του Περικλή Πασχίδη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Είχε μαζευτεί γύρω στο μισό κοπάδι· πάνω από πενήντα άτομα. Όλοι με μάσκες, κουκούλες και κράνη. Είχε έρθει η ώρα που θα παίρναμε εκδίκηση. Θα μαζευόμασταν όλοι μαζί και θα τελειώναμε μια και καλή με τους άλλους. Ολοκληρωτικός πόλεμος.
Ήταν κατακαλόκαιρο, στο πάρκο, σαράντα ένα βαθμοί στις δέκα το βράδυ. Όλοι με σορτς και γυμνοί απ’ την μέση και πάνω· να φαίνονται τα τατού και τα μπλιμπλί κάτω από το δέρμα. Η Δάφνη γυρνούσε με τα βυζιά απέξω. Είχε περάσει ο νόμος και τα γυναικεία βυζιά είχαν πάψει να είναι ντροπή.
Εγώ είχα κάτσει στα σκαλάκια του σιντριβανιού που είχε να δει νερό από την εποχή που έβγαινα από την κοιλιά της μάνας μου. Από πάνω μου τα κλαδιά από τα μισοξεραμένα πεύκα μύριζαν ρετσίνι και σκατά περιστεριού. Φουμάριζα χασίς από το ηλεκτρονικό και περίμενα τον Λαγουδάκη.
Τον είδα τελικά να έρχεται από εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από το αναμενόμενο. Φορούσε κοντό τζιν και φωσφοριζέ ανοιχτό πουκάμισο με καρτούν. Το πρόσωπο, ως συνήθως, ήταν κρυμμένο πίσω από την μάσκα με τον λαγό, φτιαγμένη από απλό χαρτόνι και λάστιχο και βαμμένη με μαρκαδόρους σαν από χέρι πεντάχρονου.
«Άντε ρε Λαγουδάκη!» πετάχτηκα όρθιος σκουπίζοντας τον κώλο μου. «Πού στον πούτσο γύρναγες όλη μέρα και δε το σηκώνεις;»
«Γαμούσα την μάνα σου. Δε’ σ’ τό ’πε;»
«Θα το ξέχασε,» βαρέσαμε τις γροθιές μας. «Με τόσους που πάει κάθε μέρα χάνει τον λογαριασμό.»
Σκάσαμε κι οι δυο στα γέλια. Μας πλησίασε η Δάφνη. Σήκωσε την μάσκα του Λαγουδάκη, ίσα-ίσα να του σκάσει ένα γλωσσόφιλο, και την κατέβασε πίσω στη θέση της.
«Γειά σου, φαγκοτίνι», μου ‘χωσε μια μπύρα στο χέρι.
«Φχαστώ,» της είπα και την άνοιξα. Ο παγωμένος αχνός από το κουτάκι με χτύπησε στην μάπα σαν δυναμίτης. Ήπια μια γουλιά κι ένιωσα τις αμυγδαλές μου να σφίγγονται σαν αρχίδια γυμνά στον βόρειο πόλο. «Για τον Λαγουδάκη δεν έχει;»
Τον κοίταξε και έσκασε ένα χαμόγελο. «Όχι. Τέρμα πια τα “αλλού τρως, αλλού πίνεις, αλλού πας και το δίνεις”».
«Νιώθω ότι έχω χάσει επεισόδια», κοίταξα μια τον έναν μια την άλλη.
«Ολόκληρη σεζόν, αγόρι μου», είπε η Δάφνη.
«Τι λέει ο τρελοβασιλιάς;» ρώτησε ο Λαγουδάκης. «Έβγαλε αρχίδια επιτέλους ή ακόμη τα ψάχνει;»
«Περίμενε -λέει- να ωριμάσουν οι συνθήκες», του είπα αφού κατέβασα το μισό κουτάκι μονοκοπανιά. Ρεύτηκα.
«Και σήμερα ωριμάσανε; Τι άλλαξε; Ευθυγραμμίστηκαν τα άστρα;»
«Έχουν πάρτι τα καργιόλια στην άγκυρα. Κάτι σαν γιορτή; Δε κατάλαβα. Το θέμα είναι πως δε θα το περιμένουν. Νομίζουν πως ακόμη βάζουμε πάγο στις κωλοτρυπίδες μας μετά το τελευταίο φιάσκο».
Με κοίταξε μέσα από την μάσκα του. «Πιάνει ρε αυτό με τον πάγο;»
Ανασήκωσα τους ώμους. «Έχω χώσει πολλά στο κώλο μου· πάγο ποτέ. Κάτι μου λέει πως θα ήταν λάθος…»
«Όταν ήμουν μικρός κι είχα πάει στο χωριό της γιαγιάς μου, χειμώνα καιρό, είχε χιονίσει κι είχα κάνει το κλασσικό να γλύψω μια κολώνα. Μαλάκα, ακόμα ανατριχιάζω όταν το θυμάμαι».
