από τον Δημήτρη Λιμνιώτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ΠΤΩΣΗ
Ο Αναστάσης στεκόταν στο χείλος του γκρεμού, μπρος στην πλατιά θάλασσα και πάνω απ’ τις αιχμηρές ακμές των βράχων. Η άκρη της σόλας του δεξιού παπουτσιού του, ήταν μόλις μερικά εκατοστά απ’ το κενό κι ό,τι χειρότερο μπορούσε να του πει κάποιος εκείνη τη στιγμή ήταν “Πήδα!”, γιατί στο μυαλό του δύο σκέψεις πάλευαν• να πηδήξει ή όχι. Κι αφού, πάντα η μοίρα παίρνει τις αποφάσεις, ειδικά τις στιγμές που δεν είναι αναγκαίο, κάποιος φώναξε “Πήδα!” κι ο Αναστάσης βούτηξε στο κενό με χαρακτηριστική ευκολία.
Μάλλον η πιο κατάλληλη λέξη είναι “έπεσε”. “Βούτηξε” λέμε όταν κάποιος πέφτει (βουτάει) στο νερό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το νερό βρισκόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα κάτω και πέρα απ’ τα κοφτερά βράχια. Ο Αναστάσης, λοιπόν, “έπεσε” στο κενό, τσακίστηκε στα βράχια και κατόπιν βούτηξε στο νερό. Η αλληλουχία αυτή των ενεργειών ήταν μοιραία.
Πρώτα, σκάλωσαν τα μακριά του μαλλιά σε ρίζες που προεξείχαν, με αποτέλεσμα, το κεφάλι του να χωριστεί απ’ τον λαιμό και να κρέμεται μόνο κι απορημένο, σαν φαναράκι σε τέντα τροχόσπιτου.
Έπειτα ακολούθησαν διαδοχικές προσκρούσεις σε τρεις βράχους:
Βράχος 1. Το σώμα του Αναστάση χωρίστηκε στα δύο.
Βράχος 2. Το σώμα του Αναστάση χωρίστηκε στα τέσσερα.
Βράχος 3. Το σώμα του Αναστάση χωρίστηκε σε τόσα τεμάχια, που θα μπορούσε να είναι μάθημα στο διπλανό τμήμα για τον Απειροστικό Λογισμό. Διαλύθηκε τόσο, που ακόμα και τα μικρότερα ψάρια κατάφεραν να κερδίσουν μία λιχουδιά απ’ τις τρυφερές σάρκες του.
Ο Αναστάσης μεταμορφώθηκε σε πορφυρή κηλίδα που σταδιακά μεγάλωνε. Απλωνόταν μέχρι το σημείο που τα κύματα έσπαγαν στα βράχια. Ο Αναστάσης ήταν πλέον μερικά απροσδιόριστα κομματάκια σάρκας που χοροπηδούσαν χαρούμενα στο νερό• ένα πολύχρωμο παραμύθι βγαλμένο από ταινία σπλάτερ.
(Ιντερμέδιο:
Λένε πως η σύγκρουση με το νερό από τέτοιο ύψος συγκρίνεται μ’ εκείνη της ελεύθερης πτώσης σε τσιμέντο. Στην πραγματικότητα είναι χειρότερη. Λίγα μέτρα πριν την πρόσκρουση πιστεύεις ακράδαντα πως θα σωθείς. Ποιος σκοτώθηκε βουτώντας στο νερό; Και τότε καταλαβαίνεις, πως το γαμημένο νεράκι σκοτώνει με τόσο ακαριαίο τρόπο, σα να κάνεις μακροβούτι σ’ έναν ωκεανό τσιμέντο με μπόλικο χαλίκι και σκατά σκύλων. Τώρα, εάν πριν το νερό προηγηθούν ρίζες και βράχια, μπορείς με σιγουριά να βρίσεις την άτιμη μοίρα σου.)
