννήθηκε ρίζωσε στα σπλάχνα του μαζί με το πρώτο του κλάμα.

“Στα όρη μόνος θα χαθεί, στα όρη θα γυρνάει κι ώσπου ν’ ανοίξει τα φτερά μόνος θα πολεμάει.”

Πάλεψαν οι γεννήτορες του να τον αναθρέψουν ελεύθερο σαν τον ήλιο και δυνατό σαν τον βράχο κι εκείνος μεγάλωνε και φώτιζε τον κόσμο γύρω του. Στήριζε το σπίτι τους και όποιον γνώριζε, μα πάντα μόνος σε κάθε στιγμή του, κανείς δεν του έδινε ό,τι με λαχτάρα σβησμένη αποζητούσε. Μια μοναξιά είχε μόνο συντροφιά, να μην ακούει και να μην ακούγεται σε όσα οι λέξεις δεν χωράνε και αυτή τον ακολουθούσε παντού.

Όλοι περίμεναν πως ο χρόνος θα τον φέρει στην κορυφή του κόσμου να μοιράζει αγάπη και μουσική. Ήταν εξαιρετικός μουσικός ο Θάνος, από τους λίγους του τόπου. Σαν άγγιζε τις νότες, αυτές του παραδίνονταν και ξεκινούσαν μαζί μια διαδρομή ως τα άστρα του σύμπαντος και πίσω, να τρυπώνουν στις καρδιές των ανθρώπων και να τους δίνουν έναν λόγο να ξυπνάει η ψυχή τους και την επόμενη μέρα, σε αυτόν τον άδικο και δύσκολο κόσμο.

Μόνο η ψυχή του Θάνου δεν γαλήνευε. Μόνος να χάνεται, μόνος να πολεμάει και μόνος να μένει με τις νίκες αυτού του κόσμου. Γεμάτη πρέπει και φόβους η ψυχή του, σαν βαπόρι βαρυφορτωμένο από πραμάτεια κόσμων μακρινών, δεν υπήρχε τόπος ν’ αφήσει όσα κουβαλούσε, κανείς να έρθει να τον ξεφορτώσει ή να σταθεί δίπλα του να μοιραστούν τα φορτία τους. Μόλις τέλειωνε τις δουλειές της μέρας και έβλεπε το σούρουπο να φτάνει κλεινόταν στο δωμάτιο του, αυτός και οι ήχοι του. Παράξενοι και μανιασμένοι, κρατούσαν όποιον τους άκουγε έξω απ’ το δωμάτιο και μακριά από την καρδιά του.

Τα χρόνια άρχισαν να φαίνονται πάνω του και πήραν από κοντά του τους δύο αγαπημένους του. Ο πατέρας του σε ένα γκρεμό ανάμεσα στα άγρια όρη και η μάνα του από τον καημό της αγάπης της για εκείνον. Έμεινε μόνος ο Θάνος να χάνεται όλο και πιο πολύ στο βάθος της κατάρας που κρατούσε την ψυχή του δεμένη στη συνήθεια της επιβίωσης. Έπαψαν πια και οι προσπάθειες να σηκώσει τους ώμους του, να βρει δύο βήματα να σύρει ένα χορό αγάπης με κάποιον άλλο άνθρωπο έξω από το πατρικό του. Έβγαινε όλο και πιο λίγο, μίλαγε όλο και πιο αραιά.

