Το Τρίτο Πρόγραμμα παίζει όλη μέρα ρέκβιεμ, ψαλμωδίες, ορατόρια, θρησκευτικές σονάτες, θρήνους και θρηνώδη άσματα. Ενδιάμεσα ακούγεται η «Επί του Όρους Ομιλία» και η Καινή Διαθήκη σε μετάφραση –συγνώμη, απόδοση- του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Δεν έχω πάει στην εκκλησία, αλλά σκέφτομαι το Θεό και το θάνατο πιο συχνά απ’ ό,τι συνήθως.Αλλά δεν νιώθω θλίψη. Πώς μπορείς να νιώσεις κάτι τέτοιο όταν ακούς το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ;
Το μόνο που μπορείς να αισθανθείς μ’ αυτή τη θεία μουσική –πέρα από πλήξη αν προτιμάς τα κομμάτια «ριφ-κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν-σόλο-ρεφρέν»- είναι κατάνυξη και ανύψωση. Ίσως και λίγη ζήλια που εσύ δεν είσαι παρά ένας απλός θνητός, σε σχέση πάντα με τον «Αγαπητό του Θεού», τον Αμαντέους.
~~
Ο Μότσαρτ ξεκίνησε να γράφει το “Requiem Mass in D minor” λίγο πριν το θάνατο του. Δεν του το ζήτησε ο Σαλιέρι, όπως επινοήθηκε ο θεατρικός συγγραφέας Σάφερ και είδαμε όλοι στην περίφημη ταινία του Μίλος Φόρμαν.
Ο παραγγελιοδόχος ήταν ο εκκεντρικός κόμης Βάλζεγκ-Στούπαχ, ο οποίος ήθελε ένα ρέκβιεμ για να παίζεται σε ιδιωτικές συναυλίες στη μνήμη της νεκρής συζύγου του, η οποία απεβίωσε μόλις είκοσι χρονών. Ο τριανταπεντάχρονος Μότσαρτ ήταν ήδη πολύ άρρωστος όταν άρχισε να συνθέτει το έργο που του είχαν παραγγείλει –και προπληρώσει κατά το ήμισυ.
Ήξερε ότι θα πέθαινε και είχε πει: «Γράφω αυτό το ρέκβιεμ για το θάνατο μου.»
Δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει. Ο Χάρος δεν έδωσε μια μικρή πίστωση χρόνου στον Αγαπητό του Θεού –ίσως γιατί δεν έπαιζε σκάκι.
Ο Μότσαρτ θάφτηκε φτωχικά, με έξοδα του δήμου, σε κοινό-ομαδικό τάφο.
(“Ένα παιδί που το είπαν Αμαντέους” http://sanejoker.info/2015/04/amadeus.html)
~~
Το πρώτο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι: «Πώς είναι δυνατόν να αφήνουν τέτοιους ανθρώπους να πεθαίνουν έτσι;»
Αλλά αμέσως μεταμελώ, καταλαβαίνω την ανοησία της απορίας μου. Κανείς άνθρωπος δε θα έπρεπε να πεθαίνει άπορος, ανεξάρτητα αν είναι ο Μότσαρτ ή ο «απλός θνητός» στην Αφρική, στην Ινδία, στην Ελλάδα.
Στην επόμενη ερώτηση μου ο Μότσαρτ έχει ήδη απαντήσει: «Τι θα έκανες αν σου είχε μείνει μια ώρα ζωής;»
~~
Αυτή την ερώτηση την έκανα κάποτε στους ανθρώπους που ήξερα. Δε θυμάμαι όλες τις απαντήσεις –κάπου τις έχω σημειώσει, αλλά αυτό το “κάπου” είναι χαμένο στο χάος των ημερολογίων μου. Θυμάμαι μόνο λίγες, τις πιο αστείες ίσως ή μπορεί αυτές που μου έκαναν αρκετή εντύπωση για να τις θυμάμαι.
Ρωτούσα, λοιπόν: «Τι θα έκανες αν σου είχε μείνει μια ώρα ζωής;»
Κάποια κοπέλα μου είχε πει: «Θα έβγαινα στο δρόμο γυμνή».
Κάποια άλλη: «Έρωτα». (Κι εγώ ευχήθηκα τότε να είμαι κοντά της λίγο πριν καταστραφεί ο κόσμος ή να της σκαρώσω μια φάρσα: Να μπω πανικόβλητος στο σπίτι της φωνάζοντας: «Ένας μετεωρίτης θα πέσει στη Γη! Έχουμε μόνο μια ώρα!»).
Ένας φίλος, ψυχολόγος τώρα πια, μου είχε πει: «Μόνο για μένα ή για όλον τον κόσμο;» (Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική διευκρίνιση. Αλλιώς είναι να πεθαίνουν όλοι και αλλιώς μόνο εσύ.)
Ένας άλλος φίλος, πιο φλεγματικός και ράθυμος, μου είχε πει: «Τίποτα. Τι να προλάβεις να κάνεις σε μια ώρα;»
Μια μητέρα μου είχε πει: «Θα αγκάλιαζα το παιδί μου.»
Μια γυναίκα, λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία, και μόνη, μου είχε πει: «Θα συγύριζα το σπίτι. Να μην το βρούνε χάλια.» (Αυτή -καταλαβαίνω τώρα, μετά από πολλά χρόνια- θα είχε σκεφτεί πολλές φορές την αυτοκτονία. Οι αυτόχειρες πάντα φροντίζουν να «κλείνουν» όλες τις υποθέσεις τους πριν προχωρήσουν στο απονενοημένο διάβημα.)
Κάποιος άλλος μου είχε πει: «Θα στεναχωριόμουν.» (Τόσο απλά.)
Ένας φίλος, που σκοτώθηκε ακαριαία με τη μηχανή του λίγα χρόνια μετά, μου είχε πει: «Θα πήγαινα στην παραλία και θα έπαιζα κιθάρα. Μόνος.»
Ο πατέρας μου είχε πει: «Μη λες βλακείες».
Ο Ιβάν, ένας κοπρίτης που ψόφησε λίγο μετά από μια φόλα, μου είχε πει –ή τουλάχιστον έτσι νομίζω: «Θα έτρωγα εκείνο το κόκαλο που έχω θάψει στην αυλή σου».
Ο Ξαβιέ, ένας Γάλλος από την Τουλούζη που ήταν πάντα μεθυσμένος, μου είπε: «Θα μεθούσα».
Μια άλλη φίλη μου είπε: «Θα έπαιρνα τηλέφωνο όλους όσους αγαπώ και όλους εκείνους που αδίκησα”.
~~
Αυτές τις απαντήσεις θυμάμαι μόνο. Είμαι σίγουρος ότι αν η ερώτηση ήταν αλλιώς διατυπωμένη, αν τους έδινα περιθώριο μιας μέρας ή ενός χρόνου, οι απαντήσεις θα ήταν πολύ διαφορετικές.
Ίσως κάποιοι να ταξίδευαν, στα μέρη που πάντα ευχόντουσαν να βρεθούν. Πολλοί θα έβριζαν το αφεντικό τους με τις χυδαιότερες λέξεις και θα παραιτούνταν, χαμογελώντας.
Κάποιοι, ίσως, να χώριζαν ή να δολοφονούσαν και να έτρωγαν το/τη σύζυγο τους.
Άλλοι θα ξεκινούσαν να τρώνε, αμέτρητα γλυκά και αλμυρά εδέσματα, χωρίς να τους νοιάζει πια για τα κιλά τους.
Πολλοί θα ξεκινούσαν να πηγαίνουν στην εκκλησία κάθε μέρα και να προσεύχονται, πράγμα που ποτέ ως τότε δε θα είχαν κάνει.
Κάποιοι ίσως να ξεκινούσαν να γράφουν ένα μυθιστόρημα.
Όχι. Αυτή η σκέψη είναι πολύ εγωκεντρική.
~~
«Κι εσύ, τι θα έκανες αν σου έμενε μια ώρα ζωής;» με ρωτάει ο Βόλφανγκ.
«Μόνο για μένα ή για όλο τον κόσμο;» λέω προσπαθώντας να κερδίσω λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω.
«Μόνο για σένα.»
Θα στεναχωριόμουν. Μετά θα αγκάλιαζα το παιδί μου και θα έπαιζα για τελευταία φορά πλέιμομπιλ μαζί του. Μετά θα έκανα έρωτα με την αγαπημένη μου. Μετά θα άκουγα τη «Μικρή Νυχτερινή Μουσική» (το πρώτο μέρος μόνο) του Μότσαρτ.
Μετά θα κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη του μπάνιου –και θα τον αποχαιρετούσα χαμογελώντας, αφού θα καταλάβαινα πόσο ασήμαντες ήταν οι λεπτομέρειες που δε μου άρεσαν.
Μετά θα έβαζα κάτι στο στόμα μου, ό,τι έβρισκα, ίσως μόνο λίγο ψωμί με ελαιόλαδο. Μετά θα καθόμουν στο μπαλκόνι –όχι για να μην καπνίσω μέσα στο σπίτι, αλλά για να δω τα πράσινα φύλλα από τα δέντρα και τα αστέρια. Θα κάπνιζα ένα τσιγάρο και θα έπινα ένα ποτήρι κρασί.
Μετά θα έπαιρνα το στυλό και θα έγραφα τις τελευταίες μου λέξεις στο χαρτί. Μετά θα κοιτούσα το φεγγάρι και θα χαμογελούσα.
Θα ευχαριστούσα το Θεό, το Σύμπαν, την Τύχη, που με άφησε να ζήσω τόσα χρόνια, που με αξίωσε να γνωρίσω τον έρωτα της ζωής μου και να γεννήσω τον πιο όμορφο άνθρωπο που έχω δει –το γιο μου.
Θα ευχαριστούσα το Θεό, το Σύμπαν, την Τύχη που με βοήθησε να κάνω φίλους, να ονειρευτώ μαζί τους, να ξενυχτήσω μαζί τους, να μαλώσω μαζί τους.
Θα ευχαριστούσα το Θεό, το Σύμπαν, την Τύχη που μου αποκάλυψε το ιερό μυστήριο της συγγραφής.
Θα τον ευχαριστούσα για τα ταξίδια που έκανα και για τα μέρη που είδα.
Μετά θα ζητούσα συγνώμη που δεν κατάφερα να κάνω περισσότερα για τους ανθρώπους -που αγάπησα, που γνώρισα, που συνάντησα, που έζησαν μακριά από εμένα.
Μετά…
Φτάνει μια ώρα για να τα κάνω όλα; Μήπως μπορώ να έχω μια μικρή παράταση; Άλλη μια ώρα ή άλλη μια μέρα ή έναν ακόμα χρόνο; Ξέρω να παίζω και σκάκι!
Δως μου άλλη μια μέρα, την τελευταία μου, να προλάβω να διαβάσω ένα ακόμα διήγημα του Τσέχωφ, να φτιάξω ένα νόστιμο φαγητό, να δω άλλο ένα ηλιοβασίλεμα, να διαβάσω ένα παραμύθι στο γιο μου, να πιω ένα μπουκάλι κρασί με την αγαπημένη μου, να δω μια ταινία (τη «Διπλή Ζωή της Βερόνικας»), να ακούσω ολόκληρη την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν (συγνώμη, Μότσαρτ), ίσως και κάτι από τους Beatles και τους Nirvana, και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», να γράψω ένα διήγημα, να μυρίσω ένα γιασεμί, να…
Μια τελευταία μέρα; Έναν ακόμα μήνα; Έναν χρόνο; Μία ακόμα ώρα;