ΕΔΜΟΝΔΟΣ
Αρκετά πιο ψηλά απ’ τον πρώην-Αναστάση, το μικρό πλήθος κοίταζε σκοτεινιασμένο τον νεαρό άντρα που μόλις είχε προτρέψει τον άμοιρο να πηδήξει. Ο νεαρός κρατούσε έναν τεράστιο πράσινο βάτραχο σφιχτά με τα δυο του χέρια και κοίταζε σαστισμένος το μαινόμενο πλήθος. Αλήθεια, έμοιαζε σα να μην είχε καταλάβει τίποτα. Τα μάτια του έπεφταν μία στην θαλάσσια κηλίδα και μία σ’ όσους πίστευαν πως είχε κάνει κάτι πολύ κακό.
«Μα…Μα… Δεν φταίω εγώ!», φώναξε ξαφνικά ο νεαρός.
«Δεν το έκανα επίτηδες σας τ’ ορκίζομαι!», συνέχισε να φωνάζει με μάτια γουρλωμένα, πισωπατώντας στο κοντό γρασίδι.
«Δεν είναι δυνατό να πιστέψετε πως το έκανα επίτηδες!», στρίγκλισε στο αγριεμένο πλήθος που τον πλησίαζε, κάνοντας τον κύκλο γύρω του να στενεύει ολοένα και περισσότερο.
«Εγώ στον Εδμόνδο φώναξα πήδα! Όχι στον τρελάρα που πήδηξε!».
Την στιγμή εκείνη ο κύκλος παρέμεινε σταθερός και αριστερά του νεαρού κάποιος φώναξε:
«Ποιος είναι ο Εδμόνδος ρε φίλε; Μας δουλεύεις; Τον έφαγες τον άνθρωπο και τώρα μας λες τι;».
Τότε ο νεαρός σήκωσε ψηλά με τα δυο του χέρια τον τεράστιο, πράσινο, βάτραχο σα να τον προσφέρει θυσία σε Θεό και ψέλλισε τρομαγμένος: «Αυτός είναι ο Εδμόνδος. Ο βάτραχός μου».
Το πλήθος στάθηκε ακίνητο να κοιτάζει ψηλά το γυαλιστερό αμφίβιο. Μερικές στιγμές αδράνειας που έδωσαν στον νεαρό την ευκαιρία να συνεχίσει.
«Τον φέρνω εδώ κάθε μέρα και τον γυμνάζω. Τον εκπαιδεύω δεκατρία χρόνια να υπακούει σε προστάγματα. Δεν είναι ένας συνηθισμένος βάτραχος. Έχει εξαιρετικές ικανότητες. Αν μου δώσετε την ευκαιρία μπορώ να σας το αποδείξω», είπε ο νεαρός καθώς ακουμπούσε τ’ ογκώδες αμφίβιο μπρος στα πόδια του.
Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στο μικρό πλήθος που αργά έσπασε τον κύκλο στο σημείο που κοιτούσε ο βάτραχος. Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
«Άντε λοιπόν, ξεκίνα!», φώναξε ο ίδιος από τ’ αριστερά.
Ο νεαρός σηκώθηκε αργά.
«Αυτός, όπως σας είπα νωρίτερα, είναι ο Εδμόνδος… Εδμόνδε! Χαιρέτησε τον κόσμο! Λίγη ησυχία σας παρακαλώ. Ο θόρυβος του δημιουργεί μεγάλο άγχος κι αρνείται να υπακούσει. Εδμόνδε! Χαιρέτησε τον κόσμο!», πρόσταξε αυστηρότερα, αυτή τη φορά.
Ο Εδμόνδος που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, φαινόταν αδιάφορος να κάνει οτιδήποτε, κινήθηκε, έκανε μια μικρή στροφή και σηκώθηκε στα δυο του πόδια.
«Ααααααααα!», έκανε ο κόσμος γύρω του.
