από τον Γιάννη Ζαραμπούκα
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Φύσηξε αέρας. Ανάμεσα στα αγριόχορτα που είχαν καταπνίξει τα μνήματα, υπήρχαν κάμποσες πικραλίδες. Προσπάθησαν να σταθούνε όρθιες, μα δεν τα κατάφεραν και λύγισαν. Φίλησαν το νοτισμένο από τη βραδινή μπόρα έδαφος, μέχρι που το βουνό ανάσανε βαθιά και ξεφύσηξε ύστερα με δύναμη, κι ένας αέρας δυο και τρεις φορές πιο δυνατός γλίστρησε από τα βραχώδη σπλάχνα του. Οι πικραλίδες χόρευαν ξέφρενα, με τον μίσχο τους να προσπαθεί να κρατηθεί από το έδαφος, μέχρι που σε ένα ξαφνικό τους τίναγμα τα λευκά τους χνούδια σκόρπισαν. Στροβιλίστηκαν για λίγο κι ύστερα χάθηκαν στον ουρανό. Μονάχα ένα ξέμεινε πίσω. Πέταξε κάμποσα μέτρα μακριά από το μίσχο της, πέρασε πάνω από αγριόχορτα και μέσα από τις φυλλωσιές των κοντοπίθαρων θάμνων, μέχρι που ένα μάρμαρο διέκοψε την ξέφρενη πορεία του. Σκάλωσε ανάμεσα στα ανάγλυφα και κάποτε χρυσά γράμματα, που τώρα πια είχανε ξεβάψει και σχεδόν χαθεί, μαζί με τις αναμνήσεις των κατοίκων του χωριού, που τις σκέπασε η σκόνη και η λήθη.
*
Είχανε παρατήσει πρόχειρα τα ποδήλατα τους στον πελώριο κορμό ενός δέντρου. Αφαίρεσαν από πάνω τους τα κοντομάνικα μπλουζάκια, που είχαν μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα. Ύστερα ξάπλωσαν στο στεγνό έδαφος, με τα γυμνά τους μπράτσα να ακουμπούν τρυφερά μεταξύ τους. Ο Δημήτρης και ο Γιώργος. Δύο νεαρά έφηβα αγόρια. Φοβισμένα, άφηναν τις λαχανιασμένες τους ανάσες, να καλύψουν την αμηχανία της στιγμής. Δειλά-δειλά οι παλάμες τους ενώθηκαν. Δέθηκαν σφιχτά τα δάχτυλα τους. Χαμένοι και οι δύο στις δικές τους σκέψεις, κοίταζαν τον ίδιο έναστρο ουρανό, περιμένοντας. Ο χρόνος θαρρείς κι είχε βουτήξει μέσα σε ένα βάζο με μέλι. Κυλούσε αργά. Πολύ αργά. Μέχρι που ο Γιώργος πήρε μία βαθιά ανάσα. Έστρεψε αποφασιστικά το κεφάλι του προς την πλευρά του Δημήτρη και τον φίλησε. Τον φίλησε στο στόμα. Κι ένα πυροτέχνημα έσκασε τότε στο στομάχι του Δημήτρη. Γλυκές μελωδίες ήχησαν στα αυτιά του. Και μία ελαφρώς πικάντικη γεύση πλημμύρισε τους κάλυκες της γλώσσα του. Είχε μουδιάσει ολόκληρος. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε λιγάκι ευτυχισμένος. Με μία πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ το λαιμό του Γιώργου, κι άφησε και τη δική του γλώσσα να εξερευνήσει. Για πρώτη φορά, κάτω από τον έναστρο, καλοκαιρινό ουρανό ο Δημήτρης ένιωσε μέσα του κάτι όμορφο ν’ ανθίζει.
*
«Ο γιος μου. Ο δικός μου ο γιος, πούστης!» η φωνή του πατέρα καρφώνονταν βίαια στα αυτιά του. Ο Δημήτρης σχεδόν ενήλικας πια, βρίσκονταν κουλουριασμένος στο γυμνό πάτωμα. Είχε λυγίσει τα γόνατα του, φέρνοντας τα όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πρόσωπο του. Ο πατέρας του μία αφρισμένη κατσαρόλα που ξεχείλιζε από θυμό και ντροπή, τον κλώτσαγε αδιάκοπα με τις λασπωμένες του γαλότσες. Η μητέρα του, μία σκιά, στέκονταν κοκαλωμένη πλάι στην εταζέρα. Ο Δημήτρης άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν από τα ματιά του. Έτρεξαν εκείνα κάπως φοβισμένα και φώλιασαν μέσα στο πυκνό του μούσι. Ο πατέρας του σταμάτησε επιτέλους να τον χτυπά, πήρε το κλειδί του αγροτικού αυτοκινήτου κι έφυγε από το σπίτι. Θα κατέληγε στο καφενείο, όπου θα έπινε φθηνό κρασί, ίσως ρετσίνα, μέχρι το πρωί. Η μητέρα του έσκυψε από πάνω του με μία πετσέτα. Του σκούπισε με χέρια που έτρεμαν το αίμα που κυλούσε από τα τραυματισμένα του χείλη. Ύστερα, τον βοήθησε να σηκωθεί. Πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και κίνησαν μαζί προς το μπάνιο του σπιτιού. Εκεί τον έγδυσε, τον έβαλε στη μπανιέρα και τον φρόντισε όπως τότε που ήτανε μικρός. Ένα μικρό κι ανήξερο αγόρι.
