από τη Fido
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κανείς δε νοιάστηκε.
Από αυτόν τον απέραντο εθνικό δρόμο, πέρασαν πολλοί, βιαστικοί να πάνε στις δουλειές τους, σε κάποιο ραντεβού, για ψώνια στα μαγαζιά. Κανείς δε νοιάστηκε.
Πέρασαν και άλλοι, λιγότερο βιαστικοί, που βγήκαν για βόλτα να θαυμάσουν τις ομορφιές του τόπου τους, να μαζέψουν μανιτάρια, ή να πάνε για περπάτημα για να χωνέψουν το κυριακάτικο γεύμα. Ούτε κι από αυτούς νοιάστηκε κανείς.
Η νεκρή κουκουβάγια έμεινε εκεί, στην άκρη του δρόμου, δυστυχώς πάνω στην αφιλόξενη άσφαλτο, όχι λίγα μέτρα πιο πέρα στο χώμα που μύριζε βροχή. Από την ώρα που χτυπήθηκε, από κάποιο αμάξι κατά λάθος μπορεί όμως και επίτηδες, έμεινε εκεί, με το ένα της φτερό απλωμένο προς το χώμα, τα μάτια της ανοιχτά να κοιτάνε τον ουρανό που δεν θα άγγιζε ποτέ ξανά.
Τα πάντα πάνω της ήταν αβάσταχτα ακίνητα. Τα πάντα, εκτός από τα μυρμήγκια που κύκλωναν τα μάτια της και τα κανελί της πούπουλα, τόσο απαλά και ανάλαφρα, μετακινούνταν κάθε που περνούσε βιαστικά κάποιο αμάξι από δίπλα της.
Έτσι κουνήθηκαν και όταν η Μίριαμ πέρασε δίπλα της με το παλιό κίτρινο Ντεσεβό της, σαν να της έκαναν σινιάλο να σταματήσει. Η Μίριαμ σταμάτησε. Κατέβηκε και έκλεισε την πόρτα πίσω της που έτριξε δυνατά.
«Τι σου συνέβη καλή μου;» την ρώτησε απαλά, παραχωρώντας μια στιγμή ανεκμετάλλευτης σιωπής.
Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Έδεσε λίγο πιο σφιχτά την μαντίλα στο κεφάλι της, μάζεψε την μακρυά της φούστα πιο ψηλά στη μέση και πήρε το ψαλίδι απ’ το πορτ μπαγκάζ. Έσυρε τα χέρια της κάτω από το σώμα της κουκουβάγιας και την σήκωσε απαλά, με έκπληξη ίσως από το πόσο ελαφριά ήταν. Δεν ήταν σαν τα άλλα ζώα για τα οποία είχε νοιαστεί κατά καιρούς. Αυτή ήταν διαφορετική. Βασιλική σχεδόν.
Της καθάρισε τα μάτια από τα μυρμήγκια και με την κουκουβάγια αγκαλιά και το ψαλίδι στο χέρι, χάθηκε στο δάσος.
Όταν βρήκε το σημείο που θεώρησε κατάλληλο, μακρυά από όλους, εκεί που δεν θα την έβρισκε άνθρωπος κανείς, την ακούμπησε με τα φτερά ανοιχτά κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε ένα στρώμα από βρύα τόσο πράσινα που έκαναν το κίτρινο στο ράμφος της να λαμπυρίζει κάθε που συναντούσε κάποια αδέσποτη ηλιαχτίδα.
Με το ψαλίδι της η Μίριαμ έκοψε μια περικοκλάδα ανθισμένη με άσπρες καμπανούλες και περικύκλωσε την κουκουβάγια, ροζ και μοβ μολόχες τοποθετήθηκαν έτσι ώστε να διαγράφουν τα φτερά της και πορτοκαλί της φωτιάς καλέντουλες γύρω από το κεφάλι της σαν κορώνα. Όταν η Μίριαμ αισθάνθηκε πως η κουκουβάγια ήταν ικανοποιημένη, σταμάτησε και γονάτισε μπροστά της.
«Μήπως πέθανες κοντά στη φωλιά σου; Προσπαθούσες να πιάσεις κάποιο ποντικάκι κοντά στο δρόμο; Λένε πετάς τόσο αθόρυβα, τα θύματά σου δεν σε ακούνε όταν έρχεσαι. Κατάλαβες πως θα γινόσουν εσύ θύμα; Νιώθεις τώρα την αγάπη μου;» ρώτησε η Μίριαμ ερωτηματικά που αναπάντητα επέπλεαν πάνω από την κουκουβάγια.
«Σε βλέπω. Ελπίζω εκεί που είσαι τώρα, που εγώ δεν καταλαβαίνω την αστρική σου νέα φύση, έστω και τώρα να ξέρεις πως σε βλέπω. Πως δεν είσαι ένα ψοφίμι, ένα άδειο κουφάρι. Πως κάποτε, κάποιος νοιάστηκε.»
«Μόνο στη σιωπή οι λέξεις, μόνο στο σκοτάδι το φως, μόνο στο θάνατο η ζωή», τραγούδησε σαν μοιρολόι η Μίριαμ.
Σηκώθηκε και πήγε κάποια μέτρα παραπέρα και έκατσε σε ένα ύψωμα από το οποίο μπορούσε να βλέπει την κουκουβάγια.
Οι ώρες περνούσαν, οι σκιές στο δάσος μάκραιναν και λίγο πριν χαθεί όλο το φως, μια πορτοκαλί φλασιά, κινήθηκε διστακτικά ανάμεσα στα δέντρα. Η Μίριαμ σχεδόν σταμάτησε να αναπνέει. Η αλεπού, σήκωσε την μύτη της προς τον ουρανό, ήξερε πως και κάποιος άλλος ήταν εκεί αλλά πεινούσε και θα έκανε γρήγορα. Διστακτικά, πλησίασε την κουκουβάγια και με μια σβέλτη κίνηση την τράβηξε από το φτερό και την πήρε μαζί της.
Η Μίριαμ σηκώθηκε, τίναξε την φούστα της και κατευθύνθηκε προς το αμάξι της. Ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί.
~~{}~~
Εκείνος ο χρόνος ήταν ο χειρότερος για την Μίριαμ. Οι οδηγοί είχαν γίνει πιο γρήγοροι, πιο απρόσεχτοι, πιο αδιάφοροι ίσως, τα νεκρά ζώα πολλά και η Μίριαμ μόνο μία.
Πώς δεν έβλεπαν τον Θάνατο αναρωτιόταν; Πόσο δασκαλεμένοι ήταν να κοιτάνε αλλού; Πόσα ζώα είχε ξεκολλήσει με το φτυάρι από το οδόστρωμα από τα τόσα αμάξια που είχαν περάσει από πάνω τους;
Τους τελευταίους μήνες είχε δει και μαζέψει από το δρόμο ζώα σε διάφορα στάδια σήψης: λαγούς, μαυροπούλια, ελάφια, αλεπούδες, σκαντζόχοιρους, γάτες, σκύλους, οχιές, πεταλούδες και ασβούς. Το ζώο όμως εκείνο που την διέλυσε τελείως, ήταν μια λύκαινα.
Την βρήκε ένα φθινοπωρινό πρωινό μέσα στο δάσος καθώς επέστρεφε ενώ είχε φτιάξει ένα ακόμα εφήμερο μαυσωλείο γύρω από έναν άσπρο λαγό που σύντομα τον πήρε μαζί του ένα γεράκι.
Η λύκαινα, είχε πεθάνει κουλουριασμένη, παραδομένη σχεδόν, με το ένα της πόδι διαλυμένο και πιασμένο σε μια δαγκάνα. Η Μίριαμ είχε ακούσει πως κτηνοτρόφοι είχαν σπείρει δαγκάνες στο δάσος για να προστατεύσουν τα κοπάδια τους –το κέρδος τους δηλαδή-, αλλά δεν είχε δει η ίδια καμία. Μέχρι τότε. Κι ενώ ποτέ δεν έκλαιγε όταν έφτιαχνε τα μαυσωλεία της, μόλις είδε την λύκαινα και πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από την γεμάτη της γούνα, τα μάτια της θόλωσαν και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της και έβρεξαν την μαντίλα της εκεί που έδενε στο πηγούνι.
Την χάιδεψε στη λευκή μουσούδα με το στόμα βαμμένο με αίμα, πίσω από τα αυτιά, να της άρεσε άραγε; Έτρεξε το χέρι της τρυφερά μπροστά στο στήθος της, μέχρι κάτω στα πόδια της. Πόσο τεράστια πέλματα είχε; Ίσα που ακούμπησε το πίσω, το πιασμένο στη φάκα και αμέσως έπεσε δίπλα ελεύθερα κομματιασμένο. Πόσο κοντά ήταν στην ελευθερία. Πόσο κρίμα!
Με κόπο η Μίριαμ έσυρε την λύκαινα, πιο βαθιά στο δάσος. Πιο μακρυά από τα δίποδα τέρατα. Όσο πιο μακρυά μπορούσε.
Κατάκοπα λαχανιασμένη, σταμάτησε κάπου που της φάνηκε σωστό. Καθάρισε την γούνα της από φύλλα και κλαδιά και την έβαλε κουλουριαστά, σαν να κοιμάται. Αν μπορούσε θα της διάλεγε και ένα όνειρο να δει. Ένα που θα έτρεχε ελεύθερη προς το ποτάμι. Ή ένα που θα χουζούρευε κάτω από τον ήλιο και θα ονειρευόταν πως μάθαινε στα λυκόπουλά της να κυνηγάνε.
Μέσα στα τέλη του Οκτώβρη, λουλούδια δεν είχε πια το δάσος. Είχε όμως φύλλα μαγικά και μικρά, σχεδόν πολύτιμα, μανιτάρια. Μάζεψε τα ομορφότερα η Μίριαμ και τα έβαλε σε σπιράλ, γύρω από το σώμα της λύκαινας, από τα πιο ανοιχτά στα πιο σκούρα. Μόνο κάποια λιγοστά μοβ πρόσπερα φθινοπωρινά που βρήκε, τα μάδησε, και έβαλε μερικά από τα πέταλά τους σε κυκλική διάταξη γύρω από τα μάτια της. Όταν τελείωσε, γονάτισε μπροστά της. Έμοιαζε με αρχαία πολεμίστρια.
«Μόνο στη σιωπή οι λέξεις, μόνο στο σκοτάδι το φως, μόνο στο θάνατο η ζωή,» σιγοτραγούδησε η Μίριαμ με αναφιλητά.
Ίσως αν δεν έκλαιγε τόσο δυνατά, να τους είχε ακούσει.
Ίσως να μην την είχαν ακούσει εκείνοι. Όμως την άκουσαν.
Ο πιο χοντρός με τα πιο σάπια από το τσίπουρο δόντια, βγήκε πρώτος πίσω από τους θάμνους.
«Μαλάκες, ελάτε να δείτε. Αυτή δεν είναι η στέρφα η Τουρκάλα του συγχωρεμένου του Νικόλα;» ρώτησε προς τα πίσω του, δείχνοντάς την με την καραμπίνα.
«Ποια λες; Αυτήν που λωλάθηκε με τα ψοφίμια;» αντιρώτησε ο δεύτερος της παρέας, ο κοντός με την φωνή που έβγαινε σαν συριγμός από την μύτη. «Ναι. Δαύτη είναι. Καλά έλεγε η μάνα μου. Ντιπ για ντιπ κουζουλή».
«Τρελή, τρελή, αλλά ωραίο μουνί,» είπε ο τελευταίος σαν κακό που τρίτωσε. Ίσιωσε τα αχαμνά του μέσα στο βρακί και περπάτησε προς το μέρος της Μίριαμ, κάτι βαρύ και κρεμασμένο από τη ζώνη του χτυπιόταν στο μπούτι του σε κάθε του βήμα.
Η Μίριαμ ευτυχώς δεν άκουσε τίποτα από αυτά, μόνο την καρδιά της να χορεύει ξέφρενα μέσα στα αυτιά της.
«Πάντα αναρωτιόμουν τι σου βρήκε ο Νικόλας να σε πάρει γυναίκα. Μαγείρισσα σπουδαία δεν είσαι, μέχρι και τον μπακλαβά αλλιώς τον κάνεις. Ποιος βάζει πράσινο φιστίκι στον μπακλαβά; Άλλαξες και τη θρησκεία σου. Ποιος άνθρωπος εμπιστοσύνης αλλάζει την θρησκεία του;» την ρώτησε και της έσφιξε το πρόσωπο μέσα στη χούφτα του. Η Μίριαμ αισθάνθηκε το δέρμα της να ξεκολλάει από το κρανίο της.
«Μάλλον θα έχεις κρυφές χάρες και τρελάθηκε ο άλλος να σε παντρευτεί. Δεν εξηγείται» και της σήκωσε απότομα την φούστα.
Η Μίριαμ, τραβήχτηκε πίσω και βρέθηκε πάνω στην κοιλιά του χοντρού που έπεφτε πιο χαμηλά από την μπλούζα κι έχασκε γυμνή. Πήγε να κάνει προς τα αριστερά και ήρθε μούρη με μούρη με τον κοντό που γέλασε ένα συριγμό μέσα από τα ρουθούνια του.
Έτσι μάλλον αισθάνονται τα ελάφια περικυκλωμένα από ύαινες σκέφτηκε, όχι ότι είχε τίποτα με τις ύαινες, αλλά αγαπούσε πάντα πιο πολύ τα ελάφια. Ένα τέτοιο αισθάνθηκε να περνάει φευγαλέα κάτω από την ψυχή της.
Άρχισε να την πετάει ο ένας στον άλλο και αφαιρούσε ο καθένας από ένα ύφασμα από πάνω της, μέχρι που τα υφάσματα τελείωσαν.
Στην τελευταία στροφή, μια άκαρδη ηλιαχτίδα της φανέρωσε τι κρεμόταν από τις ζώνες των κυνηγών. Μωρά αγριογούρουνα, με τα μάτια κλειστά και τα πόδια τους να κρέμονται σαν ξύλα, πότιζαν με αίμα τα μπατζάκια των δολοφόνων τους.
Η Μίριαμ αλύχτησε σχεδόν και έγειρε στο έδαφος.
Οι τρεις γέλασαν.
«Άκου την πώς ουρλιάζει,» είπε ο ένας.
«Σαν την μάνα τους όταν είδε να τα καθαρίζουμε το ένα μετά το άλλο μπαμ, μπαμ, μπαμ πριν αποτελειώσουμε και εκείνη».
«Μπαμ!» γέλασε ο άλλος. «Είναι ξάπλα τώρα στην καρότσα.»
«Σταμάτα πια να ασχολείσαι με τα νεκρά κουφάρια. Έλα να σου δείξω ένα ολοζώντανο φίδι που σφυρίζει εδώ για εσένα», είπε ο τρίτος, κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του και την σήκωσε απότομα από το μπράτσο.
Το ίδιο απότομα, η Μίριαμ τον χτύπησε με μια κοτρόνα πάνω από το φρύδι.
«Καριόλα,» φώναξε και με ένα ανάποδο χαστούκι την πέταξε με το κεφάλι πάνω σε ένα βράχο.
Η Μίριαμ άνοιξε αργά τα μάτια της.
Πρώτα ήρθε η κουκουβάγια.
Τελείως αθόρυβα κατέβασε τα μάτια του χοντρού με τα νύχια της, πριν καρφώσει το ράμφος της στο κεφάλι του ψηλού που τα έχασε και ενώ νόμιζε πως την σημαδεύει, τελικά πυροβόλησε τον κοντό στο πόδι αφήνοντας μια τρύπα εκεί που πρότινος ήταν το γόνατό του. Παραπατώντας και σφαδάζοντας, έπεσε κάτω και προσγειώθηκε με το γυμνό του χέρι πάνω στον σκαντζόχοιρο που είχε βρει η Μίριαμ μερικές εβδομάδες πριν. Καλύφθηκε όλο με αγκάθια.
Οι τρεις άντρες, ούρλιαζαν, σκουντουφλούσαν κι έβριζαν την Μίριαμ.
«Είναι μάγισσα. Αυτή τα φταίει όλα.»
Ο χοντρός με τα μάτια να κρέμονται από τις κόγχες σαν κουμπιά ξηλωμένα, έπεσε με τα μούτρα μέσα στην τρύπα του ασβού που του έκοψε την μύτη πριν τον δαγκώσει η οχιά στην ξέσκεπη κοιλιά.
Ο κοντός με το σώο χέρι σήκωσε την καραμπίνα και τη έστρεψε στην Μίριαμ.
«Θα την φάω την καριόλα!»
Πέθανε με το δάχτυλο στη σκανδάλη όταν το θηλυκό αγριογούρουνο βγήκε από τις σκιές των δέντρων και τον διαπέρασε με τους χαυλιόδοντές της από την πλάτη στην κοιλιά.
Τα ζώα ήρθαν όλα. Όλα όσα είχε κάποτε νοιαστεί η Μίριαμ. Όλα βοήθησαν λιγότερο ή περισσότερο.
Τελευταία ήρθε η λύκαινα.
Στάθηκε στο απέναντι ύψωμα και με το στήθος φουσκωμένο, έλεγξε το πεδίο της μάχης.
Όταν ο ψηλός όπλισε την καραμπίνα, η λύκαινα έσπρωξε την γη κάτω από τα πόδια της και πριν προσγειωθεί, είχε πάρει το λαρύγγι του μαζί της.
Πλησίασε την Μίριαμ που έριξε την αγκαλιά της γύρω από το τεράστιο κεφάλι της λύκαινας και την χάιδεψε πίσω από τα αυτιά.
«Μόνο στη σιωπή οι λέξεις, μόνο στο σκοτάδι το φως, μόνο στο θάνατο η ζωή,» τραγούδησε η Μίριαμ για τελευταία φορά.
Όλα τα ζώα στόλισαν την Μίριαμ με πούπουλα, φύλλα, κλαδιά και μερικά ξεχασμένα λευκά κυκλάμινα.
Λίγο αργότερα η λύκαινα την τράβηξε μαζί της.
Ο κύκλος είχε ολοκληρωθεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Fido, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι της Tijana Lukovic με τίτλο “Light in the dark”.