Ο Ναροτάμα μεγάλωσε μόνος στη σπηλιά, μιλώντας με τις σκιές που έβλεπε στα τοιχώματα.
Κάποια μέρα γύρισε προς το φως. Μόλις τα μάτια του συνήθισαν τη λαμπρότητα αντιλήφθηκε ότι οι σκιές ήταν μονάχα τα κακέκτυπα των αληθινών όντων.
Με φωτισμένο νου εγκατέλειψε τη σπηλιά και χάθηκε στο δάσος.
Λίγες μέρες αργότερα έφτασε σε μια πολιτεία.
~~
Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ήταν ένας σανδαλοποιός, που έβαφε δέρματα μέσα σ’ ένα τσουκάλι. Ο άντρας βαρυγκομούσε κι έβριζε Ήταν καμπουριασμένος πάνω από το τσουκάλι κι ο ιδρώτας του έσταζε μέσα. Κάθε σταγόνα έσπαγε το χρώμα κι ο σανδαλοποιός ολοένα και πιο εκνευρισμένος βλαστημούσε τη δουλειά του και τη μοίρα του.
“Δεν αγαπάς αυτό που κάνεις”, του είπε ο Ναροτάμα, που είχε σταθεί πίσω του.
Σαν άκουσε τη φωνή ο σανδαλοποιός γύρισε τρομαγμένος. Μέσα από το σώμα του ξεπήδησε μια σκιά, ίδια στο ύψος και στα χαρακτηριστικά με τον κάτοχο της. Αλλά εκείνη χαμογελούσε, με δόντια και με μάτια, και προσπαθούσε να πουλήσει στον Ναροτάμα σανδάλια.
Ο Ναροτάμα αγνόησε τη σκιά και απευθύνθηκε στον σανδαλοποιό, που έμενε ζαρωμένος πάνω από το τσουκάλι.
“Ποια είναι αυτή η πολιτεία;” τον ρώτησε.
Ο σανδαλοποιός πανικοβλήθηκε, επειδή ο Ναροτάμα μπορούσε να τον δει. Μάζεψε γρήγορα τα πράγματα του κι έφυγε τρέχοντας προς την πόλη.
~~
Ο δεύτερος άνθρωπος που συνάντησε ήταν ένας στρατιώτης.
Εκείνος είχε αφήσει τη σκιά του -αγέρωχη και αυστηρή- να φυλάει την πύλη, ενώ ο ίδιος κλαψούριζε, καθισμένος σε έναν κορμό.
“Ποια είναι αυτή η πολιτεία και ποιοι είναι οι κάτοικοι της;” ρώτησε ο Ναροτάμα το φοβισμένο στρατιώτη, αδιαφορώντας για τη σκιά που τον διέταζε να σταματήσει.
Ο στρατιώτης έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του, ενώ η σκιά του συνέχιζε να φωνάζει και να απειλεί.
“Ποιον φοβάσαι;” ρώτησε ο Ναροτάμα τον στρατιώτη κι αφού δεν πήρε απάντηση, συνέχισε το δρόμο του και μπήκε στην πολιτεία.
~~
Ο τρίτος άνθρωπος που συνάντησε ο Ναροτάμα ήταν μια γυναίκα.
Είχε θλιμμένα μάτια που τα στεφάνωναν δύο μικρές ρυτίδες. Τα χείλη της ήταν πορτοκαλί, σαν βερίκοκα. Τα στήθη της ήταν κουρασμένα, αλλά είχαν δώσει ζωή σε παιδιά. Φορούσε ένα βαμβακερό πορτοκαλί φόρεμα και μύριζε σαν τη γόνιμη γη.
Από μέσα της βγήκε μια σκιά με κατακόκκινα χείλη και ασπρισμένο πρόσωπο, γεμάτη κοσμήματα και ψιμύθια, μεταξωτά ρούχα και αρώματα, χαμόγελα και ψέματα.
Η σκιά προσπαθούσε να σαγηνεύσει τον ξένο.
“Είσαι όμορφη”, είπε ο Ναροτάμα στη γυναίκα, αδιαφορώντας για τη σκιά.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της, ν’ αγγίξει την άκρη από το ρούχο του.
~~
Ο Ναροτάμα συνέχισε να περπατάει, ώσπου βρέθηκε στο παλάτι.
Σαν μπήκε μέσα βρέθηκε αντιμέτωπος με τη θεόρατη σκιά του φιλόσοφου-βασιλιά.
Η σκιά ρητόρευε, έκανε πολύπλοκους συλλογισμούς και έθετε δυσνόητα -ίσως και άλυτα- προβλήματα. Μα ο Ναροτάμα πέρασε από μέσα της και αντίκρισε το γερασμένο κι ετοιμοθάνατο ανθρωπάκο που κρυβόταν πίσω της.
Εκείνος απόρησε, χαμογέλασε και είπε: “Τι γυρεύει ένα παιδί ανάμεσα στις σκιές;”
“Εγώ δεν βλέπω σκιές. Μόνο ανθρώπους”, του είπε ο Ναροτάμα.
“Γι’ αυτό θα σε σκοτώσουν”, είπε ο φιλόσοφος-βασιλιάς.
Οι σκιές των στρατιωτών μαζεύονταν γύρω από τον Ναροτάμα, με όπλα στα χέρια τους.
“Κι ο θάνατος μια σκιά είναι”, είπε ο Ναροτάμα, χωρίς καθόλου να φοβάται.
“Θα μπορούσες να γίνεις βασιλιάς”, του πρότεινε ο φιλόσοφος-βασιλιάς.
“Βασιλιάς των σκιών;” έκανε ο Ναροτάμα και γέλασε.
Έπεσαν επάνω του και τον σκότωσαν, ενώ γελούσε.
~~
Τον έθαψαν σε μια σπηλιά.
Η γυναίκα με τα πορτοκαλί χείλη πήγε στον τάφο του, μαζί με τα τρία παιδιά της. Είχε αφήσει τη σκιά της πίσω, στην Πολιτεία.
Τα παιδιά γελούσαν. Ξεκίνησε να γελάει κι εκείνη.
Και δεν υπήρχαν σκιές. Μόνο φως.