Ένα πρωινό του Δεκέμβρη, στου Αι Νικόλα την γιορτή, μεγάλη ανάγκη ανθρώπου δικού του τον έκανε να πάρει όσα εργαλεία μπορούσε στο σακίδιο του και με βαριά ρούχα στο σώμα του να ξεκινήσει για το βουνό. Μεγάλη καταστροφή είχε βρει το παλιό σπίτι και έφταναν μαντάτα άσχημα από πεζοπόρους για τους συγγενείς του που είχαν αποκλειστεί μέρες τώρα από την κακοκαιρία.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος, μα το πείσμα του να μην τους αφήσει μόνους τους ήταν πιο μεγάλο, όμοιο με την θλίψη του που τον έκανε να σκύβει το κεφάλι σε όλη την διαδρομή. Σε μια στροφή του δρόμου, βαριά ομίχλη τον έπιασε και αν και έμπειρος στα βουνά έχασε τον προσανατολισμό του. Γύρναγε ώρες γύρω γύρω από το ίδιο σημείο και η νύχτα πλησίαζε. Οι ήχοι των τσακαλιών άρχισαν να φτάνουν στα αυτιά του και τα μάτια του άνοιξαν βρύσες και άρχισαν να τρέχουν όλα τα κρίματα που είχε φορτώσει στην ψυχή του και δεν την άφηνε να πετάξει. Βλαστήμησε την μάνα και τον πατέρα του που δεν τον κράτησαν μακριά από την μοναξιά της κατάρας, που του κόλλησαν αυτοί τα δικά τους φτερά και δεν τον έσπρωξαν να πετάξει μοναχός του σαν είδαν πως ήρθε η ώρα του.

Δεν άλλαξε ποτέ ο καιρός, η ομίχλη τον κράτησε εκεί τρία μερόνυχτα. Χωρίς τροφή, χωρίς νερό και χωρίς κουράγιο να πάει μπρος ή πίσω. Το πρωινό της ένατης μέρας του μήνα, αφημένος από δυνάμεις και σκεπασμένος από χώμα και υγρασία ένιωσε ένα ζεστό χέρι να αρπάζει με δύναμη το δικό του. Δεν κινήθηκε, το κεφάλι μαζί με το σώμα του είχαν από ώρες παγώσει. Είδε μόνο τον άντρα, ψηλό και μαυροφορεμένο με μια ξύλινη κατσούνα στα χέρια του να αφήνει μέσα στα δικά του ένα πολυκαιρισμένο ασημένιο βραχιόλι.

Φόρα το γιε μου, βγάλε φτερά και λύσε την κατάρα. Η αγάπη μου στο πλευρό σου.

Έκλεισε πάλι τα μάτια του και ο άντρας σαν σε όνειρο εξαφανίστηκε. Μα η φωνή του ζέστανε την καρδιά του Θάνου, έφερε δάκρυα καυτά στα μάτια του και έσκισε την πλάτη του στα δύο. Το αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι, τα τσακάλια άρχισαν να ακούγονται πιο κοντά και ο φόβος τον άρπαξε και τον σήκωσε στα γόνατα. Μ’ ένα ουρλιαχτό από τα έγκατα του πόνου του ο Θάνος έβαλε φωτιά στον ουρανό έδωσε μια και στάθηκε στα πόδια του. Άγγιξε το βραχιόλι στο χέρι του, άκουσε ξανά την φωνή του άντρα, την φωνή του πατέρα του και ορκίστηκε στο θεό να ζήσει.

Με γυμνά χέρια άνοιξε τρύπα στο χιόνι, βρήκε το χώμα το υγρό, βρήκε τις ρίζες των δέντρων, βρήκε το νερό της πηγής και έπνιξε την μοναξιά του εκεί, στα βάθη της γης με μια δύναμη που δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος ότι είχε.

Χωρίς ομίχλη και με ακόμη το αίμα να τρέχει στις πλάτες του ανέβηκε μέχρι τα ύψη του βουνού. Οι δικοί του άνθρωποι πρώτη φορά τον είδαν έτσι τσαλακωμένο και ζεστό. Του χάιδεψαν τις πληγές και τον άφησαν να ξεκουραστεί και να κλάψει για όσα στερήθηκε μέσα στην μοναξιά του.

Σαν ξύπνησε ζήτησε την φλογέρα του, στάθηκε με μάτια κόκκινα και χέρια να τρέμουν μπροστά από το τζάκι. Έπαιξε μια μελωδία που όμοια της δεν είχε ακούσει κανείς και ένιωσε πάλι το χέρι του άντρα. Αυτή την φορά στον ώμο του να του δίνει την ευχή του. Αυτή τη φορά θα κράταγε μακριά για πάντα την κατάρα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Αγγελική Κουντουράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η εμβληματική φωτογραφία είναι του Μπαλάφα