Η χρονοκάψουλα του ανθρώπου

0
879

(Πρώτα μια λανθασμένη απάντηση)

Αν εξαφανιζόταν η ανθρωπότητα από προσώπου γης, ακαριαία και απροειδοποίητα, χωρίς έκρηξη, χωρίς καν ένα λυγμό.

Αν εξαφανιζόταν η ανθρωπότητα μαζί με τα έργα της. Μαζί με τους πολέμους, τις γενοκτονίες, τις δολοφονίες και τους βιασμούς.

Μαζί με τις επιστήμες της, τις τέχνες κι εκείνες τις λίγες στιγμές όπου η ομορφιά υπερίσχυσε της ασχήμιας, η λογική υπερίσχυσε της παραφροσύνης, το όνειρο υπερίσχυσε του κομφορμισμού και η αλληλεγγύη υπερίσχυσε του διχασμού.

Αν χάνονταν όλοι οι άνθρωποι μαζί με την ιστορία τους -και τα μαυσωλεία της πολιτικής, του αθλητισμού και των θρησκειών, και δεν έμενε τίποτα στον πλανήτη που να μαρτυρά ότι κάποτε τον περπάτησε ένα όν δίποδο, άπτερο και αχάριστο.

Τίποτα εκτός από ένα βινύλιο, ένα δίσκο, χαραγμένο και ταλαιπωρημένο, παρατημένο πάνω σε μια βουνοκορφή, σαν μια Κιβωτό του Νώε, αλλά χωρίς ζώα, ανθρώπους, κατακλυσμό και ουράνιο τόξο.

Κι ένα εκατομμύριο χρόνια μετά (μπορεί και δέκα) να έφταναν στον τρίτο πλανήτη ενός μικρού ηλιακού συστήματος κάποιοι εξωγήινοι με αυτιά και παρόμοια εγκεφαλική δομή μ’ εκείνη των εκλιπόντων ανθρώπων.

Να έβρισκαν το δίσκο και ν’ άκουγαν ένα και μοναδικό μουσικό κομμάτι, το μόνο ίχνος από τη σύντομη πορεία ενός θηλαστικού: Το δεύτερο μέρος από το κονσέρτο για πιάνο αριθμός 21 του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.

Οι εξωγήινοι τότε θα θρηνούσαν.

Θα θρηνούσαν για αυτό το αξιοθαύμαστο όν που δημιούργησε αυτόν το χαμένο πολιτισμό.
Θα θρηνούσαν για αυτό το ον που μπόρεσε να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο και πλήρες, τόσο απλό και τόσο ολοκληρωμένο.
Θα φανταζόντουσαν μια χαμένη Ατλαντίδα, όπου οι κάτοικοι της ζούσαν σε πλήρη ευδαιμονία και αρμονία με τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Μια κοινωνία ισόθεων όπου η λογική και το θυμικό πάλλονταν από τη μουσική του σύμπαντος.

Ένα χαμένο παράδεισο και κάποια όντα που ίσως να ήταν φτιαγμένα από φως.

Μια ουτοπία που ανάλογη της δεν έχει ξαναεμφανιστεί σε ολόκληρο το γνωστό σύμπαν.

~~{}~~

(Και η ερώτηση)

“When i was young”, ένα χειμώνα της μανίας κάτω από το φως των Κυκλάδων, μια παρέα νεαρών «καλλιτεχνών» έπινε και προσπαθούσε να φανταστεί τι θα έβαζε μέσα στην χρονοκάψουλα.

Η αρχική ερώτηση ήταν απλή, όπως όλες οι σκέψεις που οδηγούν κάπου:
Έστω ότι έπρεπε να στείλουμε ένα μήνυμα σε εξωγήινους ή στους αρχαιολόγους του μακρινού μέλλοντος. Μέσα στην κάψουλα θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα μόνο πράγμα που να φανερώσει στους ανασκαφείς τη φύση του ανθρώπου. Τι θα βάζαμε;

Ο υποφαινόμενος, που ήταν υπέρμαχος του πεζού λόγου, πρότεινε τον “Οδυσσέα” του Τζέιμς Τζόις.

Μια ποιήτρια διαφώνησε. Αν ήταν βιβλίο θα έπρεπε να είναι ποίηση. Ίσως τα άπαντα του Καβάφη.

Ένας φίλος, ο Φάνης, που ήταν μουσικός, είχε διαφορετική γνώμη: Έπρεπε να βάλουν ένα δίσκο. Σκέφτηκε διάφορα κομμάτια, αλλά τελικά πρότεινε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Κάποιος πιο ορθολογιστής παρατήρησε ότι η τέχνη παρουσιάζει την πραγματικότητα του δημιουργού της. Γι’ αυτό θα έπρεπε να βάλουν ένα επιστημονικό κείμενο ή ένα ιστορικό. Ίσως την «Παγκόσμια Ιστορία της Ανθρωπότητας» του Ασίμοφ.

Ο φωτογράφος της παρέας διαφώνησε με τον προηγούμενο. Μόνο η τέχνη μπορεί να δείξει ποιος είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος. Πόσο σπουδαίος και πόσο καταστροφικός. Και διάλεξε το «Αποκάλυψη Τώρα», του Κόπολα, όπου συνυπάρχει η φωτογραφία, η υποκριτική (την ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο θα τη ζήλευε κι ο Κουρτς),  η λογοτεχνία (η ταινία στηρίζεται στο βιβλίο του Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους» και ο Μπράντο απαγγέλει στίχους του Τ.Σ. Έλιοτ) και η μουσική (The Doors, Rolling Stones και Βάγκνερ).

Στην παρέα υπήρχε  και μια ζωγράφος, που όμως δεν μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στην αναγεννησιακή και τη μοντέρνα ζωγραφική.

~~{}~~

Τελικά έπιασε να χαράζει και η παρέα δεν μπόρεσε να καταλήξει. Ούτε σε αυτό το υποθετικό ερώτημα, λίγοι φίλοι, δε συμφώνησαν.

Και ίσως αυτό θα ήταν το περιεχόμενο της χρονοκάψουλας, το κενό, αν λίγο πριν κλείσει το μαγαζί ο ταβερνιάρης που συμμετείχε σε όλες τις συζητήσεις δεν έδινε τη λύση:
«Τι τέχνες και φιλοσοφίες;» είπε με τη δυνατή του φωνή. «Βάλτε ένα μπουκάλι κρασί, να το πιουν οι εξωγήινοι να νιώσουν για λίγο άνθρωποι.»