«Και μετά από χρόνια πείσαμε τον αδερφό σου να κάνει το ίδιο,» γέλασα καθώς θυμήθηκα την σκηνή.
Με κάρφωσε στα μάτια και μετά γύρισε το κεφάλι του απότομα αλλού.
«Συγγνώμη», δαγκώθηκα.
«Πολλά λέμε!» φώναξε. Με βήμα γοργό κατευθύνθηκε προς το κοπάδι που όλο και μεγάλωνε. «Τι θα γίνει ρε κωλοτρυπίδια! Θα γαμήσουμε σήμερα ή θα τον φάμε όπως την άλλη φορά!»
Γροθιές σηκώθηκαν στον αέρα. Βρισίδια και ουρλιαχτά. Τον χτύπησαν στη πλάτη, του έδειξαν κωλοδάχτυλο. Κάποιος του τράβηξε το λάστιχο από την μάσκα και το άφησε απότομα. Ο Λαγουδάκης του έριξε κλωτσιά στο καλάμι κι αυτός άρχισε να γελάει και να χοροπηδάει κουτσαίνοντας.
«Καλά τον βλέπω», είπε η Δάφνη.
Γύρισα και την μελέτησα. Είχε βάψει τα μαλλιά σκούρο φούξ και είχε περάσει μεγάλους κρίκους στα βυζιά. Το τατού στο στήθος της έλαμπε και έκανε σε όσους κατέβαζαν το βλέμμα στα βυζιά της ένα μεγάλο κωλοδάχτυλο. Παλιά πίστευα πως η Δάφνη είχε γεννηθεί θυμωμένη. Μετά μεγάλωσα και κατάλαβα πως ο θυμός είναι μικρόβιο που το κολλάς από το περιβάλλον. Η Δάφνη είχε φάει μεγάλη έκθεση στο μικρόβιο από μικρή. Ο Λαγουδάκης το είχε κολλήσει σχετικά πρόσφατα.
Εγώ δεν πίστευα πως ήμουν θυμωμένος. Απλά βαριόμουνα. Ο θυμός των άλλων όμως με τραβούσε σαν μαγνήτης. Τον μύριζα, τον μελετούσα, τον τσιμπούκωνα όπως το καυλί ενός γαμιά και τον κατάπινα.
Ανταλλάξαμε μερικές ακόμη μαλακίες με την Δάφνη. Τελικά την είχαν πετάξει από την σχολή για εκείνη την φασαρία που μας είχε πει. Η μάνα της ολημερίς την έβριζε και της τά ’χωνε. Ο μπαμπάς πουτάνα την ανέβαζε πουτάνα την κατέβαζε. Όμως στο τέλος την χαρτζιλίκωνε, κι όταν έβγαινε το βράδυ για να βοσκήσει της έλεγε: “να προσέχεις, κοριτσάκι μου”, κι αυτή του έσκαζε ένα φιλί στο μάγουλο.
Ακούστηκε η ντουντούκα. Ο βοσκός μάζευε το κοπάδι του. Πλησίασα με τους υπόλοιπους τον βασιλιά που είχε σκαρφαλώσει σ’ ένα τσιμεντένιο παγκάκι. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα καμιά εξηνταριά και βάλε άτομα· κατά πλειοψηφία άντρες.
«Πρόβατα!» άρχισε ο βασιλιάς. Ένας άνδρας μέτριος στο ανάστημα, αλλά πλατύς όσο μια πόρτα. Φορούσε κολλητό πέτσινο παντελόνι που τόνιζε τους γυμνασμένους του μηρούς· το στήθος ακάλυπτο, χωρίς γραμμάριο λίπους. Κατέβαινε σε αγώνες και τα βράδια, σε παράνομες μάντρες, έσπαζε κόκαλα κι έσβηνε ζωές για λίγα φράγκα από τους λεφτάδες.
Πλησίασα ν’ ακούσω καλύτερα. Η ντουντούκα είχε ξεμείνει από μπαταρία.
«Κοντεύει μήνας από το ντου που μας έκαναν οι άγκυρες», συνέχισε με την μπάσα φωνή του. «Ή θά ’πρεπε να πω αγκίστρια;» Γελάκια από κάτω. «Τα μουνόπανα μας την ’πέσαν χωρίς λόγο και χωρίς καμία προειδοποίηση. Και καλά πως κάποιος από μας πείραξε γκόμενά τους. Τα ζώα σκέφτονται και λειτουργούν ακόμα λες κι είναι στο χιλιοχτακόσα! Λες κι οι γυναίκες είναι πράγμα!»
Ακούστηκαν μερικά γιούχα, ιδίως από τις κοπέλες. Η Δάφνη σήκωσε και τα δυο τις χέρια και έκανε κωλοδάχτυλα.
«Μαλακίες, φυσικά. Ψέματα κι απλά μια αφορμή. Το θέμα είναι βέβαια πιο σοβαρό. Πριν απ’ αυτό λεπίδιασαν τον Φάνη για να του φάνε τη θέση. Βγάλανε τα μάτια του Βασίλη και σπάσανε όλα τα δόντια του Κινέζου. Κάθε φορά και με το πρόσχημα πως ήταν προσωπική διαφορά κι όχι πόλεμος».
