Στις νήσους των Μακάρων ακούγονται φωνές και τραγούδια.
Ο Σωκράτης έχει σηκώσει τον χιτώνα του ως τα γόνατα και χορεύει συρτάκι με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
«Σας το ‘χα πει», φωνάζει κάθε τόσο. «Σας το ‘χα πει ότι ήμουν αθώος.»
«Εμείς το ξέραμε, δάσκαλε», απαντάει ο Πλάτωνας.
«Τώρα το ξέρουν όλοι», κάνει ο Σωκράτης και πιάνει το ποτήρι του για να πιει. «Μας τέλειωσε το κρασί;» ρωτάει σαν το βλέπει άδειο.
«Έχει πάει ο Επίκουρος για να φέρει από τον κήπο του», απαντάει ο Πλάτωνας. «Αλλά… Έχουμε κάποια προβλήματα με την χρηματοπιστωτική μας ρευστότητα.»
«Την ποια;»
«Πού να σου λέμε τώρα, προχώρησε ο κόσμος».
«Οι Γερμανοί που αγοράσανε τα αμπέλια μας μισοτιμής δεν μας δίνουν άλλο βερεσέ», εξηγεί ο Αριστοτέλης.
«Ουδείς εκών κακός», κάνει ο Σωκράτης. «Δεν πειράζει, μπορούμε να γλεντήσουμε και χωρίς κρασί… Μαέστρο, παίξε ένα χασαποσέρβικο.»
«Ό,τι πεις, δάσκαλε», του λέει ο Ζαμπέτας και πιάνει το μπουζούκι του.
Λίγα μέτρα παραπέρα κάθονται συνοφρυωμένοι ο Έγελος με τον Καντ. Προσπαθούν να συνεχίσουν τη μελέτη τους, αλλά –ενοχλημένοι από τη μουσική- κάθε τόσο σηκώνουν το κεφάλι και κοιτάνε τους Έλληνες.
Τελικά ο Καντ πετάει την πένα του νευριασμένος.
«Πάλι γλεντάνε αυτοί;»
«Ως συνήθως», απαντάει ο Έγελος.
«Δεν μπορώ να καταλάβω πού τη βρίσκουνε την όρεξη για χορό.»
«Τεμπελχανάδες», κάνει ο Έγελος.
Ξαφνικά εμφανίζεται πίσω τους ο Νίτσε, με το μάτι να γυαλίζει.
«Έχουν δαιμόνια μέσα τους, έχουν τον κεραυνό μέσα τους, έχουν ζωή μέσα τους, ανθρωπάρια», φωνάζει και ξεχύνεται για να χορέψει κι αυτός.
Οι Γερμανοί φιλόσοφοι τους βλέπουν για λίγο να χορεύουν.
«Το απολαμβάνουν πάντως», λέει ο Έγελος.
«Έχω ξεχάσει τι πάει να πει απόλαυση», απαντάει αυστηρά ο Καντ.
Ο Έγελος πάει να πει κάτι, διστάζει, τελικά το ξεφουρνίζει:
«Η γυναίκα μου λέει ότι την παραμελώ… Έχουμε είκοσι πέντε χρόνια, τρεις μήνες και δώδεκα ημέρες να κάνουμε σεξ.»
«Αγόρασε ‘της ένα κόσμημα.»
«Το έκανα.»
«Και τι σου είπε;»
«Να το βάλω στον κώλο μου.»
Ο Καντ κοιτάει για λίγο τον Έγελο.
«Πες ‘της να πάει να γαμηθεί», λέει και πιάνει την πένα για να συνεχίσει τη δουλειά του.
«Αυτό μου είπε ότι θα κάνει», απαντάει ο απελπισμένος Έγελος.
~~{}~~
Πάνω από έναν λόφο ο Κομφούκιος με τον Λάο Τσε παρακολουθούν τα τεκταινόμενα ατάραχοι.
«Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα των δυτικών;» ρωτάει ο Κομφούκιος, χωρίς να περιμένει απάντηση. «Ότι πιστεύουν στο άτομο, στην ελευθερία και στη μέγιστη χίμαιρα: Την προσωπική ευτυχία… Κοίτα ‘τους πώς χορεύουν… Λες και νομίζουν ότι θα υπάρχουν για πάντα.»
«Ή σαν να πρόκειται να χαθούνε αύριο», λέει ο Λάο Τσε.
~~{}~~
Ο Ρουσσώ διαπληκτίζεται με τον Λοκ για ένα συμβόλαιο.
«Μάγχη.»
«Αγγλικό κανάλι.»
«Rien de rien… Μάγχη.»
Πίσω τους περνάει τρέχοντας ο Ντε Σαντ με το κεφάλι της Αντουανέτας στα χέρια. Το κεφάλι φωνάζει:
«Πήγαινε ‘με πίσω στο σώμα μου, σε προστάζω.»
«Πρώτα θα σου δώσω να φας το παντεσπάνι μου», της λέει ο μαρκήσιος και ανοίγει τα κουμπιά του παντελονιού του.
~~{}~~
Την ίδια στιγμή ο Σωκράτης, ιδρωμένος, φωνάζει στον Ζαμπέτα:
«Σταμάτα, μαέστρο, ξεποδαριαστήκαμε στο χορό. Κάνε κράτει και μέτρον άριστον.»
«Κουράστηκες, δάσκαλε;»
«Γνώθι σαυτόν, μαέστρο μου, γνώθι σαυτόν.»
Λαχανιασμένος ξαπλώνει σε ένα ανάκλιντρο και απευθύνεται στον Πλάτωνα:
«Τελικά κρασί θα πιούμε; Να κάνουμε καμιά ωραία κουβέντα για την ψυχή και τον έρωτα;»
«Έρχεται τώρα», απαντάει ο Πλάτωνας. «Έκανε ο Λυσίας μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους μας.»
«Άντε, γιατί στέγνωσε το στόμα μου.»
~~{}~~
Όπως είναι ξαπλωμένος τον προσεγγίζει ο Αδόλφος.
«Εγέρθητι!», του φωνάζει.
Ο Σωκράτης γυρνάει να τον κοιτάξει.
«Εσύ είσαι, Τσάρλι, και τρόμαξα;» του λέει. «Κάτσε να πιούμε λίγο οίνο κεκραμένο να μιλήσουμε για την τέχνη.»
Ο Αδόλφος βρίζει και πηγαίνει προς τον Έγελο και τον Καντ.
Ο Σωκράτης μονολογεί: «Περίεργοι άνθρωποι αυτοί οι καλλιτέχνες.»
Τότε εισέρχεται ο Μαρξ.
«Τι κάνεις;» φωνάζει στον Σωκράτη. «Το καπιταλιστικό καθεστώς και οι μονοπωλιακές αγορές έχουν στραγγαλίσει την προλεταριακή τάξη και τους μικροαστούς κι εσύ κάθεσαι να πίνεις κρασιά στο ανάκλινδρο σου;»
«Περίμενε, βρε Κάρολε, μην μου τα λες έτσι απότομα, γιατί είμαι και λίγο βραδύς στη σκέψη», λέει ο Σωκράτης και ανακάθεται.
«Βραδύς είσαι εσύ, αλλά ο καπιταλισμός είναι βιαστικός», λέει ο Μαρξ. «Τα χρηματιστήρια με την υποκουλτούρα τους έχουν καταλάβει τον κόσμο.»
«Όταν έφυγα εγώ είχαμε δημοκρατία», λέει ο Σωκράτης και ψάχνει για το ποτήρι του.
“Η δημοκρατία σε δολοφόνησε”, του λέει ο Μαρξ. «Για δες αυτό.»
~~{}~~
Από το πουθενά –έτσι γίνεται στη νήσο των Μακάρων- εμφανίζεται μια lcd οθόνη, σαράντα ιντσών. Στην οθόνη δείχνει τον διαγωνισμό Γιουροβίζιον.
«Τι ‘ν’ αυτό;» ρωτάει ο Σωκράτης.
«Η ελληνική συμμετοχή», του λέει ο Μαρξ.
«Και γιατί βαρβαρίζει;»
«Επειδή επικράτησαν.»
«Οι βάρβαροι;»
«Καπιταλιστές.»
Ο Σωκράτης μένει για λίγο να παρακολουθεί.
«Και τι σχέση έχει αυτό με τη δημοκρατία;» ρωτάει μετά τον Μαρξ.
«Καμία», απαντάει εκείνος. «Ή απόλυτη».
Ο Σωκράτης πίνει το κρασί του μονορούφι.
«Φίλτατε Κάρολε, σου έχω πει ότι δε θέλω να με μπλέκεις με τα επίγεια. Εγώ έκανα ό,τι ήταν να κάνω, είπα όσα ήθελα να πω, μου έδωσαν το κώνειο κι ήρθα στο νησάκι μας να ηρεμήσω.»
«Και δε σε νοιάζει για όσα παθαίνουν οι αδύναμοι και οι κατατρεγμένοι, οι κολασμένοι εκείνου του κόσμου;»
«Εγώ τους Πέρσες τους πολέμησα. Και τους νίκησα… Ας ‘τους αυτούς να πολεμήσουν με τους δικούς τους Πέρσες.»
Τότε μπαίνει ένας φρεσκοπεθαμένος. Βλέπει τον Σωκράτη στο ανάκλινδρο, τον Μαρξ από πάνω του και αναρωτιέται φωναχτά: «Από πού θα πατήσω like;»