“Είμαστε πολύ περισσότερο ίδιοι από όσο είμαστε διαφορετικοί”.
Μάγια Αγγέλου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έπιασε μια μπόρα και βγήκα στο μπαλκόνι να τη δω καλύτερα, να μυρίσω. Όταν σταμάτησε άκουσα ένα πουλί να κελαηδάει. Είχε κάτσει στη θεόρατη μουριά μπροστά μου, κρυμμένο κάπου στα φυλλώματα.
Δεν ήταν πολύπλοκη μελωδία, όπως των αηδονιών που δεν άφηναν τον Σεφέρη να κοιμηθεί. Ήταν απλό, δυο νότες όλες κι όλες. Μέσα στον υγρό αέρα ακουγόταν πιο δυνατά. Κι αναρωτήθηκα γιατί κελαηδούσε το πουλί. Για να γιορτάσει το τέλος της βροχής;
Αναρωτήθηκα: Γιατί σηκωνόμαστε απ’ το κρεβάτι κάθε πρωί; Γιατί συνεχίζουμε όταν όλα πάνε στραβά;
Διαβάζω ότι η γιαγιά της Μάγια Αγγέλου ξυπνούσε κάθε πρωί κι έλεγε στην προσευχή της:
“Πάτερ ημών, σ’ ευχαριστώ για την καινούρια μέρα που βλέπω, σ’ ευχαριστώ που δεν μ’ άφησες στο κρεβάτι που κοιμήθηκα χθες το βράδυ, σ’ ευχαριστώ και που αυτό δεν έγινε νεκροκρέβατο και το σεντόνι μου σάβανο”.
Ήταν μια φτωχή μαύρη γυναίκα που ζούσε στον αμερικανικό νότο, όταν το λιντσάρισμα των νέγρων ήταν ακόμα καθημερινότητα. Μια γυναίκα που μεγάλωσε το ανάπηρο παιδί της και τα δυο εγγόνια της. Κι όμως ευχαριστούσε τον Θεό κάθε πρωί.
Όπως έγραψε η εγγονή της: “Είμαστε πολύ περισσότερο ίδιοι από όσο είμαστε διαφορετικοί”. Εκείνη η Αμερικανίδα γιαγιά δεν διαφέρει πολύ απ’ τη δική μου, που μεγάλωσε τρία παιδιά πουλώντας tupperware. Και ποτέ δεν την είδα μουτρωμένη για τις δυσκολίες που περνούσε, μόνο αγάπη έδινε.
Μιλάω με φίλους, όλοι μου λένε για τον σταυρό που κουβαλάνε. Κανενός η ζωή δεν είναι εύκολη, αυτός είναι ο κανόνας. Ο καθένας ξέρει ποιος είναι ο Γολγοθάς του, και να είστε σίγουροι ότι δεν υπάρχουν αλώβητοι άνθρωποι.
Όλοι περιπλανιόμαστε σε βούρκους, στα βουνά, σε ερήμους, όπου πρέπει να καταφέρουμε να ξεθάψουμε τα διαμάντια που θα κάνουν την περιπλάνηση ν’ αξίζει τον κόπο.
Σαν το πουλί μετά την μπόρα, ακόμα σαν κι εκείνο μέσα στο κλουβί, να βρίσκουμε τη δύναμη, το θάρρος, να πούμε δυνατά το τραγούδι μας, κι ας μην είναι σαν του αηδονιού, ας είναι ένα απλό κελάηδημα, δυο νότες: “Ευχαριστώ που είμαι εδώ”.