«Τι είναι πρόσχημα;» ρώτησε ένας που στεκόταν πίσω μου.
«Και καλά δικαιολογία», απάντησε ο σύντροφός του. Τον γνώριζα· σπούδαζε στο Αμερικανικό Κολέγιο κι ο πατέρας του ήταν χειρούργος. Στο δεξί του χέρι έπαιζε μια χοντρή αλυσίδα μηχανής.
Ο βασιλιάς συνέχισε για λίγο ακόμη, μπριζώνοντας το κοπάδι, τσιγκλώντας το με την βέργα. Η αλήθεια ήταν πως καιρό τώρα νιώθαμε κάτι σαν έναν αόρατο κλοιό να σφίγγει γύρω μας. Για χρόνια αυτή η περιοχή μας ανήκε. Αυτό το πάρκο ήταν δικό μας. Εδώ μεγαλώσαμε και πετάξαμε τις πάνες μας. Οι Άγκυρες είχαν το λιμάνι. Δική τους περιοχή και την σεβόμασταν. Όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει και μας πίεζαν καιρό τώρα. Ο βασιλιάς καθυστερούσε και του την μπαίναμε άσχημα. Τώρα όμως είχε φτάσει η ώρα.
«Λοιπόν,» ολοκλήρωσε τον φιλιππικό του ο βασιλιάς μας. «Τα λόγια τέλειωσαν, η υπομονή στέρεψε. Απόψε θα μιλήσει η βία. Απόψε τα μπράτσα μας, οι γροθιές μας, τα μούτρα μας θα βαφτούνε με αίμα!» Γύρισε και κοίταξε το κοπάδι αργά και προσεχτικά. «Δε θέλω να κωλώσετε ούτε στιγμή. Αν διστάσετε, θα χάσετε τα δόντια σας, θα σας βγάλουν τα μάτια, θα σας σπάσουν τη μούρη», κοίταξε προς τον Λαγουδάκη που ξεχώριζε με την μάσκα και τα ψηλά αυτιά του λαγού να πετάγονται από το κεφάλι του. «Αποδείξτε μου πως δεν είστε άχρηστο κρέας, πως μέσα σας κυλάει αίμα κι όχι λάδι μηχανής. Πως είστε σάρκα κι όχι μέταλλα. Πως μέσα σας υπάρχει ψυχή! Θέλω πάθος! Θέλω ορμή! Θέλω να δω ζωή να παλεύει με ζωή!» Σήκωσε το χέρι γροθιά και αμέσως όλο το κοπάδι τον μιμήθηκε κι άρχισε να κραυγάζει σαν ένα οργισμένο θηρίο. Το τέρας είχε ξυπνήσει. Η πείνα το είχε τυφλώσει, κι ο μόνος δρόμος για να χορτάσει ήτανε να βγει κυνήγι.
Βγάλαμε και μοιράσαμε τα όπλα μας· λοστούς, μαδέρια, πέτρες, σιδερογροθιές, μαχαίρια. Τρέξαμε και για πότε βρεθήκαμε στις μηχανές μας δεν το καταλάβαμε ούτε οι ίδιοι.
Οδηγούσα την μηχανή μου, γκάζωνα το χερούλι και έλιωνα τις μπαταρίες της πάνω στον κινητήρα. Εκατόν εξήντα χιλιόμετρα στον περιφερειακό και ήμουν από τους τελευταίους.
«Γκάζωσέ το, ρε φαγκοτίνι!» μου ούρλιαζε ο Λαγουδάκης που καθόταν πίσω μου. «Γίνε άντρας για μια φορά και σπάσ’ το τό γαμίδι!»
Τερμάτισα το χερούλι κι έδωσα μέχρι και το τελευταίο βολτ. Κατάφερα να πλησιάσω την αγέλη.
Όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα, χωρίς να προλάβουν να ειδοποιηθούν από τους σπιούνους τους. Κατεβήκαμε πριν το λιμάνι σε άσχετη διασταύρωση και πιάσαμε δυτικά. Όπως είχαμε συμφωνήσει, χωριστήκαμε σε μικρότερες ομάδες που περνούσαμε από παράδρομους και δρομάκια για να μην δώσουμε εντύπωση.
«Αχ, φαγκοτίνι», μου ‘πε ο Λαγουδάκης σε ένα φανάρι. Είχε πραίτορες που βολτάρανε με το τανκ και το παίξαμε καλοί πολίτες που περιμένανε το πράσινο. «Απόψε θα πληρώσουν για όλα». Έγειρε μπροστά για να μιλάει στο αυτί μου κι ένιωσα τη σιδερόβεργα που κρατούσε στο στήθος να μου πατάει τη πλάτη. «Γι’ όσα φταίξανε και δε φταίξανε. Δε με νοιάζει. Κάποιος πρέπει να πληρώσει για όλ’ αυτά. Έτσι δεν είναι;»
Ένευσα θετικά και παρέμεινα σιωπηλός.
«Δε με νοιάζει τίποτα πια», συνέχισε. «Θέλω να το βγάλω από μέσα μου. Τα πάντα. Όλα. Κάποιος θα την πλήρωνε τελικά», έκανε μια παύση. «Ίσως κι εσύ. Μη μου θυμώσεις, αλλά μου πέρασε από το μυαλό να σε σπάσω στο ξύλο… περισσότερες από μια φορές».
Το φανάρι έγινε πράσινο. Γκάζωσα και το μοτόρι γουργούρισε χαρούμενα καθώς το τάισα αμπέρ.
«Αλλά δε το ’κανα. Γιατί είσαι φίλος μου. Κι εκεί είναι η διαφορά, έτσι δεν είναι; Σκεφτόμαστε πολλές μαλακίες. Όλη την ώρα. Αλλά δε τις κάνουμε! Έτσι δεν είναι, ε, φαγκοτίνι;»
Ξανά σιωπή και μόνο ένα νεύμα.
Τύλιξε τα χέρια του περιπαιχτικά, σχεδόν τρυφερά, γύρω από την γυμνή μου μέση. Ακούμπησε το κεφάλι του στη πλάτη μου. «Είσαι ο μόνος φίλος μου…»
Μου γάμησε την ψυχή. Μου την έκανε σμπαράλια. Μου κατέβασε την βιτρίνα που στόλιζα χρόνια με μπλιμπλίκια για να κρύβομαι πίσω της. Ένοιωσα τα μάτια μου να υγραίνονται πίσω από τη μάσκα του κράνους. Χάρηκα που δεν μπορούσε να τα δει κανείς. Το κλάμα είναι αδυναμία. Η ζωή τους ξεφορτώνεται τους αδύναμους τσάκα-τσάκα. Έτσι μ’ είχαν μάθει οι δικοί μου. Κι είχαν δίκιο!
Σπόταρα μερικά πρόβατα από το κοπάδι μας. Πλησιάζαμε και ενωνόμασταν σιγά-σιγά. Είδα την θάλασσα, τα πλοία στο βάθος, μύρισα το ιώδιο και το πετρέλαιο. Καύλωσα!
Η σκέψη του ξύλου που θα έπεφτε μου έφερνε ζάλη. Αφού δε μπορούσα να πηδηχτώ μ’ αυτόν που ήθελα, θα γαμούσα αυτό που μπορούσα —έστω και στο ξύλο. Ένιωσα τους μυς μου να σφίγγουν· σαν να ετοιμάζονταν, σαν να γνώριζαν για το τι θα γινότανε σε λίγο. Ώρες και ώρες στο γυμναστήριο· είχε έρθει η ώρα να αποδείξω πως τα μπράτσα δεν τα είχα μόνο για να τραβάω γκόμενους από το νετ.
«Πλησιάζουμε», του φώναξα όταν είδα από μακριά την μεγάλη άγκυρα φωτισμένη με προβολείς από κάτω. «Ετοιμάσου!» Άκουσα μουσική να παίζει από μεγάλα ηχεία και το μπάσο να δονεί την άσφαλτο.
Ξεκόλλησε το κεφάλι του από πάνω μου, ίσιαξε την μάσκα του και ζύγισε το σιδερικό στο χέρι του. Καθώς περνούσαμε από μια διάβαση έριξε μια σ’ έναν νεαρό που περίμενε. Τον είδα στον καθρέφτη να σωριάζεται κάτω με τα δυο του χέρια πάνω στο κεφάλι του.
«Καλός!» του γρύλισα.
Άρχισε να γελάει δυνατά.
Διαπίστωσα πως ήμουν πια στην μέση του κοπαδιού. Καμιά εξηνταριά μηχανές όλες να μαρσάρουν τους κινητήρες τους. Κόσμος άρχισε να τρέχει, να φωνάζει, να δείχνει. Είχαν καταλάβει τι έπαιζε να γίνει. Κάναμε ντου!
Ο δρόμος είχε κλείσει από παρατημένες μηχανές και κόσμο· δεν είχε αλλού να πάω. Κατέβηκα από τη μηχανή. Έβγαλα το κράνος κι άρπαξα την σιδερόβεργα που μου έτεινε ο Λαγουδάκης. Την γράπωσα καλά-καλά κι όρμησα στον χαμό.
Τριγύρω μου ένα πανδαιμόνιο. Μουσική από τα ηχεία, φωνές από δω κι από εκεί. Δικοί μας και δικοί τους· να φωνάζουν, να δίνουν εντολές, να καταριούνται, να βρίζουν ό,τι υπήρχε.
Κατέβασα το σίδερο σ’ έναν χοντρό. Του τσάκισα τον ώμο. Το κατάλαβα από τον ήχο και την αίσθηση του σίδερου στο χέρι μου. Κατέρρευσε ουρλιάζοντας και φτύνοντας κάτι που μέχρι πριν λίγο μασούλαγε. Όρμησα στον επόμενο. Ένας τύπος ένα κεφάλι ψηλότερός μου με μακριά μαλλιά και μούσι τράγου. Πήγε να με χτυπήσει στα μούτρα. Γονάτισα και μου έξυσε το κεφάλι. Του έδωσα μια με το σίδερο ανάμεσα στα πόδια. Δεν είχα αρκετή ορμή για να κάνω πολύ ζημιά, όμως ο τρόμος για τα καλαμπαλίκια του τον έκανε να σκύψει και να βάλει μπροστά τα χέρια του. Τέλεια. Στροφή α-λα-πιρουέτα και το σίδερο στα πλάγια του κεφαλιού του. Διάνα! Σχεδόν μου έφυγε το γαμίδι από το χέρι. Τον είδα να σωριάζεται στο χώμα. Γέλασα δυνατά.
«Γαμιόλι!»
Καλά που το φώναξε ο μαλάκας και πρόλαβα να κάνω στην άκρη· αν δεν το είχα κάνει θα είχα φάει την μπουνιά ακριβώς πίσω στον λαιμό. Τώρα απλά μου βάρεσε το αυτί κι ο κόσμος άρχισε να σφυρίζει δυνατά και μονότονα.
Ξανά πιρουέτα.
Με περίμενε κι είχε σηκώσει το χέρι του. Κρατούσε ένα σπασμένο πόδι καρέκλας που έφαγε όλη την δύναμη που είχα βάλει στο χτύπημα.
Είδα τα δόντια του καθώς χαμογελούσε. Ήταν κάτασπρα και ίσια. Όμορφο στόμα. Για φίλημα.
Έκανε να μου ορμήσει και έκανα ένα άλμα πίσω. Έσκασα πάνω σε κάποιον. Δικός μας, δικός τους; Δεν είχε σημασία. Δεν είχα πού να πάω· μόνο μπροστά.
Με το σίδερο προσπάθησα να τον χτυπήσω στο γόνατο. Το πίστεψε και έκανε να το προστατέψει. Είχα την γροθιά μου έτοιμη και του την έσκασα δίπλα στο μάτι. Το στόμα ήταν καλύτερος και ευκολότερος στόχος… Αλλά…
Αυτό με τσάτισε περισσότερο· τ’ ό,τι ήταν όμορφος. Ότι έκανα πρόστυχες σκέψεις για πάρτι του. Ότι δεν υπήρχε περίπτωσή ποτέ…
Ζαλίστηκε. Του κατέβασα δεύτερη μπουνιά, και τρίτη. Του γάμησα τη μάπα· όλη εκτός από το στόμα. Τελικά σωριάστηκε προς τα πίσω με τα μάτια να γυρνάνε στις κόγχες τους.
Σταμάτησα να πάρω μια ανάσα. Κοίταξα τριγύρω μου. Μια θάλασσα από κορμιά που δέρνονταν. Μάτια οργισμένα, δόντια γυμνωμένα, γροθιές σφιχτές, σάλια, ίδρωτας και αίμα να ψεκάζουν τον τόπο.
«Σε θυμάμαι πουστράκο!»
Αυτή τη φορά δε πρόλαβα. Ο τύπος κατέβασε το μπουκάλι στο κεφάλι μου κι αυτό έσπασε λούζοντάς με μέ γυαλιά και βότκα. Για λίγο ο ορίζοντας στράβωσε κι η βαρύτητα με τράβηξε δυνατά προς τα κάτω. Κάποιος σκόνταψε πάνω μου. Συνήλθα κάπως και κατάφερα να αποφύγω την γροθιά που είχε σκοπό να μου τσακίσει την μύτη. Την ωραία γαλλική μυτούλα που είχα πάρει από την γιαγιά μου, όπως μ’ έλεγε η μάνα μου παλιά.
«Το μουνί που σε πέταγε!» έφτυσα κι όρμησα στον τυπά. Αν με ρωτούσανε σήμερα πως έμοιαζε, τι φορούσε και τα λοιπά, δε θα μπορούσα να απαντήσω. Ήξερα απλά πως εκεί ήταν κάποιος. Κι αυτός ο κάποιος ήταν η πηγή όλων μου των προβλημάτων, όλης μου της γκαντεμιάς, της δυστυχίας, της απελπισίας και της παραίτησής μου.
Και ήθελα να τον καταστρέψω!
Να γλιτώσω!
Να σωθώ.
Αρκεί να τον γαμούσα τον πούστη και να τον έχωνα στο χώμα!
Ήταν τόσο γαμημένα απλό!
Ένιωσα το βάρος του σιδερικού στο χέρι μου. Το σήκωσα και πήγα να κάνω το γνωστό κόλπο του αντιπερισπασμού. Δεν έπιασε. Το γράπωσε και μου το τράβηξε από τα χέρια. Σαν να μου ‘κλεβε γλειφιτζούρι στο σχολείο. Τώρα αυτός είχε το σιδερικό κι εγώ τ’ αρχίδια μου· μαζεμένα βαθιά μέσα στο σώμα μου.
