Μόλις ξύπνησε ο Γκρέγκορ Σάμσα κατάλαβε ότι είχε μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο έντομο.
Όχι, δεν αποτρελάθηκα ούτε έχει καμιά σχέση ο Κάφκα με το Άγιο Όρος. Απλά σκεφτόμουν πώς να ξεκινήσω τη συνέχεια του οδοιπορικού και θυμήθηκα την καλύτερη αρχή βιβλίου. Χωρίς εισαγωγές, χωρίς περιγραφές τοπίου και καιρού, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς ποιητικές εκφράσεις. Μια κι έξω, στο δόξα πατρί: «Είχε μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο έντομο».
~~
Είχαμε αφήσει τον Αδάμ να σκέφτεται την πρόταση του ταυρόπαπα (ας του δώσουμε ένα όνομα, πάτερ Αμβρόσιος).
Στην αρχή προσπάθησε να το αποφύγει.
«Όχι, να μη σας γίνομαι βάρος, θα πάω σε ένα μοναστήρι. Με τα πόδια.»
Ο Αμβρόσιος γέλασε. Γέλασε τρανταχτά.
«Θα σε φάνε οι λύκοι», είπε και ποτέ δε διευκρινίστηκε αν κυριολεκτούσε.
(Επί του πιεστηρίου: Όπως έμαθε αργότερα δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να περπατήσει ως την κοντινότερη μονή. Αν το ήξερε και το είχε κάνει αυτή η ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική.)
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο που δε γελάει.
Ο Αδάμ δέχτηκε. Πριν πάνε στο κελί έκατσαν σε μια ταβέρνα στις Καρυές για να τσιμπήσουν κάτι. Λεφτά δεν είχε, αλλά ο Αμβρόσιος του είπε ότι θα τον κερνούσε αυτός. Ο Αδάμ παρήγγειλε σούπα (ούτε ο Όλιβερ Τουίστ να ήταν.)
Και μετά ξεκίνησαν για το κελί.
~~
Αυτό το κελί δε θύμιζε σε τίποτα «κελί». Ήταν ένα διώροφο σπίτι του 1500-κάτι, ανακαινισμένο, που θα μπορούσε να γίνει ένας υπέροχος ξενώνας. Στον πάνω όροφο είχε αρκετά υπνοδωμάτια. Κάτω μερικά ακόμα, μια τεράστια τραπεζαρία, μια εσωτερικής χρήσης εκκλησία και κουζίνα.
Ο Αμβρόσιος τον ξενάγησε. Τα κειμήλια που είχε θα ήταν η χαρά κάθε αρχαιοκάπηλου.
Έπειτα μπήκαν στην κουζίνα. Εκεί ο Αδάμ μπερδεύτηκε για μια στιγμή, αφού η κουζίνα είχε όλες τις ανέσεις νεόδμητου διαμερίσματος στην Καλλιθέα.
Ο Αμβρόσιος φόρεσε μια ποδιά και άρχισε να «αδειάζει» μερικά κολοκυθάκια.
«Άνοιξε το ντουλάπι αν θες να πιεις κάτι», είπε στον Αδάμ.
Εκείνος άνοιξε το ντουλάπι που του έδειξε και είδε μέσα μια πλήρη κάβα. Έκρυψε την έκπληξη του, διάλεξε ένα τσίπουρο –δεν του πήγαινε να πιει βότκα ή τζιν- και έκατσε την ώρα που ο Αμβρόσιος πατούσε το κουμπί του στερεοφωνικού.
Και τότε το κελί γέμισε με τη φωνή του…
Δεν ήταν ορθόδοξη λειτουργία. Ούτε οι Εσπερινοί του Ραχμάνινοφ. Ούτε καν ένα ορατόριο του Μπαχ.
Ακούστηκε σκοτεινός και βαρύτονος ο Nick Cave να τραγουδάει μία από τις Δολοφονικές Μπαλάντες του.
Ο Αδάμ είχε αποπροσανατολιστεί πολιτισμικά. Αν ο Αμβρόσιος ξεκινούσε να στρίβει ένα τσιγαριλίκι, αντί να αδειάζει τα κολοκυθάκια, δε θα του φαινόταν καθόλου παράξενο.
«Θα έχουμε παρέα σήμερα», γύρισε και του είπε. «Φτιάχνω κολοκυθάκια γεμιστά με κιμά.»
«Μα…» έκανε ο Αδάμ. «Νόμιζα ότι απαγορεύεται το κρέας στο Όρος.»
Ο Αμβρόσιος τον κοίταξε όπως θα τον κοιτούσε ένας συμμαθητής στο σχολείο αν του έλεγε: «Δεν επιτρέπεται να κάνουμε σκονάκι.»
«Καλά», είπε μετά συνεχίζοντας τη δουλειά του. «Εσύ, αν θες, φάε φακές.»
Καθώς ο Αμβρόσιος μαγείρευε ο Αδάμ έβγαλε την Αγία Γραφή και έκανε ότι διαβάζει. Ήθελε να του κάνει μια δύσκολη ερώτηση, κάτι που να έδειχνε ότι έχει βαθιά γνώση των Γραφών.
(Η ματαιοδοξία είναι η αγαπημένη μου αμαρτία, λέει ο διάβολος Αλ Πατσίνο.)
Προτού σκεφτεί κάτι καλό ο Αμβρόσιος γύρισε και τον κοίταξε:
«Τι κάνεις;»
«Διαβάζω την Αγία Γραφή», είπε ο Αδάμ με ύφος δόκιμου οσιομάρτυρα.
«Γιατί;» είπε ο Αμβρόσιος με αληθινή απορία.
«Για να καταλάβω», είπε ο Αδάμ. Και συμπλήρωσε με καζαντζακική υπεροψία: «Τον Θεό.»
Ο Αμβρόσιος γέλασε ξανά κι έβγαλε την ποδιά του.
«Ας ‘την εδώ», του είπε. «Πάμε έξω για να καταλάβεις.»
Μπήκαν στο αγροτικό του και οδήγησε ως το δάσος. Εκεί κατεβήκανε κι άρχισαν να περιπλανιούνται. Δεν του είπε κάτι φιλοσοφημένο, όπως, βλέπεις τη φύση; Αυτός είναι ο θεός -ή κάτι παρόμοιο.
Απλά περπατούσαν και του εξηγούσε αυτά που έβλεπαν.
Ένα δέντρο που η φλούδα του λειτουργεί ως μικροβιοκτόνο. Τη ρίχνεις στο νερό που πίνουν τα ζώα και δεν αρρωσταίνουν.
Κάτι ίχνη από σκρόφες, από θηλυκά αγριογούρουνα.
Του είπε για τα σκαθάρια, το νοστιμότερο ψάρι, το οποίο πιάνεις μόνο με ψαροντούφεκο.
~~
Περπατώντας από χωματόδρομους έφτασαν σ’ ένα μοναστήρι. Εκεί τον πήγε στο οστεοφυλάκιο κι ο Αδάμ έχασε κάθε επαφή με την επίγεια πραγματικότητα.
Μπροστά του βρισκόταν ένας σωρός από κρανία και κόκαλα. Ή, μάλλον, ένα βουνό από κρανία και κόκαλα. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες νεκροκεφαλές του χαμογελούσαν με κιτρινισμένα δόντια.
«Εδώ είναι όλοι οι καλόγεροι που έζησαν στο μοναστήρι από τη μέρα που φτιάχτηκε», του είπε ο Αμβρόσιος.
Ο Αδάμ ένιωσε σαν τον Λουκιανό στον Άδη. Όλα εκείνα τα κρανία είχαν κάποτε δέρμα, μαλλιά, μάτια, εγκέφαλο. Όλα εκείνα τα κρανία κάποτε σκέφτονταν, μιλούσαν, προσεύχονταν. Και τα πλευρά ήταν γύρω από μια καρδιά που χτυπούσε, δυο πνεύμονες που αναπνέαν.
Ήταν κάποτε άνθρωποι ζωντανοί, αυτά τα οστά, και τώρα ήταν άψυχα σαν τις πέτρες.
«Βλέπεις αυτά εδώ;» του είπε ο Αμβρόσιος και του έδειξε κάποια κόκαλα που είχαν ακόμα δέρμα πάνω τους, ξερό και μουμιοποιημένο.
«Τι είναι; Άγιοι;» ρώτησε ο Αδάμ.
Ο Αμβρόσιος δε γέλασε, αν και τα μάτια του το έκαναν.
«Ηγούμενοι», είπε. «Το δέρμα τους δε λιώνει ποτέ, με τόσες αμαρτίες που έχουν κάνει.»
~~
Καθώς πήγαιναν προς την εκκλησία του μοναστηριού, ο Αμβρόσιος του εξήγησε με λίγα λόγια ότι οι ηγούμενοι δεν παίρνουν αυτό το αξίωμα χάρη στην αγιοσύνη τους. Το αντίθετο μάλιστα. Για να γίνεις τέτοιος πρέπει να υπερισχύσεις των αντίζηλων, κι αυτό γίνεται με μηχανορραφίες και πολιτικά παιχνίδια, όπου το Πατριαρχείο παίζει τον κύριο ρόλο.
«Οι μόνοι άγιοι είναι εκείνοι εκεί πάνω, στις σκήτες», του είπε ο Αμβρόσιος και του έδειξε κάτι σαν σπηλιά πάνω στο βουνό. «Αλλά αυτοί, αν τους πλησιάσει ηγούμενος, θα τον πάρουν με τις πέτρες.»
Έφτασαν στην εκκλησία κι ένας νεαρός καλόγερος, με γαλλική προφορά, ξεκίνησε να του δείχνει τους θησαυρούς:
«Εδώ ειναί η ζωνή της Παναγιάς, που θεγαπευεί κοιλοπονούς και εντεγικά προβληματά, βοηθαεί τις γυναικές στις δύσκολες γεννές και κανεί καλά τα αγωστά παιδιά… Εδώ το οστό από το χεγί του Βαφτιστή, θεγαπευεί την αγθίτιδα και τον κακινό…»
Ο Αδάμ δεν ήξερε αν έπρεπε να αρχίσει να γελάει ή να βρίζει. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με ιερόσυλη διαφήμιση τηλεμάρκετινγκ: «Αγοράστε σήμερα το Ιερό Δισκοπότηρο, που θα σας κάνει να δείχνετε δέκα χρόνια νεότεροι… Με κάθε δισκοπότηρο δώρο μια Ιερή Σινδόνη σε υπέροχα χρώματα.»
Ευτυχώς η γελοιότητα του γαλλόφωνου διαφημιστή τον βοήθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του.
Βγαίνοντας από το μοναστήρι ο Αμβρόσιος του είπε:
«Δε θα μπορούσα να ζήσω σε μοναστήρι. Ούτε μια μέρα.»
~~
Περιπλανήθηκαν για λίγο ακόμα στο δάσος και μετά γύρισαν στο κελί. Μόλις μπήκαν ο Αδάμ άκουσε έναν λιγόψυχο βήχα και κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινη φωνή να έρχεται από ένα δωμάτιο του κάτω ορόφου.
«Ο γέρος», είπε ο Αμβρόσιος και χάθηκε στο δωμάτιο απ’ όπου είχε ακουστεί ο βήχας.
Όταν γύρισε στην κουζίνα, όπου ο Αδάμ είχε πιει άλλα δυο ποτήρια τσίπουρο και αναρωτιόταν τι να γράψει στο ημερολόγιο του, του εξήγησε.
Κάθε κελί «άνηκε» σε έναν καλόγερο. Όταν εκείνος γερνούσε τόσο ώστε να μην μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του, διάλεγε έναν «διάδοχο» καλόγερο. Εκείνος τον φρόντιζε, τον ξεσκάτιζε, τον περιποιούταν μέχρι να φύγει από την Κοιλάδα των Δακρύων.
Κάποια στιγμή ο «διάδοχος» έπρεπε να διαλέξει το δικό του «νοσοκόμο». Και αυτό συνεχιζόταν στο διηνεκές, μέχρι τη στιγμή της Κρίσης.
Μετά ο Αμβρόσιος έβαλε τα κολοκύθια να βράζουν. Η παρέα θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Ο Αδάμ, αναρωτήθηκε, αν έπρεπε να φορέσει κάτι πιο… επίσημο.
~~
Ο πρώτος που ήρθε δεν ήταν καλόγερος. Ήταν ένας νεαρός από τον έξω κόσμο. Γνήσιος Σαλονικιός, πιθανότατα Παοκτζής, με τη μαγκιά του και το φρεσκοπλυμένο αυτοκίνητο του παρκαρισμένα στην Ουρανούπολη.
Μπήκε άνετος, είχε ξανάρθει όπως φαινόταν, έβαλε ποτάκι για να πιει και μιλήσανε για λίγη ώρα. Είχε ένα μαγαζί με φοιτητικά έπιπλα στη Θεσσαλονίκη και «καλά πηγαίνουν οι δουλειές». Σίγουρα δεν είχε διαβάσει ποτέ Καζαντζάκη (άντε το πολύ-πολύ Καζαντζίδη) και σίγουρα δεν έψαχνε για το θεό.
Όμως σαν είδε τον Αμβρόσιο έγινε σαν μικρό παιδί, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Τι μαλακία έκανες πάλι;» τον ρώτησε ο Αμβρόσιος.
Πήγανε στο διπλανό δωμάτιο για να μιλήσουν.
Από όσα άκουσε κατά λάθος ο Αδάμ (δεν ήθελε να είναι και αδιάκριτος), ο νεαρός είχε αρραβωνιαστεί κάποια, αλλά την είχε βαρεθεί και την είχε απατήσει με κάποια άλλη και δεν ήξερε τι να κάνει γιατί προτιμούσε την πρώτη, αλλά ήθελε και άλλες και…
Καθώς περίμενε, έπινε –και κρυφάκουγε- άνοιξε η πόρτα και μπήκαν άλλοι δύο από την παρέα (οι πόρτες δεν κλειδώνανε, όποιος ήθελε έμπαινε).
Ο πρώτος ήταν ένας αναμαλλιασμένος γκριζομάλλης καλόγερος, πενηντάρης ίσως, ίδιος με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ μετά από το Ουρλιαχτό και δύο μιλιγκράμ LSD-25.
Ο άλλος, πιο νέος, και παρότι καλόγερος και ντυμένος στα μαύρα, απέπνεε μια ιδιότυπη θηλυκότητα που θα έκανε έναν νεοναζί ν’ αρχίζει να φωνάζει αίμα, τιμή κτλ κτλ. Όμως τότε οι νεοναζί ήταν ακόμα γραφικοί όπως οι ροκαμπιλάδες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το τρίτο και τελευταίο μέρος: “Ο θεός στο Άγιο Όρος” http://sanejoker.info/2012/10/mountains3.html