από τον Κεβ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Βλέπεις. Βλέπεις μα δε κοιτάς. Δυο μάτια, δυο χέρια, δυο αρχίδια. Τρία πόδια. Βλέπεις ξανά, και δε καταλαβαίνεις, γιατί έχεις κάτσει πάλι, μπροστά σ’ αυτόν τον ηλίθιο καθρέφτη. Κάθε μέρα η ίδια χαρακτηριστική σκηνή. Βγαίνεις απ’ το ντους, σκουπίζεσαι, ξύνεσαι, χαϊδεύεσαι. Πιάνεις πάλι το καυλί σου. Άστο επιτέλους σου λένε, προέκταση της σκέψης σου έχει γίνει. Και δε θα καταλάβεις ποτέ, γιατί ήταν τόσο κακό, ντροπιαστικό, ανήθικο, να σκέφτεσαι όλη την ώρα πέη και μουνιά, βυζιά και κώλους. Μπούτια και αφαλούς. Ναι, αφαλούς.
Μετά τη γιορτή της ασημαντότητας, σου έκατσε στο νου ότι όλο και κάτι θα ξέρει αυτός ο Κούντερα, ρε μαλάκα. Είναι το νέο σύμβολο της σεξουαλικότητας, αυτού του παράξενου όρου, του sex appeal, που ψάχνοντας τη μετάφραση βρίσκεις τον όρο σεξουαλική έλξη, ο οποίος δεν ικανοποιεί την αισθητική του δικού σου σεξουαλικού κόσμου, λες οκ, εντάξει να προσπαθήσω να δω τις γυναίκες με άλλο μάτι. Με του αφαλού το μάτι. Όχι όμως, προφανώς και όχι, δε μπορείς να γλιτώσεις απ’ τη χυδαιότητά σου, η προσωποποίηση της τοξικής αρρενωπότητας είσαι, πιθανές ερωμένες ήταν, είναι και θα είναι πάντα, πάντα, γιατί σιγά, τι καλύτερο μπορούν να γίνουν, σεξουαλικά αντικείμενα μόνο, που οφείλουν να υποταχθούν στη κάθε βιτσιόζικη ηδονιστική σου επιθυμία. Μέρα νύχτα. Σε μια ατέρμονη λούπα.
Κάποιο πρόβλημα έχω λες, δε γίνεται αυτό το πράγμα συνέχεια. Και ρωτάς φίλους, γνωστούς και άγνωστους, σταματάς άκυρους στο δρόμο, φίλε να σου κάνω μια ερώτηση, σκέφτεσαι κι εσύ μέρα νύχτα μουνιά και καυλιά, τσιμπούκια και πισωκολλητά, ασταμάτητα, ώρες ατέλειωτες; Φύγε, ρε μπρο, από εδώ πέρα θα σου πει ο ένας, όχι φιλαράκι θα σου πει ο άλλος, «Ε;», θα σε κοιτάξει ένας τρίτος στραβά, και θα ψάξει τις κάμερες, κρυμμένες πίσω από καμιά γλάστρα του Μπακογιάννη, η κάναν πράσινο στα Εξάρχεια (επίσης του Μπακογιάννη).
Δεν είμαι τόσο επιφανειακός ρε παιδιά, θα προσπαθήσεις να πείσεις φίλους και φίλες, έχω κι εγώ συναισθηματικό IQ, δεν είμαι αυτό που νομίζετε, μια φορά στη Δευτέρα λυκείου, (μια φορά), ερωτεύτηκα όντως, αγάπησα και τυραννήθηκα, έπεσα στα πατώματα, στα κρεβάτια, για μήνες ολόκληρους ονειρευόμουνα ότι πέθαινα, σα τον Μοντάνα, με αυτή την εκστατική έκρηξη μίσους που είχε, προς όλους και όλα, προπάντως προς εσένα. Δεν είναι συναισθηματισμός αυτό;
Δε μετράει η πρώτη ρε μαλάκα, θα σου πούνε, παιδάκι ήσουνα, τι καταλάβαινες δηλαδή από αγάπη και έρωτα; «Γιατί καταλαβαίνω τώρα; Αρχίδια.» θες να τους πεις, αλλά δε τολμάς, νιώθεις ήδη το βλέμμα τους, στο λαιμό να σου ‘χει κάτσει, σα το ψαροκόκαλο της γιαγιάς το καλοκαίρι το προπέρσινο, που επί τρείς μέρες, τσίμπαγε και ξανατσίμπαγε, είτε Ψαρού, είτε Ορνό, είτε Πλατύ γιαλό κι αν βούταγες.
Και το χειρότερο; Δε πλησιάζεις. Καμιά τους. Παραείσαι περήφανος για να αφεθείς στο προσεξουαλικό παιχνίδι που ονομάζεται φλερτ, έχω σημαντικότερα πράγματα να κάνω, άμα με γουστάρει ας έρθει αυτή, ζούμε στη μεταφεμινιστική εποχή, ας πάρουν αυτές τα ηνία επιτέλους. Πόσο διασκεδαστικό είναι, να σε ξεσκεπάζεις, να έχεις αυτή τη σπουδαία ικανότητα να δικαιολογείς τις πράξεις σου σύμφωνα με έναν αόριστο, δικό σου ηθικό κανόνα, γνωρίζοντας βέβαια στη πραγματικότητα πως όλα αυτά δεν είναι παρά φούμαρα που πουλάς εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου, μη τυχόν και σου πέσει το καυλί το περήφανο στο πάτωμα.
Βλέπεις. Βλέπεις μα δε κοιτάς. Έχεις ανοίξει διάπλατα τα μάτια σου και τα εξετάζεις. Ένα-ένα όμως αυτή τη φορά. Αυτά μπορούν να γίνουν προέκταση της σκέψης σου εν τέλη. Είναι κιόλας θα σου πει κάποιος. Και σκέφτεσαι, όλες εκείνες τις φορές που κοίταζες γκόμενες στο δρόμο, από πάνω μέχρι κάτω, επιβλητικά κι επίμονα, όπως σε κοίταζε πριν χρόνια αμέτρητα αυτή η αδερφή, που παίζατε μπάλα μαζί, στο γάμα το τοπικό τότε, εσύ στα δεκατέσσερα, (αυτός στα τριάντα; ), αλήθεια πως βρέθηκε αυτή εδώ, σκεφτόσουνα.
Και έτρεμες, έτρεμες όταν καθόταν δίπλα σου και άπλωνε χέρι να σ’ αγκαλιάσει, να σ’ αγγίξει, να στραγγίξει το τελευταίο ίχνος κατανόησης που σου ‘χε μείνει απέναντι στα του είδους του, και μετά, μετά θα πέταγε τη ψωλή του έξω, όπως κάναν όλοι άλλωστε, για να μπει στο ντους. Γιατί δε κάνεις μπάνιο μαζί μας ρε; Φοβάσαι; Σιγά τι φοβάσαι, δε θα σου φάμε το πουλάκι. Γέλαγες, γιατί τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις, τι να έλεγες, μόνος ήσουν, μόνος εσύ κι είκοσι αυτοί, αφήστε τον ήσυχο ρε μαλάκες, θα έλεγε ο Νίκος πάνω στη φάση, αλλά η φάση δυστυχώς ήταν πέραν οποιασδήποτε σωτηρίας.
Γάμησέ τους ρε. Μη τους δίνεις σημασία, θα μου ‘λεγε, και μετά θα ’βλεπα τον Τάκη τον μικροψώλη, να την κρύβει ανάμεσα στα μπούτια, να το παίζει Λουλα, κι από κάτω ένα κοινό σε παραλήρημα, σα τις χαμένες ψευδαισθήσεις του Μπαλζάκ, που ’ταν πληρωμένο να χειροκροτεί τη Λουλα-Τακη, και αμέσως μετά να γιαουρτώνει την αδερφή που βγήκε με το ροζ μαγιό-σλιπάκι. Πάω σε πάρτι στα ΒΠ ρε μαλάκες. Τι θέλετε να φορέσω; Όντως τι καλύτερο θα μπορούσε να φορέσει, μιας και τώρα που τον θυμάσαι μετά από χρόνια, σου ’χει μείνει χαραγμένη η εμβληματική εικόνα, ήταν αυτό που τον εξέφραζε απόλυτα, ένα με το είναι του, τίποτα καλύτερο δεν υπήρχε. Απολύτως τίποτα.
Και σκέφτεσαι, αχ τι θα γινόταν, να τό ‘χα κι εγώ εδώ μαζί μου τώρα, να το δοκίμαζα; Θα μου πήγαινε μάλλον.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Κεβ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Τomas Dworzak