«Θα στο χώσω στο κώλο, πουστράκο!» μου φώναξε. «Ξέρω θα σ’ αρέσει!»
Μου όρμηξε. Πήγε να με βαρέσει από δεξιά. Πήγα να κάνω αριστερά.
Γύρισε το σιδερικό με μια επιδέξια στροφή που δεν περίμενα. Ίσως ούτε αυτός να το περίμενε. Άλλα έπιασε και με πέτυχε στα πλευρά.
Τα ένοιωσα να σπάνε. Δε χρειαζόταν να δω καμιά ακτίνα, να νιώσω κανένα χέρι. Τα άκουσα να σπάνε —κυριολεκτικά!
Προσπάθησα να ουρλιάξω μα δε βγήκε τίποτα από το στόμα μου. Ο πόνος μου βίασε το μυαλό. Κάθε τι έπαψε· δεν άκουγα τον χαμό, δεν έβλεπα την σάρκα που παλλόταν ολούθε γύρω μου, δεν μύριζα την ψαρίλα και τον ιδρώτα. Μόνο ένοιωθα. Σαν κάτι πυρωμένο να είχε περάσει μέσα από το κορμί μου. Τα πόδια μου γίνανε ζελές. Ένοιωσα τα γυμνά μου γόνατα να γδέρνονται στο τσιμέντο.
«Βρήκες την φυσική σου θέση, βλέπω», μόνο την φωνή του άκουσα· δεν τον έβλεπα. «Κρίμα που δε γουστάρω πουστάρες», συνέχισε. Η όρασή μου ξεθόλωσε κάπως. Είδα το χέρι του ψηλά, να κρατάει κάτι μακρύ και λεπτό.
Αυτό ήταν. Θα μου έλιωνε το κεφάλι. Γέλασα. Μου φάνηκε τόσο αστείο. Για μια στιγμή —μόνο!— ήθελα να τελειώσουν όλα. Ένοιωθα τόσο κουρασμένος…
Ο τύπος τραντάχτηκε. Έβγαλε μια κραυγή πόνου και το σίδερο τού έπεσε από το χέρι κι έσκασε ακριβώς δίπλα μου.
Ο Λαγουδάκης!
Του είχαν σκίσει το πουκάμισο και του είχαν χαράξει το στήθος. Μια διαγώνια κόκκινη γραμμή έτρεχε αίμα που κυλούσε στο τζιν και στο πόδι του. Η μάσκα ήταν απείραχτη· μόνο λίγο πιτσιλισμένη με αίμα.
«Γαμημένε…» γρύλισε ο τύπος κι έκανε να του ορμήσει.
Ο Λαγουδάκης, αν και μικρόσωμος, ήταν σβέλτος και επιδέξιος. Του έσκασε μια κλοτσιά στον αστράγαλο που τον κλόνισε ολόκληρο. Είδα τον τύπο να καταρρέει σε αργή κίνηση και να σκάει στα γόνατα. Ποιος είναι τώρα στην φυσική του θέση;
«Τι κάθεσαι ρε φαγκοτίνι!» μου φώναξε ο Λαγουδάκης πίσω από τη μάσκα. «Λειώστονα τον γαμιόλη!»
Το χέρι μου βρήκε τη βέργα στα τυφλά. Την έπιασα τόσο δυνατά που έπαθε κράμπα ο καρπός μου. Σηκώθηκα όρθιος και σημάδεψα. Την κατέβασα με ορμή και ήξερα πως όλα είχαν τελειώσει για τον τυπά. Ένοιωσα το κρανίο του να τσαλακώνει όπως όταν βαράς την λαμαρίνα. Αίμα με πιτσίλισε μαζί με κομματάκια ροζοπού κρέατος.
Μυαλά…
Μυαλά!
Και τα μυαλά στα κάγκελα!
Δε θυμάμαι πολλά. Ξαναμπήκα στο χορό και συνέχισα το ξύλο. Το μόνο που θυμάμαι με απόλυτη βεβαιότητά ήταν πως είχα στύση. Με πονούσε ο πούτσος όπως τέντωνε το ύφασμα στα σκέλια μου. Βαρούσα και με βαρούσαν, έβριζα και μ’ έβριζαν, έφτυνα και μ’ έφτυναν.
Κάποια στιγμή το τοπίο άρχισε να αραιώνει. Σκόνταφτα συνεχώς σε πράγματα.
Κορμιά! Δεκάδες κορμιά. Δικά τους και δικά μας. Μέσα σε λίμνες αίματος! Το τσιμέντο γεμάτο κόκκινες στάμπες από μπότες και πατούσες.
Και τότε τον είδα.
Ανάμεσα στα υπόλοιπα κορμιά.
Η κραυγή μου έσκισε τον ήδη πληγωμένο πνεύμονα. Η όρασή μου θόλωσε από τα δάκρυα. Το ήξερα. Με το που τον είδα, ήξερα. Είναι βαθιά μέσα μας η γνώση. Ξέρουμε πότε αυτό που βλέπουμε είναι ζωντανό ή όχι.
Ο Λαγουδάκης δεν ήταν πια ζωντανός.
Βρέθηκα δίπλα του. Έπεσα στα ήδη πληγιασμένα μου γόνατα. Τον τράνταξα, τον σκούντηξα, του ούρλιαξα. Κρέας νεκρό· ζεστό ακόμα. Φώναξα και ξαναφώναξα τ’ όνομά του. Σαν επίκληση, σαν προσευχή. Σε ποιόν θεό όμως; Είχα χρόνια πάψει να πιστεύω σ’ οτιδήποτε.
Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο μου. Το γράπωσα δυνατά κι όπως πετάχτηκα να βαρέσω κόντεψα να το σπάσω· ήταν υπερβολικά λεπτό για άντρα…
«Δάφνη;»
Μια πληγωμένη αμαζόνα. Τα μαλλιά της λερωμένα με αίμα και βρωμιά. Κάποιος της ξέσκισε την ρόγα τραβώντας τον κρίκο και τώρα κρεμιότανε σαν κομμένη πέτσα. Είχε δαγκωματιές και γδαρσίματα.
«Ο… Ο… Λαγου… Ο…» της έδειξα.
«Το ξέρω. Τον είδα. Αυτός ο γαμιόλης», έδειξε ένα πιτσιρικά ξαπλωμένο παραδίπλα.
Πλησίασα. Ζωντανός! Τον μελέτησα και απόρησα. Έδειχνε πολύ μικρός. Δεκατρία, δεκατέσσερα; Αποκλείεται δεκαπέντε! Στούμπος. Τον σκούντηξα με το πόδι και κουνήθηκε. Έτρεχαν αίματα από την μύτη και τ’ αυτά του. Τα ρούχα του ένα μάτσο χάλια. Είχε ξυρισμένο κεφάλι με ρετρό μοϊκάνα. Η Δάφνη μου έδειξε στο χέρι του. Κρατούσε ακόμη το σουγιά. Κοίταξα τον Λαγουδάκη. Έψαξα και εντόπισα τις τρύπες από το λεπίδι. Ήταν πολλές. Σήκωσα το σίδερο και κώλωσα… μόνο για μια στιγμή. Το κατέβασα στο κεφάλι του. Άνοιξε τα μάτια του και είδα μέσα τους τον τρόμο. Έκανα δισκονέκτ!
«Σκότωσες τον Λαγουδάκη!» ούρλιαξα και ένοιωσα τον λαιμό μου να σκίζεται. Κατέβασα το σίδερο ξανά. «Τον Λαγουδάκη, μαλακισμένο!» Ξανά. «Τον Λαγουδάκη!» Ξανά. «Τον Λαγουδάκη!» Αίμα. «Τον Λαγουδάκη!» Σπασμένο οστό. «Τον Λαγουδάκη!» αίμα και κομμάτια σάρκας.
Όταν η Δάφνη μ’ ακούμπησε και μ’ έβγαλε από την έκστασή μου, ένοιωσα το μπράτσο μου να πονάει. «Πάμε», είπε μονότονα. «Έρχονται πραίτορες».
Έπιασα επαφή με τον κόσμο γύρω μου. Όσοι ήταν ακόμη όρθιοι είχαν αρχίσει να την κάνουνε. Μηχανές γκάζωναν και σκορπούσαν από δω κι από κει.
«Ο Λαγουδάκης…» ψιθύρισα.
«Πήρες εκδίκηση», μου είπε και μου τράβηξε πιο δυνατά το χέρι. «Σήκω, φαγκοτίνι! Εκτός κι αν θες να βρεθείς φυλακή να σε γαμάει όλη η πτέρυγα! Σήκω το κέρατό μου!»
Σηκώθηκα και κοίταξα τον Λαγουδάκι. Έκανα ένα βήμα προς το μέρος του. Η Δάφνη με τράβηξε δυνατά. «Μην είσαι μαλάκας!» σχεδόν έκλαψε.
«Μισό, γαμώ το!» της ούρλιαξα και την τίναξα από πάνω μου με δύναμη. Έσκασε κάτω με τον κώλο της βγάζοντας μια κραυγή.
Έσκυψα και έριξα μια τελευταία ματιά στον παιδικό μου φίλο. Αυτό το κορμί, αυτή την φωνή, αυτά τα μάτια… Δε θα τά ’βλεπα πότε ξανά;
Έπιασα με προσοχή τη μάσκα και την τράβηξα. Βγήκε απρόσμενα εύκολα. Το λάστιχο μου χτύπησε το χέρι. Κοίταξα το πρόσωπο από κάτω. Όμορφο κι αγαπημένο, όπως το θυμόμουν. Μόνο η μύτη που είχε κολλήσει λίγο στραβά αντίκρουε την μνήμη μου.
Η Δάφνη είχε σηκωθεί πάλι όρθια. Κοίταζε πανικόβλητη τριγύρω της τις τελευταίες μηχανές να φεύγουν αφήνοντας πίσω τους να σβήνουν κόκκινες γραμμές.
«Φαγκοτίνι! Σε παρακαλώ!»
Μου έπιασε το χέρι. Αφέθηκα και με έσυρε όπως με έσερνε κάποτε η μαμά στον παιδικό.
Μηχανικά, χωρίς να το σκέφτομαι, καβάλησα την μηχανή και με το που ακούμπησα τα δάχτυλά μου στην μανέτα πήρε μπρος. Η Δάφνη καβάλησε πίσω μου και τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω από τη μέση μου. Η αίσθηση των βυζιών της στην πλάτη μου ήταν κάτι πρωτόγνωρο που δεν είχα ξανανιώσει.
«Γκάζωσε το!» ούρλιαξε.
Γύρισα την μανιβέλα στο τέρμα. Τάισα ρεύμα τον κινητήρα κι ένοιωσα την πίσω ρόδα να λειώνει στην άσφαλτο κι την μπροστινή να σηκώνεται στον αέρα.
Δίπλα μας φώτα, άνθρωποι, κτήρια και οχήματα· όλα θολές γραμμές που περνούσαν από την περιφερειακή μου όραση. Μπροστά μου μόνο η αλήθεια.
Νεκρός.
Ο Λαγουδάκης.
Νεκρός.
Πήρα την παραλιακή και έπιασα εκατό πενήντα. Προσπέρασα κάνα δυο δικούς μας με σκισμένα ρούχα· κορμιά λερωμένα γεμάτα πληγές και αίμα. Μας κάνανε το σήμα της νίκης.
Κάτι τους είπε η Δάφνη. Εγώ ήμουν αλλού.
«Πάνε από εκεί», μου έδειξε η Δάφνη.
«Πού πάμε;»
«Απλά ακολούθα τις οδηγίες μου και ξέρω εγώ».
Από εδώ, από εκεί, ευθεία, στρίψε, ακολούθα… βρεθήκαμε στα προάστια. Καταλήξαμε σ’ έναν μισοφαγωμένο λόφο, παλιό νταμάρι.
Έσβησα τη μηχανή και κάτσαμε κάτω από ένα ξεραμένο δέντρο. Μείναμε σιωπηλοί για ώρα. Στο βάθος, τα φώτα της πόλης έκρυβαν τα αστέρια· οι ουρανοξύστες αναβόσβηναν τα κόκκινα φωτάκια στις κεραίες τους· αεροπλάνα και ντρόουνς περιφέρονταν στον ουρανό.
Στο μυαλό μου έρχονταν κι έφευγαν μνήμες με τον Λαγουδάκη. Η γνωριμία μας στο νηπιαγωγείο, οι πρώτες τάξεις του δημοτικού, η πρώτη κοπάνα, η πρώτη βόλτα με μηχανή, τα μπάνια μας στη θάλασσα όπου είχα κοντέψει να πνιγώ, η χαρά του όταν είχε γεννηθεί ο αδερφός του, τα σχέδιά του για το μέλλον, η πρώτη του γκόμενα, η πρώτη μου φορά με αγόρι στο δωμάτιό του όταν έλειπαν οι γονείς του, οι τελευταίες τάξεις στο τεχνικό, η αρρώστια του αδερφού του, ο θάνατος, η μάσκα με το λαγουδάκι το τελευταίο πράγμα που του είχε δώσει ως δώρο.
Δεν είχα καταλάβει ότι έκλαιγα μέχρι που η Δάφνη σκούπισε τα δάκρυά μου. Στα χέρια μου κρατούσα την μάσκα.
Έκανε να την πάρει από τα χέρια μου μα δεν την άφησα· την έσπρωξα και την φόρεσα. Για πρώτη φορά είδα τον κόσμο όπως τον έβλεπε καιρό τώρα ο φίλος μου.
Η Δάφνη χάιδεψε το στήθος μου και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου. Το πρόσωπό της μια μάσκα μαινάδας φτιαγμένη από αίμα, δάκρυα και βρομιά.
Μείναμε εκεί, ξαπλωμένοι, σιωπηλοί.
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που πηδήχτηκα με γκόμενα.
Όταν φύγαμε το πρωί, γκάζωσα την μηχανή και οδήγησα με τσίτα τα γκάζια μέχρι ο αέρας να μου πάρει την μάσκα από το πρόσωπο. Την είδα από τους καθρέφτες να χορεύει μόνη της στον άνεμο, σαν κάποιος να έπαιζε μαζί της.
–ΤΕΛΟΣ–
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το αυτόνομο δεύτερο μέρος, με ήρωα το Φαγκοτίνι, εδώ Το βαπόρι (η συνέχεια του Λαγουδάκη) – Γελωτοποιός (sanejoker.info)
Το διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής