από την Ελένη Δημητροπούλου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Je voudrais trouver l’amour, simplement trouver l’amour…» σιγοτραγούδησε η Μαρία. Ύστερα φώναξε. «Άντε πάλι τα ίδια. Κάθε φορά με την ίδια σειρά. Πρώτα δαγκώνω τα χείλη. Ύστερα ξεριζώνω δυο τρίχες απ’ το δεξί φρύδι. Και μετά μουρμουράω αυτό το τραγούδι». Κοίταξε τα ντουλάπια της κουζίνας, αναρωτήθηκε πού να είχε βάλει την κατσαρόλα. «Από που ξετρύπωσε αυτή η μαλακία. Δεν το έχω ακούσει ποτέ ρε Γιώργο αυτό το τραγούδι.»
«ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ», ακούστηκε το γέλιο του πίσω της. «Ρε Μαράκι, σοβαρά; Σοβαρά δεν ξέρεις αυτό το τραγούδι;»
«Όχι. Πάλι τα ίδια; Διαγωνισμός; Δεν το ξέρω».
Η Μαρία δε φαινόταν να διακρίνει τις γλυκές νότες στη φωνή του και κάθε του λέξη έμοιαζε να την ηλεκτρίζει ακόμα περισσότερο.
«Μαράκι, τι μάθημα δίνεις αύριο;»
«Φυσική τρία… Γιατί, θα με βοηθήσεις; Αφού είσαι σκράπας».
«Μμμ, εγώ είμαι του φιλολογικού, Μαριμπουλιώ. Δεν είμαι σκράπας όπως λες. Το μυαλό μου λειτουργεί διαφορετικά. Θύμισέ μου αύριο, να σου δείξω εκείνο το βιβλίο με τα διαφορετικά είδη νοημοσύνης».
«Καλά», είπε η Μαρία κι άνοιξε το πρώτο ντουλάπι.
«Μαράκι, θυμάμαι πως πάντα αγχώνεσαι με τη Φυσική».
«Ε, και; Εσύ δεν αγχώνεσαι ποτέ;», είπε κι έκλεισε το ντουλάπι με φόρα.
«Ναι. Κι όταν αγχώνομαι τσαλακώνω χιλιάδες χαρτάκια». Πήρε μια κόλλα Α4 από το τραπέζι και συνέχισε. «Μάλλον, πρώτα τα σκίζω σε μικρές μικρές λωρίδες», είπε καθώς έσκιζε την κόλλα κάθετα σε λεπτές λωρίδες. «Κι ύστερα μία μία τις τσαλακώνω». Τσαλάκωσε μια λωρίδα και την έσφιξε στο χέρι του. «Παλιά τις μασούσα κιόλας. Ευτυχώς στην ενήλικη ζωή ξεκίνησα διατροφή και το σταμάτησα.» Με μια γρήγορη κίνηση πέταξε το τσαλακωμένο χαρτάκι προς τα πίσω, πάνω από το κεφάλι του και αυτό προσγειώθηκε στο καλαθάκι των σκουπιδιών. «Μμ, καλά θα σε αφήσω να διαβάσεις, έτσι κι αλλιώς θα πάω σινεμά, αλλά αν θέλεις να σου πω για το τραγούδι.»
«Ξερόλα», φώναξε η Μαρία
«Όχι… Απλά, το μαθηματικό σου μυαλό δεν άφησε χώρο πέρα από θεώρημα Μπολζάνο, για αναμνήσεις. Και τώρα μου θυμώνεις που εγώ έχω κρατήσει και μερικούς συνδετικούς κρίκους με το παρελθόν και δεν είμαι μόνο dum spiro spero… Η μητέρα μας».
«Η μητέρα μας; Τι εννοείς;» είπε με πιο ήρεμη φωνή.
«Η μητέρα μας τραγουδούσε αυτό το τραγούδι, γι’ αυτό το θυμάσαι… Στην πραγματικότητα δεν το άκουσες ποτέ στο ραδιόφωνο ή σε κασέτα. Μόνο από τα χείλη της.»
«Μα δεν ξέρω καν τι σημαίνει, ρε Γιώργο». Τα μάτια της είχαν αρχίσει να κλαίνε.
«Έλα Μαράκι, η μαμά πάντα σε τάραζε και σε γαλήνευε ταυτόχρονα. Φουρτουνιασμένη νηνεμία την έλεγε ο μπαμπάς, θυμάσαι;»
«Εμένα μου θύμιζε παγοδρόμιο. Κάθε φορά που έβλεπα παγοδρόμιο έτρεχα με χαρά, και με το ένα, με το δύο, με το τρία, πάρτην κάτω σαν καρπούζι… Να σέρνομαι απ’ τη μία γωνιά στην άλλη, κι ύστερα κλάμα, λυγμό και οδυνειρμό».
«Χα, χα, οδυρμό, Μαριμπουλιώ».
«Έτσι κι η μάνα μας. Κάθε φορά να μην μπορώ να απολαύσω το χάδι της. Κλάμα, πίκρα, θυμό, πακέτο με τη χαρά μου… Μίλησες ποτέ αληθινά μαζί της, Γιώργο; Πρόλαβες εσύ; Εσύ που ωρίμασες νωρίτερα από εμένα; Ήθελα να τη ρωτήσω, ρε Γιώργο, ήθελα να τη ρωτήσω γιατί τα έκανε όλα αυτά γαμώτο. Κι αν ήταν να τα κάνει εμάς τι μας ήθελε;»
«Μαριμπουλιώ…»
«Και σταμάτα τα Μαριμπουλιώ, Μαριμπουλιώ! Δεν είμαι πια δώδεκα».
«Δεν πρόλαβα να της μιλήσω, γλυκιά μου. Αλλά δεν θα είχε κάτι να μου πει, παρά… Συγγνώμη, δε θα το ξανακάνω».
«Και θα το ξανάκανε», είπε σχεδόν μέσα από τα δόντια της η Μαρία.
«Έτσι ακριβώς».
Ένα ήχος σαν τρίξιμο στο τραπέζι τους διέκοψε.
«Ο μπαμπάς! Ε, και γιατί δεν το σηκώνεις;»
«Θα το σηκώσω αλλά φοβάμαι».
«Τι φοβάσαι;»
«Ε, να, ο μπαμπάς ποτέ δεν παίρνει πρώτος. Καλομαθημένος. Περιμένει να τον πάρεις εσύ, να δείξεις ενδιαφέρον».
«Ναι, αλήθεια είναι αυτό. Νομίζω πως του έλειψε κι εκείνου το χάδι, όπως και σε εμάς».
«Έχω μια θεωρία», είπε η Μαρία. «Ο μπαμπάς με παίρνει τηλέφωνο κάθε φορά που..»
«Που δίνεις Φυσική», τη διέκοψε. «Γι’ αυτό αγχώθηκες κι άρχισες τα δαγκώματα, τα ξεφρυδιάσματα και τα τραγούδια;»
«Ρε μαλάκα, λες; Του το ‘χα πει ότι έχω εξεταστική. Λες;» Κοίταξε σκεπτική την άδεια κατσαρόλα. «Εγώ που νόμιζα ότι με παίρνει κάθε φορά που με λες Μαριμπουλιώ».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ελένη Δημητροπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι της Kim Hildebrand