από τη Νένα Σπαθαρίδου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ούτε ένα φόνο δεν κατάφερε να κάνει. Το σκεφτόταν καιρό, μέσα στο μυαλό της είχε τακτοποιήσει και την τελευταία λεπτομέρεια. Θα τον έπνιγε την ώρα που κοιμόταν μ’ ένα μαξιλάρι. Έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία, χωρίς να περιμένει κάποια αφορμή.
Την κορόιδευε πέντε χρόνια τώρα πως ήταν η μοναδική του αγάπη αλλά να κάτι έξοδα ταξιδιών χρεωμένα, άκουσον άκουσον, στην κοινή τους εταιρεία, κάτι φουσκωμένοι λογαριασμοί κινητής, μόνο μοναδική του αγάπη δεν την έλεγες. Λοιπόν περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία και πότε θα ήταν αυτή;
Όταν θα γυρνούσε ένα βράδυ μετά από έξοδο με τα ρεμάλια τους φίλους του και θα βρομοκοπούσε αλκοόλ. Τότε οι αντιστάσεις του θα ήταν μειωμένες κι εκείνη θα μπορούσε να βάλει το μαξιλάρι επάνω στη μούρη του και να καθίσει πάνω του. Ευτυχώς η φύση την είχε προικίσει με ένα υπέροχο σώμα των ογδόντα πέντε κιλών και ύψους 1,60 οπότε όλα μια χαρά.
Κάθε μέρα που περνούσε περίμενε αυτή την έξοδο κι αυτή η μέρα αργούσε… Ένα απόγευμα τον πίεσε κιόλας για να στείλει μήνυμα στα φιλαράκια του για να βγούνε. Είχαν μια ομαδική συνομιλία στο viber. Ευτυχώς όλοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του οπότε η έξοδος κανονίστηκε.
Αυτή κοιμόταν νωρίς τα βράδια, εκείνη τη φορά έπρεπε να τον περιμένει. Ήπιε καφέ αργά το απόγευμα γιατί βρικολάκιαζε εάν έπινε καφέ μετά τις έξι. Εκείνος γύρω στις εφτά άρχισε να ετοιμάζεται: μπάνιο, όμορφα σεταρισμένα ρούχα, κολόνια. Αφού σημαιοστολίστηκε καθώς έβγαινε από την εξώπορτα γυρίζει και της λέει να μη τον περιμένει γιατί θα αργήσει, χαχα κούνια που τον κούναγε ή μαξιλάρι που τον έπνιγε σκέφτηκε αυτή κι ένα σατανικό χαμόγελο πρόβαλλε στο πρόσωπο της.
Περίμενε λοιπόν βλέποντας deadly women στην τηλεόραση. Η ώρα περνούσε κι αυτός ακόμη να επιστρέψει, πήγε δώδεκα, πήγε μία, τίποτα. Σιγά σιγά άρχισε να νυστάζει γιατί περνούσε και η επίδραση του καφέ.
Γύρω στις δυόμιση χτύπησε το κινητό της… Η κυρία του κυρίου είστε, ρωτάει μια φωνή από την άλλη μεριά. Μάλιστα απαντά αναστατωμένη. Ξέρετε ο σύζυγός σας έπαθε ένα ατύχημα, πάγωσε αυτή, τι ακριβώς συνέβη ρώτησε με φωνή που μόλις έβγαινε από το στόμα της… Η φωνή από την άλλη μεριά προσπαθώντας να φανεί όσο πιο σοβαρή γινόταν της ανακοινώνει πως είχε σφηνώσει ένα παιχνίδι στην πίσω πόρτα του φίλου της. Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε να το ακούσει πότε. Προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι άκουγε ρωτάει αν γνώριζε η φωνή πως συνέβη. Ναι, της απαντάει, σαν τον Πασχάλη τον τραγουδιστή που γλίστρησε το πουλί του σε ξένο κόλπο έτσι κι ο φίλος της είχε κάτσει σε λάθος πολυθρόνα.
Κλείνοντας το τηλέφωνο έσκασε στα γέλια σε σημείο που κόντεψε να πνιγεί κι έπεσε να κοιμηθεί…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νένα Σπαθαρίδου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής