Stand by me -με ένα ποδήλατο

0
207

“I never had any friends later on like the ones I had when I was twelve. Jesus, does anyone?”

Αν η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από μια βόλτα με ποδήλατο, τότε τα πιο δύσκολα σημεία δεν είναι οι ανηφόρες. Εκεί χρειάζεται μόνο να έχεις υπομονή και κάποια στιγμή θα φτάσεις στην κορυφή.
Το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής είναι οι μεγάλες κατηφόρες, οι απότομες και τρομακτικές κατηφόρες –ή μήπως οι απότομες και διασκεδαστικές κατηφόρες;

Πριν πολλά χρόνια τέσσερα παιδιά στην αρχή της εφηβείας, δώδεκα-δεκατριών χρονών, βρεθήκανε μπροστά σε μια τέτοια κατηφόρα.


Ήταν οι διακοπές του Πάσχα και είχαν πάει εκδρομή με τα ποδήλατα τους. Ανεβήκανε λαχανιάζοντας έναν λόφο και σταθήκανε στην κορυφή κοιτώντας με τα μάτια γουρλωμένα.

Μπροστά τους βρισκόταν μια εξαιρετικά απότομη κατηφόρα, που ίσως είχε και μια τριγωνική ταμπέλα με το 35% να ακολουθείται από το σημείο στίξης του κινδύνου, της έκπληξης και της έντασης, το μόνο σημείο στίξης που εκφράζει συναίσθημα, το θαυμαστικό!!!

Το πρώτο παιδί, ας τον λέμε Γιώργο, έφυγε χωρίς καθόλου να σκεφτεί τι έκανε. Ακούστηκε μόνο να φωνάζει: «Γιούχου!!!» Και ξεκίνησε να κατεβαίνει την κατηφόρα με ταχύτητα που θα ζήλευε ποδηλατιστής στο γύρο της Γαλλίας, κάνοντας τρελά ζιγκ-ζαγκ, ενώ τα πόδια του ακουμπούσανε σχεδόν το τιμόνι.

Σαν ένας παλιάτσος κασκαντέρ, χωρίς αίσθηση του κινδύνου ή μάλλον με περιπαιχτική περιφρόνηση για τον κίνδυνο, το θάνατο και τη ζωή την ίδια, κατέβαινε αλαλάζοντας, πιο διονυσιακός και από τον Μόρισον στην αποκορύφωση της καριέρας του, αλλά ταυτόχρονα αστείος, σατυρικός, αυτοσαρκαζόμενος, ένας θεός που ξέρει ότι θα σταυρωθεί χωρίς να σώσει κανέναν –ούτε καν τον εαυτό του.

Το δεύτερο παιδί, ας το λέμε Χρήστο, κοίταξε κατάματα –και υπεροπτικά- την κατηφόρα. Έσφιξε τις λαβές, χαμογέλασε και είπε: «Σιγά τ’ αυγά». Έφυγε πιο γρήγορα από το Γιώργο, κάνοντας συνέχεια πετάλι για να επιταχύνει, αλλά η πορεία του ήταν απόλυτα σταθερή, ευθεία.
Αυτός δε γελούσε. Είχε επίγνωση του κινδύνου, αλλά δε φοβόταν –ή τουλάχιστον προσπαθούσε να δείχνει ότι δε φοβάται. Όλοι το ξέραμε ότι δε φοβόταν.

Ήταν πάντα ο αρχηγός στο παιχνίδι και στη μάχη. Το φωτοστέφανο της ανωτερότητας έλαμπε πιο πολύ και από τα ξανθωπά μαλλιά του. Είχε γοητεύσει κορίτσια μεγαλύτερης ηλικίας και είχε ήδη καταφέρει να φιλήσει κάποιο. Στο στόμα. Με γλώσσα! Δεν υπήρχε τίποτα που να μην μπορούσε να καταφέρει ο Χρήστος.

Το τρίτο παιδί, αυτός θα λέγεται Δημήτρης, κούνησε το κεφάλι του απαξιωτικά και σχολιάζοντας τους δύο προηγούμενους, τους άφρονες, είπε μόνο: «Αν πεταχτεί κάνα αυτοκίνητο δε θα έχει τόσο πλάκα». Ξεκαβαλίκεψε, πήρε το ποδήλατο του και κατέβηκε περπατώντας όσο πιο δεξιά στο δρόμο μπορούσε.

Το Δημήτρη τον περιφρονούσαν οι συμμαθητές του. Μπορεί να ήταν τα γυαλιά του ή τα εικοσάρια που έπαιρνε σε όλα τα μαθήματα. Ίσως να έφταιγε και η ερωτική του απειρία, όταν όλα τα αγόρια ισχυρίζονταν ότι είχαν κάνει πολύ περισσότερα απ’ όσα είχαν φανταστεί.

Αλλά πιο πολύ ήταν η συμπεριφορά του, που θύμιζε πιο πολύ ενήλικα, με όλα τα «δεν πρέπει» και τα «πρόσεχε» και τα «στο είπα» που άκουγες όλη τη μέρα στο σπίτι σου και δεν άντεχες να σου τα λέει και ένας συνομήλικος.

Ο τέταρτος, ο υποχόνδριος, φαντάστηκε το αυτοκίνητο να πέφτει πάνω του και να του σπάει όλα τα κόκαλα. Ή να χάνει τον έλεγχο και να πέφτει πάνω σε ένα δέντρο. Οραματίστηκε την κηδεία του. Οι γονείς του θα έκλαιγαν. Οι συμμαθητές του, σοκαρισμένοι από τον αναπάντεχο θάνατο, θα του άφηναν λουλούδια στον τάφο. Η τοπική εφημερίδα, μπορεί και κάποια Αθηναϊκή, θα έγραφαν ένα μικρό άρθρο για το παιδί, για εκείνο το τόσο καλό και άξιο παιδί, που είχε τόσο τραγικό τέλος.Και η Θάλεια θα έβαζε τη φωτογραφία του στο δωμάτιο της και θα ορκιζόταν να μην αγαπήσει ποτέ κανέναν άλλο.

Ο τέταρτος είδε τους δύο πρώτους φίλους του που είχαν γίνει πια δυο σημεία, δυο σημεία που όλο και μίκραιναν. Είδε και τον σώφρονα, το «δειλό», που κατέβαινε αργά και προσεκτικά.
«Πρέπει να το κάνω», μονολόγησε, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Δε θα τα καταφέρω, θα πεθάνω, αλλά πρέπει να το κάνω.» Και πριν ξεκινήσει είπε: «Σ’ αγαπώ, Θάλεια.»

Και ρίχτηκε στην περιπέτεια, ουρλιάζοντας από τρόμο –και χαρά.Όλοι τους κατεβήκανε την κατηφόρα. Κανείς τους δεν πέθανε -εκείνη τη μέρα.Συνέχισαν να ζουν τη ζωή τους με τον ίδιο τρόπο, όπως είχαν φερθεί μπροστά στην κατηφόρα εκείνης της εκδρομής.

Ο Γιώργος, έζησε γρήγορα και απερίσκεπτα. Ήταν ο πιο ταλαντούχος άνθρωπος που είχε ζήσει σε εκείνη τη μικρή επαρχιακή πόλη. Δεκαέξι χρονών μπορούσε να παίζει όλα τα μουσικά όργανα και οι τριαντάρηδες κάθονταν να τον ακούσουν να τραγουδάει Σιδηρόπουλο –καλύτερα και από τον ίδιο το Σιδηρόπουλο. Όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν αδύνατο να τον βαρεθείς. Πάνω που νόμιζες ότι τον ήξερες έκανε κάτι που σε ξάφνιαζε –και γοητευόσουν ζηλεύοντας το απύθμενο ταλέντο του, όπως ο Σαλιέρι τον Μότσαρτ.

 Μέχρι τα είκοσι έξι είχε δοκιμάσει όλα τα ναρκωτικά που μπορούσε να βρει. Στα τριάντα του έμπλεξε με την πρέζα. Η οικογένεια του τον ξέγραψε και –για να πω την αλήθεια- δεν ξέρω πια αν ζει.

Ο Χρήστος τα κατάφερε καλύτερα. Ενώ ζωγράφιζε πολύ καλά δεν έδωσε εξετάσεις για την Καλών Τεχνών. Ήθελε κάτι πιο πρακτικό και πιο επικερδές από τη ζωγραφική. Προτίμησε την ιατρική σχολή, όμως δεν κατάφερε να μπει. Χωρίς να απογοητευτεί γράφτηκε σε μια ιδιωτική σχολή ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Έγινε «κομπιουτεράς» -ένας από τους καλύτερους- και τώρα δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρία και κερδίζει αρκετά χρήματα για να πηγαίνει διακοπές όπου του αρέσει, ανύπαντρος παρότι σχεδόν σαραντάρης.

Δεν το παραδέχεται, γιατί ποτέ δεν κάνει λάθη, αλλά η δουλειά του τον έχει κουράσει. Ίσως να προτιμούσε να ζωγραφίζει.

Ο Δημήτρης τα κατάφερε καλύτερα απ’ όλους, και έζησε περισσότερες περιπέτειες απ’ ό,τι φανταζόταν. Στις πανελλήνιες εξετάσεις δεν κατάφερε να παρευρεθεί, παρότι είχε αποστηθίσει ακόμα και τα σημεία στίξης από το βιβλίο της ιστορίας και όλα τα άλλα βιβλία της δέσμης του. Την ημέρα των εξετάσεων έπαθε μια τόσο ισχυρή κρίση άγχους που παραλίγο να τρυπήσει το στομάχι του. Οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στο εξωτερικό να σπουδάσει.

Στο Μπέρμιγχαμ έμεινε ένα εξάμηνο και μετά χάθηκε στη βρετανική ενδοχώρα. Εκεί επιβίωσε δουλεύοντας ως εποχιακός εργάτης –και πολλά βράδια κοιμήθηκε κάτω από γέφυρες, παρέα με τους άστεγους και τους κολασμένους. Έκανε μια μικρή καριέρα στο θέατρο, παντρεύτηκε και χώρισε.

Στα τριάντα του επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τα αμπέλια του πατέρα του. Έφτιαξε ένα οικολογικό κτήμα και παντρεύτηκε μια παλιά συμμαθήτρια. Δεν είναι πλούσιος ούτε και διάσημος, αλλά χαίρεται πολύ με αυτό που κάνει.

Ο τέταρτος, ο υποχόνδριος, ακόμα συνεχίζει να λέει «μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ, θα τα καταφέρω, θα πεθάνω, αλλά πρέπει να προσπαθήσω». Και μετά από μερικά μυθιστορήματα που κανένας εκδότης δε θέλει να εκδώσει, μετά από διάφορες ταπεινές δουλειές και δύο χρόνια ανεργίας, κάθεται στο μπαλκόνι του, πίνει, καπνίζει, και γράφει ένα κείμενο για το μπλογκ του –το οποίο διαβάζουν είκοσι άνθρωποι.

Σκεφτείτε, λοιπόν, τους εαυτούς σας ως παιδιά, στην αρχή της εφηβείας: Πρώτη ή δευτέρα γυμνασίου… Θυμηθείτε τι ρούχα φορούσατε στις διακοπές του Πάσχα, τι χρώμα ήταν το ποδήλατο σας και πόσα σπυράκια είχατε στο πρόσωπο.

Φανταστείτε ότι έχετε πάει εκδρομή με τους καλύτερους σας φίλους. Και βρίσκεστε μπροστά σε μια απότομη, τρομαχτική και διασκεδαστική κατηφόρα.

Τι θα έκανε εκείνο το παιδί, ο σχεδόν έφηβος, που ήσασταν κάποτε; Μην πείτε τι θα κάνατε εσείς, τώρα που γίνατε γονείς ή απλά ωριμάσατε υπερβολικά για να είστε απερίσκεπτοι.

Σκεφτείτε τι θα έκανε ο εαυτός σας ως παιδί.
Θα φώναζε: «Γιούχου!»; «Σιγά τ’ αυγά»; «Προσοχή στα αυτοκίνητα»; «Πρέπει να το κάνω, ακόμα κι αν πεθάνω»;

Τι θα έκανε εκείνο το παιδί που κάποτε ήσασταν;