*
Έσερνε τα βήματα του. Ένας ζωντανός νεκρός. Από συνήθεια ζούσε τώρα πια. Οι άκρες από το μαύρο ράσο του τρίβονταν στα αιχμηρά χαλίκια του χωμάτινου δρόμου. Ιδρώτας κυλούσε στους κροτάφους του. Έκανε αφόρητη ζέστη κι εκείνος ασφυκτιούσε μέσα στην ιερατική στολή του. Στάθηκε για λίγο σε ένα παγκάκι. Τα χρόνια είχαν γίνει βουνό που ρίζωσαν στην πλάτη του και δυσκόλευαν το περπάτημα του. Σφούγγισε με την αναστροφή της παλάμης το ιδρωμένο του μέτωπο. Ύστερα άνοιξε ένα μπουκάλι κι ήπιε δυο γουλιές νερό. Δυσκολεύτηκε να το καταπιεί. Κάπως στυφό του φάνηκε. Και σαν να πίκριζε λιγάκι. Ψηλάφισε με την αριστερή παλάμη το παγκάκι, την σκασμένη και ταλαιπωρημένη επιφάνεια του, άλλοτε από τις πολλές βροχές, κι άλλοτε από τις αφόρητες ζέστες. Τα δάχτυλα του σκάλωσαν σε μία μικρή γούβα. Σε ένα σημείο που το παγκάκι είχε κάπως ξυθεί. Έσκυψε το βλέμμα του και τότε το είδε. Και τότε θυμήθηκε. Δύο γράμματα, δύο αρχικά από τα ονόματα δύο ερωτευμένων έφηβων αγοριών, κλεισμένα μέσα σε μία χαραγμένη καρδιά. Σηκώθηκε και πήρε να ανεβαίνει την ανηφόρα. Κόντευε η ώρα που έπρεπε να χτυπήσει την καμπάνα για τον εσπερινό.
*
Κάθεται στο μικρό δωμάτιο, πλάι στην κουζίνα. Η σόμπα καίει. Τα ξύλα τριζοβολούν. Το μπουκάλι της ρετσίνας έχει αδειάσει. Το ράσο του ένας μπόγος στο πάτωμα. Εκείνος μόνο με το σώβρακο κάθεται σε μία ξύλινη καρέκλα. Το γερασμένο του κορμί τραντάζεται από τους λυγμούς. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του. Μουσκεύουν τη γαριασμένη του φανέλα. Η εικόνα του Γιώργου με τα μπαμπακένια πια μαλλιά, που κοιμάται μακάρια, σφηνωμένος μέσα σε αμέτρητα λευκά γαρύφαλλα είναι καρφωμένη στο νου του. Όπως και τα αναφιλητά της γυναίκας του και τα δάκρυα των μεσηλίκων παιδιών του. Ο Γιώργος. Ο δικός του Γιώργος είναι νεκρός. Το σάλιο έχει στεγνώσει από το στόμα του. Δυσκολεύεται να καταπιεί. Να το καταπιεί. Σηκώνεται απότομα από την καρέκλα. Εκείνη πέφτει στο πάτωμα, αφήνοντας πίσω έναν αιχμηρό κρότο. Παίρνει το τσαλακωμένο του ράσο. Με βιαστικές κινήσεις φτιάχνει μία θηλιά, σηκώνει την καρέκλα από το πάτωμα, σκαρφαλώνει επάνω της και δένει σφιχτά το ράσο από την άκρη τον γάντζο που κρέμεται το φωτιστικό. Ύστερα περνά τη θηλιά γύρω από τον λαιμό του. Μπούχτισε μία ζωή ολόκληρη με τόσους συμβιβασμούς. Καιρός να ζήσουνε, μαζί. Ελεύθεροι. Έστω και τώρα. Έστω κι έτσι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Ζαραμπούκας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής