από την Ανθή Ανδρεοπούλου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ζευγάρι είχε ένα ξύλινο σπίτι. Αυτό τους είχε σώσει από τους τρομερούς σεισμούς που είχαν ακολουθήσει τις εκρήξεις. Ελαφρύ κι ελαστικό, είχαν πει οι ειδικοί. Έμεναν ένα λεπτό απ’ τη θάλασσα σ’ έναν έρημο τόπο, γεμάτο δέντρα και πουλιά. Στην κοντινή πόλη πήγαιναν μόνο όταν τέλειωναν τα τρόφιμα. Τώρα πια ούτε λόγος. Τρόφιμα είχαν να φανούν απ’ τον Οκτώβρη, τρεις μήνες τώρα. Ο κήπος τους όμως ήταν γεμάτος μαρούλια, πατάτες, χόρτα… είχε μείνει κι ένα κουνουπίδι. Τεράστιο… Οι όλο και πιο συχνές βροχές ευνοούσαν τα φυτά.
Εκείνο το πρωί που ξύπνησαν, ο ήλιος άστραφτε κι η θάλασσα καθρέφτης. Ούτε ρυτίδα. Ζέστη αφόρητη. Εννιά το πρωί κι είχε φτάσει σαράντα βαθμούς.
Είχαν προετοιμαστεί. Δε μιλούσαν. Μια κατσαρόλα με νερό μπήκε στο γκάζι. Το ηλεκτρικό κομμένο εδώ και μήνες κι έκαναν οικονομία στο ρεύμα απ’ τους συλλέκτες. Μια άλλη μικρή κατσαρόλα δέχτηκε τα ντοματίνια, που είχε απομείνει για ώρα ανάγκης – να τη, λοιπόν! – τρία σκόρδα και μια κουταλιά ξερό βασιλικό. Το νερό κόχλαζε όταν πέσαν τα τελευταία μακαρόνια. Αυτά που έφτιαχναν μόνοι τους.
Σε επτά λεπτά όλα έτοιμα. Επτά τα λεπτά… Εκείνος ανακάτεψε επιδέξια τη μελωμένη σάλτσα με τα σουρωμένα μακαρόνια. Εν τω μεταξύ, Εκείνη είχε ετοιμάσει τα υπόλοιπα. Δυο κουβέρτες, δυο μαξιλάρια, δυο κολονάτα ποτήρια, δυο πιάτα, δυο πιρούνια και δυο κουτάλια. Όλα από δυο. Γέλασαν όταν τα είδαν όλα έτσι, ζευγάρια. Και δυο μπουκάλια κόκκινο κρασί. Δε θα προλάβαιναν να τα πιούν και τα δυο. Το ένα ήταν για τη θάλασσα… Εκείνος πήρε την καυτή κατσαρόλα, Εκείνη τα υπόλοιπα και βιάστηκαν να ξεκινήσουν για την παραλία.
Τους είχαν πει να μην πλησιάσουν τη θάλασσα. Τις ακτές θα χτυπούσε πρώτα. Τι πρώτα, τι δεύτερα; Δεν ένοιωθαν φόβο.
Έφτασαν κάτω απ’ τα πεύκα, τα αγαπημένα τους. Τα δέντρα είχαν γίνει θεόρατα απ’ τις βροχές των τελευταίων χρόνων. Σήμερα όμως τίποτα. Ούτε σταγόνα. Κι ούτε μια, έστω ανεπαίσθητη, πνοή ανέμου. Έστρωσαν τις κουβέρτες, τη μια πάνω στην άλλη. «Για την υγρασία», είπε Εκείνη και γέλασαν κι οι δυο τους τρανταχτά. Έβαλαν πάνω την κατσαρόλα και σέρβιραν τα πιάτα. Γέμισαν τα κολονάτα ποτήρια με το κρασί απ’ το μπουκάλι – το δικό τους όχι της θάλασσας – κι άρχισαν να τρώνε με μεγάλη όρεξη. Τ’ αγαπούσαν πολύ αυτό το φαΐ. Στις βραδιές κινηματογράφου, όπως τις έλεγαν, πότε ο Ένας πότε η Άλλη έμπαινε στην κουζίνα. Μέχρι να βρούνε την ταινία φλυαρώντας, το πιάτο ήταν έτοιμο. Τώρα δε μιλούσαν. Αντί γι’ αυτούς μιλούσαν τα πουλιά. Γουρλίζαν φρενιασμένα κι έτρεχαν άτακτα ένα γύρω. Ένοιωθαν τι ερχόταν. Εκείνος κι Εκείνη χαμογελούσαν ατενίζοντας τη θάλασσα. Δε χόρταιναν να ρουφάνε την ομορφιά του τόπου. Να την πάρουν μαζί τους αυτή την ομορφιά. Να την πάρουν πού;
Απόφαγαν κι έβγαλαν απαλά κάθε ρούχο από πάνω τους. Βούτηξαν στο αστραφτερό νερό. Ο άντρας κρατούσε το μπουκάλι τής θάλασσας. Έχυσε σιγά-σιγά όλο το κρασί πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια. Το διάφανο νερό ζωγράφισε κόκκινα σχέδια πάνω στο λαμπύρισμα κι άργησε πολύ ν’ ανακατευτεί και να γεμίσει τη θάλασσα βιολέτες. Μουρμούριζαν κι οι δυο ένα παλιό τραγούδι. «Θάλασσα, θάλασσα τους θαλασσινούς, θαλασσάκι μου…» Όσο περπατούσαν μες στο νερό, οι φωνές τους δυνάμωσαν, «μην τους θαλασσοδέρνεις, θαλασσάκι μου…» Το κρασί έρεε ακόμη ξοπίσω τους. Άφησαν το σώμα τους να κολυμπήσει ως τα βαθιά. Κι ενώθηκαν μέσα στην αρμύρα. Απαλά κι ανυπόμονα, περίεργοι κι όλο πάθος, ώριμοι έφηβοι, σαν πρώτη φορά ν’ αγγίζονταν. Δεν υπήρχε τίποτα πια. Μόνο αυτό το καινούργιο τους σμίξιμο.
Αφού χόρτασαν έρωτα, πιάστηκαν χέρι-χέρι και βούτηξαν βαθιά. Δεινοί κι οι δυο στην κατάδυση, περιπλανήθηκαν μακάριοι στο βυθό. Τα ψάρια πανικόβλητα έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, τα φύκια ακίνητα απ’ την ηρεμία της φύσης, τα βράχια αστραποβόλα.
Εκεί τους βρήκε το πρώτο κύμα. Στο βυθό. Το είδαν να περνάει από πάνω τους κι ένοιωσαν την ορμή του. Δε λύσανε τα χέρια τους ούτε στιγμή. Κι όταν δεν άντεχαν άλλο, αφέθηκαν να τους πάρει το δεύτερο κύμα. Να φέρει και τους δυο τους αγκαλιά.
Το Τέλος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
το διήγημα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του συνεργείου δημιουργικής γραφής