από τον Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Άρχισα να ξεφυτρώνω μια ανοιξιάτικη μέρα πάνω στη βλαστό-μάνα Τοματία, σε ένα μεγάλο μποστάνι. Βρισκόμασταν σε κτήμα που ζούσαν πλάσματα που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι. Είχα πέντε αδερφές, τις: Ντόμα, Ματ, Ματούλα, Ούλα και Λα.
Τα χρόνια της νιότης ήταν τα καλύτερα. Οι άνθρωποι μάς φρόντιζαν πολύ. Έβαζαν στηρίγματα για να αναρριχηθούν οι βλαστό-μάνες, μας πότιζαν καθημερινά, μας τάιζαν θρεπτικό λίπασμα και μας ψέκαζαν για ενοχλητικά ζιζάνια. Μερικές που ψεκαστήκαν λίγο παραπάνω, ανέπτυξαν παρενέργειες και τις αποκαλούσαμε “ψεκ.” Οι “ψεκ” διέδιδαν φήμες, μέσω του χωμάτινου διαδικτύου, που προειδοποιούσαν για ένα ζοφερό μέλλον: Ότι οι άνθρωποι και καλά μας φροντίζουν ώστε να μας κατασπαράξουν αργότερα και άλλα τέτοια κουφά. Εγώ γελούσα με αυτά καθώς ήμουν ακόμη άγουρη και πράσινη.
Καθώς μεγάλωνα, η χρωστική λυκοπένιο στον οργανισμό μου με κοκκίνισε πολύ. Οι πράσινες τούφες μου μεγάλωσαν και γινόμουν ζουμερή και όμορφη. Ήταν η εποχή που στο διαδίκτυο κυκλοφορούσε η φήμη τής συγκομιδής. Εγώ, φυσικά, έστελνα κοροϊδευτικά σχόλια στις τρελές αυτές απόψεις, και λάμβανα περίεργες απαντήσεις, όπως: Άι στον Τρίφτη μωρή, ή, να γίνεις Χωριάτικη μωρή στρουμπούλω, που τότε δεν τις καταλάβαινα. Ώσπου…
Εκείνο το καλό παιδί που μας φρόντιζε, ήρθε χαράματα κρατώντας καφάσια. Και τότε άρχισε η… συγκομιδή. Το διαδίκτυο είχε πάρει φωτιά, αλλά, ήταν αργά για οτιδήποτε. Έβλεπα με φρίκη ντομάτες να καταλήγουν στα καφάσια. Για κάποιο λόγο δεν μας μάζευαν όλες, κι έτσι προσευχόμουν στο Άγιο Χώμα να μην με κόψουν. Δυστυχώς, εγώ κι οι αδερφές μου Ματ και Λα κοπήκαμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή της αποσύνδεσης από τη βλαστό-μάνα.
Λίγο αργότερα βρεθήκαμε σε φορτηγό και ταξιδεύαμε στο άγνωστο. Και χωρίς διαδίκτυο. Από σύμπτωση βρέθηκα ψηλά στο καφάσι και έτσι μπορούσα να βλέπω έξω. Ουάου, ο κόσμος ήταν μεγαλύτερος απ’ ότι φανταζόμουν, και χαζεύοντας τον, απέφευγα άσχημες σκέψεις για το μέλλον. Οι αδερφές μου ήταν χωμένες πιο κάτω, καθότι εύσωμες, και μέσα στους οδυρμούς των υπολοίπων δεν τις άκουγα.
Άρχισα να βλέπω λιγότερα δέντρα και περισσότερα κτήρια, μέχρι που τα δέντρα εξαφανίστηκαν. Κάποιοι άγνωστοι μας ξεφόρτωσαν και μας πήγαν πίσω από ένα πάγκο· μερικές μας αδειάσανε πάνω του. Έβλεπα πολλές γνωστές και ήταν τρομοκρατημένες όπως εγώ. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν μπροστά μας· άλλοι μας κοιτούσαν κι άλλοι μας έπαιρναν στα χέρια και μας περιεργαζόντουσαν. Ώσπου, μια Κυρία, με διάλεξε και κατέληξα σε μια σακούλα μαζί με καμιά εικοσαριά άγνωστες. Λίγο αργότερα, βρεθήκαμε στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου και όλα σκοτείνιασαν.
Ζούσα σε μια κουζίνα επί τρεις μέρες, μέσα σε ράφι. Είχα εξοικειωθεί με νέες ορολογίες, με άγνωστα φρούτα και λαχανικά, αλλά όχι με ανθρώπους και τις συνήθειές τους. Έμαθα, από πρώτο ράφι πίστα, τι σημαίνει Τρίφτης και Χωριάτικη, ακούγοντας το μοιρολόι από τις άτυχες ντομάτες που υποβλήθηκαν σε αυτά τα φριχτά βασανιστήρια. Οι ψεκ, είχαν δίκιο!
Παρατηρούσα τα δίποδα τέρατα που μας βασάνιζαν με ευφάνταστους τρόπους και μας έτρωγαν. Κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτούς – μάλλον. Ένα σοφό κρεμμύδι, απ’ το ισόγειο του ραφιού, που ζούσε στην κουζίνα είκοσι μέρες, μου δίδαξε πως οι άνθρωποι έχουν εγκέφαλο και αντίχειρες και αυτό τους κάνει ξεχωριστούς· ότι νιώθουν ανώτεροι και για αυτό μας φέρονται έτσι. Ας μη μιλήσω για το τι κάνουν στα ζώα. Όχι, θα μιλήσω! Οι ευαίσθητοι ας κλείσουν αυτιά.
Αγαπούν τα ζώα μεν, αλλά, τα σφάζουν και τα τρώνε μετά μανίας δε. Τα έχουν χωρίσει σε κατηγορίες, κατά πώς τους βολεύει, για να χαϊδεύουν τις δήθεν ευαισθησίες τους, και τα ξεκοκαλίζουν καθημερινά στο τραπέζι ανελέητα. Μετά, στο πολύ χαλαρό, ταΐζουν τα ζώα που αγαπούν, με τα απομεινάρια των φαγωμένων. Tragic!
Αμ το άλλο! Από το ρετιρέ είχα πανοραμική θέα και τα έβλεπα όλα. Όλοι τους, γυναίκα, άντρας, δυο παιδιά, είχαν διαρκώς τις μούρες τους χωμένες σε μικρές ή μεγάλες οθόνες. Σπάνια τους άκουγα να μιλούν μεταξύ τους. Και όταν μιλούσαν ήταν θυμωμένοι, μάλλον επειδή δεν κοιτούσαν οθόνες. Ωραία οικογένεια έξυπνων όντων! Προσπαθούσα να με φανταστώ να κοιτάω οθόνες αντί να ζω, βλέποντας τι κάνουν άλλες ντομάτες, και δεν το χωρούσε η συνείδησή μου. Αλλά, πού να καταλάβω εγώ, μια καημένη ντοματούλα χωρίς εγκέφαλο, πώς λειτουργούν όντα που βρίσκονται στην κορυφή της σκέψης και τής τροφικής αλυσίδας; Μάλλον ο εγκέφαλος υπερτερεί της κοσμικής συνείδησης που λειτουργούμε εμείς. Να μην ξεχνάτε ότι είχα και μια επιβίωση να σκεφτώ, όπως και ψυχολογικά θέματα. Τρίφτης ή Χωριάτικη; Ήμουν φρούτο ή λαχανικό; Ιδού οι απορίες.
Μια βρώμικη πατάτα που έμενε στον δεύτερο, λίγο πριν τηγανιστεί βάναυσα, μου είπε ότι άκουσε από έναν παντογνώστη οδηγό Ταξί, ότι μια πρόγονός μου πήγε σε ανθρώπινο δικαστήριο το 1893 και την καταδίκασαν σε λαχανικό. Και έτσι δεν υπέφερα από κρίση ταυτότητας. Δεν θα έλεγα το ίδιο βέβαια για τους ανθρώπους – ή ο εγκέφαλος τους είναι δυσλειτουργικός ή δεν ξέρουν να τον χρησιμοποιούν! Υποθετικά μιλώντας πάντα – έτσι;
Το ίδιο απόγευμα κόντεψα να χάσω τα δώδεκα χρωμοσώματά μου. Η γυναίκα που διάλεγε ποια από μας θα βασανιστεί, με γράπωσε μαζί με τις υπόλοιπες. Αντί για μακελειό, όμως, μπήκαμε πάλι σε σακούλα!
Καθόμασταν στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου και πηγαίναμε για Π/Σ/Κ στο εξοχικό. Δεν πολυέβλεπα έξω, γιατί μαζί μας ήταν δύο ενοχλητικά, πλην όμως, βαρβάτα αγγούρια. Το ένα συνεχώς με άγγιζε με το… μυτερό άκρο του, και ένιωθα να κοκκινίζω ακόμα περισσότερο. Αφήστε τι τράβηξα ώσπου να φτάσουμε. Παντού έβλεπα μεγάλα κτήρια, πολλά αυτοκίνητα και καθόλου δέντρα, κι αναρωτιόμουν πως ζούσανε οι άνθρωποι σε τέτοιο μέρος. Ίσως να ήταν κι ο λόγος που ήταν σκυθρωποί και λυπημένοι.
Στο εξοχικό μάς έβαλαν σε μεγάλο μπολ με απρόσμενη θέα· δυστυχώς, χωρίς τα αγγούρια! Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα θάλασσα και ένιωσα τυχερή που είδα τέτοιο θέαμα. Τα δίποδα ζώα κοιτούσαν πάλι τα κινητά, αντί την γαλάζια ομορφιά απέναντι. Μιλάμε για χοντρό εθισμό, όχι αστεία πράγματα. Αλλά και πάλι, μπορεί να είμαι υπερβολική.
Λίγο αργότερα έφεραν κι άλλες ντομάτες στο μπολ, με ξινισμένες μούρες και τουπέ, που το έπαιζαν ανώτερες επειδή μεγάλωσαν σε θερμοκήπιο. Δεν είχαν γνωρίσει βροχή στην ζωή τους και πουλούσαν και μούρη από πάνω. Μου θύμιζαν.. ανθρώπους με την συμπεριφορά τους. Αλλά το χειρότερο ήταν κάτι ντοματίνια που με έλεγαν ξαδέρφη. Όχι και ξαδέρφη ρε μισοριξιές!
Κάτι κουβέντες της γυναίκας στο κινητό, σηματοδότησαν την μοίρα μας. Άκουσα κοκκινιστό και τότε κατάλαβα πως.. πάω για Τρίφτη. Ωιμέ, αυτό ήταν. Δεύτε τελευταίον κοκκινιστόν! Και όμως, η τύχη, μου χαμογέλασε ξανά. Μας έβαλαν σε σακούλα και ξεκόλλησαν το κοριτσάκι απ’ το κινητό, για να μας πάει στην γιαγιά του που έμενε λίγο παρακάτω. Μας έβαλε στο καλαθάκι τού ποδηλάτου και πήραμε τον θαλασσινό μας αέρα πριν…
Λίγο πιο κάτω αγάπησα τα κινητά. Το κοριτσάκι θεώρησε ότι μπορούσε να ποδηλατεί και να μιλά ταυτόχρονα στο κινητό. Ευτυχώς, δεν μπορούσε. Σωριάστηκε μεγαλοπρεπώς και όλες οι ντομάτες σκορπιστήκαμε κατάχαμα. Μόνο εγώ.. κύλησα μακρύτερα.
Τότε έφτασα στις ρίζες σας, αγαπημένα αγριόχορτα. Όπως είδατε, οι άλλες ντομάτες μαζεύτηκαν απ’ το κοριτσάκι. Αν δεν ήσασταν εσείς, θα είχα γίνει κομμάτια στον Τρίφτη… Μα τα 31.760 γονίδιά μου, σας χρωστάω τη… ζωή μου. Αισθάνομαι ευλογημένη που.. σάπισα ανάμεσα σας! Δεν μου μένει… πολύς χρόνος ακόμα, νιώθω να… σβήνει η κοσμική συνείδηση μου! Έφτασα στον… επίλογο της ιστορίας μου.
Είχα αγάπη.. από οικογένεια και φίλες· ταξίδεψα τέσσερις φορές και.. είδα τον κόσμο· γνώρισα φρούτα και λαχανικά.. που μου.. δίδαξαν πολλά· γνώρισα τον έρωτα.. μ’ ένα αγγούρι· είδα τη θάλασσα· γλίτωσα απ’ του… Τρίφτη τα δόντια· έζησα τη ζωή μου… έως το τέλος.. Διακινήστε την ιστορία μου… στο χωμάτινο διαδίκτυο για να μάθουν όλοι ότι…. με λίγη πίστη… και τύχη… μπορούμε να υπερβούμε τα δίποδα τέρατα ..να χαρεί κι η δόλια βλαστό-μάνα μου. Αν μπόρεσε μια ντοματούλα.. να επιζήσει.. τότε.. όλοι μπορούν! Αγριόχορτα.. ήρθε.. η ώρα να.. σας δω ανάποδα…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής, σε μια άσκηση αναξιόπιστου αφηγητή, τύπου Παπαλάγκι.