Αμέσως σήκωσε το μπροστινό του, μικρότερο, πόδι-χέρι και το κούνησε αριστερά και δεξιά. Κόασε δύο φορές και μετά γύρισε και επανέλαβε την ίδια κίνηση απ’ την άλλη πλευρά του κόσμου.
«Αααααααααα!», έκανε και η άλλη πλευρά.
Ο Εδμόνδος έκλεισε την φιγούρα υποκλινόμενος βαθιά.
«Όπως προείπα, δεν είναι ένας συνηθισμένος βάτραχος. Τον έχω από τα πέντε μου χρόνια. Τώρα εκείνος θα πρέπει να είναι δεκατεσσάρων χρονών. Είναι ένας γνήσιος αμερικανικός Ταυροβάτραχος. Ανήκει στα Ανούρια των Νεοβατραχίδων και συγκεκριμένα στην οικογένεια των Ρανιδών. Ζει μόλις δεκαπέντε χρόνια και, όπως καταλαβαίνετε, του απομένει ένας χρόνος ζωής. Ένας χρόνος παραγωγικός αφού, σήμερα ολοκλήρωσα την κοπιαστική του εκπαίδευση. Εδμόνδε! Κάνε τούμπα!», ο βάτραχος πήδηξε κατακόρυφα και με μία εναέρια περιστροφή επανήλθε στην αρχική του θέση.
«Αααααααα!», έκανε ενθουσιασμένο το πλήθος και κάποιοι χειροκρότησαν.
Είχαν αρχίσει να μαζεύονται τριγύρω και γονείς με τα παιδιά τους. Εκείνα, χοροπηδούσαν κραδαίνοντας πολύχρωμα μπαλόνια, κάθε που ο Εδμόνδος εκτελούσε μία, αναμφισβήτητα, δύσκολη φιγούρα. Ανάποδες τούμπες, πιρουέτες, κατακόρυφα και γέφυρες, μιμήσεις κινήσεων παλιών κωμικών του κινηματογράφου.
Το μικρό πάρκο, στην άκρη του γκρεμού, που μέχρι πριν λίγο έμοιαζε με σκηνικό από ταινία του Κάρπεντερ, μεταμορφωνόταν σιγά-σιγά σ’ ένα πολύχρωμο τσίρκο γεμάτο χαρούμενες φάτσες. Το μόνο που θύμιζε ότι είχε προηγηθεί, ήταν τα νερά στο βάθος των απόκρημνων βράχων.
Στην μεγάλη παρέα δεν άργησε να προστεθεί, ένα ζευγάρι μίμων με κάτασπρα, βαμμένα πρόσωπα και κατάμαυρες κολάν φορεσιές, ένας ξερακιανός τύπος με ξυλοπόδαρα και πανύψηλο, κυπαρίσσι καπέλο κι ένας κλόουν μ’ εξειδίκευση στην κατασκευή ανύπαρκτων μορφών με μπαλόνια. Ήρθαν επίσης, μία χήρα ντυμένη προκλητικά, που ψάρευε μεσήλικες κι ένας πρόσφατα απολυμένος θηριοδαμαστής με μακρύ, μυτερό μουστάκι, σα να κατάπιε ολόκληρο αστακό και κρέμονταν απ’ τα χείλη του οι κεραίες.
Παραδίπλα, σ’ ένα γαλάζιο παγκάκι, ένα βρέφος σε καροτσάκι αδημονούσε να θηλάσει κι έκλαιγε σπαραξικάρδια. Η μητέρα του απελπισμένη τσιμπούσε με μανία τις ρόγες της, μα το μόνο που κατάφερε ήταν ένας μοναδικός ερεθισμός κι ευθύς συνουσιάστηκε με τον τύπο στο διπλανό παγκάκι. Ήταν ντυμένος με λούτρινη στολή λύκου, που δυσκολεύτηκε να βγάλει. Το βρέφος είδε κι απόειδε κι απογοητευμένο τελικά πήγε μόνο του στο απέναντι μίνι μάρκετ.
Ένας γέρος ιεροκήρυκας με το σκαμπό του φώναζε, «Μετανοείτε αμαρτωλοί! Ο Κάπτεν Κερκ επιστρέφει με το Εντερπράιζ από το γαλαξιακό νεφέλωμα της Ανδρομέδας! Τώρα, όποιος πρόλαβε, πρόλαβε!»
Ποιος, όμως, θα μπορούσε να προλάβει; Όλοι ήσαν απασχολημένοι με τον τερατόμορφο Εδμόνδο, που πλέον είχε ξεσαλώσει, κάνοντας τα ποιο απίθανα πράγματα. Χόρεψε μπρέικ-ντανς, έπλεξε μία κάλτσα, αυνανίστηκε μπρος στα έκπληκτα μάτια μίας χελώνας και κάπνισε μισό πακέτο τσιγάρα, αραχτός σταυροπόδι. Η εκπαίδευση δεκατεσσάρων χρόνων, είχε αποδώσει τα μέγιστα, μετατρέποντας ένα γιγάντιο, ελεύθερο και υπερήφανο αμφίβιο σε καραγκιόζη.
Η αναπάντεχη αυτή εξέλιξη έκανε την τραγωδία του Αναστάση να ξεχαστεί. Ακόμα κι ο τραγικός του θάνατος είχε γίνει ένα γνήσια υπαίθριο πανηγύρι. Αυτό κι αν ήταν εξωφρενική γκαντεμιά!
Ο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ο Αναστάσης φαινομενικά ήταν ένας συνηθισμένος, καθημερινός άνθρωπος με μακριά μαλλιά και γένια. Φορούσε έναν κατάλευκο μανδύα και δερμάτινα σανδάλια. Ήταν γεννημένος κάπου στην αυγή του χρόνου και υπήρξε παρόν στην πορεία της δημιουργίας του σύμπαντος. Στην πραγματικότητα έπαιξε καθοριστικό ρόλο σ’ αυτήν. Αν και μερικά δισεκατομμύρια χρόνια πριν, θυμόταν ακόμα εκείνη την καταραμένη στιγμή, που σήκωσε το χέρι του και φώναξε το αδιανόητο “Και εγένετο φως!”
Αμέσως το μετάνιωσε μ’ ένα “Τι μαλακία έκανα;” Κι από τότε όλα γύρω του πήραν τον κατήφορο.
Κατέληξε να περνά άσκοπα τις ώρες του συντροφιά μ’ ένα τσούρμο πιθήκων, που μόλις είχαν σταθεί όρθιοι κι αυτό σίγουρα δεν ήταν ζωή της προκοπής. Η βαρεμάρα του χτυπούσε κόκκινο και η απογοήτευση για ό,τι είχε από καπρίτσιο δημιουργήσει, ήταν άνευ προηγουμένου. Δεν πρόλαβαν να περάσουν μερικά εκατομμύρια χρόνια για να βαρεθεί τόσο, ώστε ν’ αποφασίσει να δώσει ένα τέλος.
Η απόφαση αυτή τον είχε φέρει στο χείλος του γκρεμού. Γνώριζε καλά, πως μετά τον χαμό του ο κόσμος θα πήγαινε κατά διαόλου, μα δεν τον ένοιαζε πλέον. Η μοναξιά είναι κακός σύμβουλος και για Εκείνον ήταν ο μοναδικός. Αμφιταλαντεύτηκε λιγάκι, όταν όμως άκουσε το επιτακτικό Πήδα!, όρμησε στο κενό δίχως την παραμικρή αμφιβολία.
Μόνον όταν το κεφάλι του κόπηκε κι έμεινε κρεμασμένο να κοιτά τον απέραντο ορίζοντα σκέφτηκε,
Α, ρε κουφάλα! Τα πάντα εν σοφία εποίησες!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής