Ο Θεός είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια

0
1630

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Χρήστος.jpg

“Ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για τον Θεό είναι η σιωπή”

“Αντίο, κι ευχαριστώ για τα ψάρια”.

“Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων• παιδὸς ἡ βασιληίη”
(Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Αυτός βασιλεύει.)

Μπαίνουμε στον Υδροχόο
και θ’ ανάψουνε φωτιές
οι καιροί νερό θα φέρουν
έτσι λεν αυτοί που ξέρουν.
κι όμως θα καούν καρδιές.
Όλα τριγύρω αλλάζουνε
κι όλα τα ίδια μένουν

                                                                        ~~{}~~

Μια εισαγωγή χωρίς πρόσωπο

Ο μόνος τρόπος να εξηγήσεις το Χάος, τη Φύση, τον Θεό είναι να σταματήσεις να προσπαθείς.

Εσύ, Σοφέ Άνθρωπε, νομίζεις ότι κυριαρχείς στον πλανήτη.
Αρκεί ένα φτέρνισμα του Μεγάλου Θηρίου κι όλα όσα με τόσο μόχθο κατέκτησες θα καταρρεύσουν μέσα στη λάσπη, μέσα στη φωτιά, μέσα στη θάλασσα.

Όμως ο Θεός έχει κι άλλο πρόσωπο, αυτό που σε κάνει να νιώθεις ευγνωμοσύνη για όσα ζεις. Όταν πέφτει το έβδομο πέπλο της ψευδαίσθησης ζεις το θαύμα, τη νιρβάνα -ή έστω πατάς το χαλάκι της Εισόδου στη Νιρβάνα.
Γράφει: “Welcome”. Μάλλον το αγόρασαν στη λαϊκή.

Η βασιλεία των ουρανών και των υδάτων και των χωμάτων και των χρωμάτων, ανήκει στα παιδιά. Γιατί εκείνα παίζουν. Το είπε κι ο Ηράκλειτος.

Το τραγούδησε κι ο Παπάζογλου: “Οι καιροί νερό θα φέρουν”.

Το πρώτο πρόσωπο

Πλέω ανάσκελα στη θάλασσα.
Το μόνο που ακούω είναι η ανάσα μου κι ο ήχος που κάνει το νερό. Από πάνω μου αιωρούνται, σχεδόν ακίνητα, γκρίζα σύννεφα, σαν φάλαινες που μαζεύτηκαν στον ουρανό για να πεθάνουν.

Δεν υπάρχει χρόνος. Το μέρος του εγκεφάλου που είναι συντονισμένο με τα ρολόγια και τον πολιτισμό έχει τεθεί σε παύση.
Pause ||
Πλέω ανάσκελα στο χρόνο.
Pause ||

Δεν με νοιάζει ποιος είμαι, δε θυμάμαι ποιος είμαι, δεν είμαι καν κάτι συγκεκριμένο, κάτι με όνομα και οδοντόβουρτσα στο ντουλαπάκι του μπάνιου.

Οι γκρίζες φάλαινες του ουρανού είναι η μόνη πραγματικότητα.

~

Καταλαβαίνω ότι κάποιο θαύμα θα συμβεί. Κάτι από εκείνα που οι άνθρωποι θυμούνται και μνημονεύουν ακόμα κι όταν πρόκειται να πεθάνουν.

Περιμένω για το θαύμα, έχοντας τα μάτια μου ανοιχτά.
Περιμένω να δω το πρόσωπο του Θεού.
Και το βλέπω.

~~

Σαν να πέφτει το έβδομο πέπλο της ψευδαίσθησης, αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι ότι το θαύμα είναι αυτό που ζω.

Δεν είναι οι νεφελώδεις φάλαινες ούτε το επίπεδο νερό ούτε η απώλεια του χρόνου, αυτή η κατάσταση που μοιάζει με προθάλαμο της νιρβάνας -ή με μια μικρή εσοχή στον προθάλαμο της νιρβάνας.

Το θαύμα, το ύψιστο θαύμα, είναι ότι βρίσκομαι εκεί, είναι ότι ζω, μέσα σε αυτή τξξ
(Κάνω μια μουτζούρα από μελάνι στο χαρτί, καθώς προσπαθώ να γράψω για το θαύμα. Είναι αδύνατον να περιγράψεις, να μεταδώσεις τα θαύματα, τα βιώνεις μόνος και προσωπικά, όπως κι όλη τη ζωή σου)

~

“Ευχαριστώ”, λέω κοιτώντας ψηλά, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι από τότε που πάτησαν στα δυο τους πόδια, αν κι εγώ επιπλέω. “Ευχαριστώ που έζησα”.

Δεν ξέρω σε ποιον απευθύνομαι. Δεν είναι ο Γιαχβέ ή ο Αλλάχ ή ο Χριστός ή ο Κρίσνα ή ο Βούδας ή ο Θεός-Μανιτάρι. Όλα αυτά είναι ονόματα που σκαρφίστηκαν οι άνθρωποι για να οικειοποιηθούν το Μέγα Ανείπωτο.

Δεν είναι καν η Γαία που ευνόησε τη δημιουργία όντων που μπορούν να επινοούν ονόματα θεών και να αλληλοεξοντώνονται για μικρές διαφορές στον τονισμό της λέξης.

Ο Θεός είναι αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί -και είμαστε μέρος του.

Κάθε φορά που προσπαθείς να εξηγήσεις τον Θεό χάνεις το νόημα του. Κι όσο περισσότερο προσπαθείς τόσο απομακρύνεσαι.

Όταν σταματάς να μιλάς γι’ αυτόν, όταν σταματάς να τον σκέφτεσαι, όταν ξεχνάς και τον εαυτό σου, τότε ίσως να αγγίζεις μια άκρη από τις καινούριες του παντόφλες.

                                                                       ~~{}~~

Το δεύτερο πρόσωπο

Είναι νύχτα κι ένας μικρός κυκλώνας, μωρό σχεδόν, παίζει με τα λούτρινα κουκλάκια του στην αυλή σας.

Ο άνεμος φέρνει τη βροχή απ’ όλες τις πλευρές. Οι κεραυνοί, τα ηλεκτροφόρα έντερα του ουρανού, εκκενώνουν ενέργεια πιο καθαρή κι απ’ τα σκατά μωρού που θηλάζει.

Οι άνθρωποι τρέχουν να κρυφτούν, κλείνουν παντζούρια, ασφαλίζουν πόρτες, σβήνουν τους υπολογιστές.

Μένεις να βρέχεσαι, με το στυλό στο χέρι, σημειώνοντας βιαστικά λέξεις πάνω στο νοτισμένο χαρτί. Ο ουρανός φωτίζεται ολόκληρος κάθε τόσο, κάτι που ο άνθρωπος ούτε στην έσχατη μανία της καταστροφικότητας του δεν κατάφερε να κάνει.

Τα επουράνια ντραμς έχουν στήσει ένα εκκωφαντικό κοντσέρτο κρουστών. Δεν υπάρχει μελωδία, αρμονία, ρυθμός, λες και κρατάει τις μπαγκέτες ένας ημιπαράφρων ντράμερ.

~

Κεραυνοί και αστραπές, κυκλώνες και τυφώνες, ουραγκάν και τσουνάμι, σεισμοί και ηφαίστεια, αρκεί το Μέγιστο Θηρίο να κουνηθεί λιγάκι ή να ξυστεί και τα υπερφίαλα ζωάκια που κάθονται στη ράχη του τα τελευταία 100.000 χρόνια εκμηδενίζονται, έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την αδυναμία τους.

Ο άνθρωπος ο σοφός είναι πιο μικρός κι από ένα έντομο που αναμένει την πατούσα του τυχαίου για να το λιώσει.

~

Αντικρίζεις κι αυτό το πρόσωπο του Θεού με ανοικτά μάτια. Είναι εξίσου μεγαλειώδες με το άλλο του πρόσωπο, το πράο, το καλοσυνάτο, εκείνο που σου υπόσχεται την νιρβάνα.

Ίσως το ίδιο σου υπόσχεται κι αυτό, ενώ σου θυμίζει πόσο ασήμαντος είσαι: Κάτι περισσότερο από το μηδέν. Τίποτα άλλο από μια τυχαία διακύμανση σε χρόνο απειροελάχιστο.

~

Βρεγμένος πια και αδυνατώντας να μείνεις για να γράψεις, αποχωρείς με την ουρά στα σκέλια, υποχωρείς στη φαινομενική ασφάλεια της τσιμεντένιας σπηλιάς σου.

Είσαι ασφαλής, προσωρινά, όσο το Μέγιστο Θηρίο σε ανέχεται. Αλλά γνωρίζεις ότι αρκεί ένα του φτέρνισμα κι όλα όσα με τόσο μόχθο κατέκτησες (εσύ, ο σοφός) θα καταρρεύσουν μέσα στη λάσπη, μέσα στη λάβα, μέσα στη θάλασσα.

                                                                            ~~{}~~

Το τρίτο πρόσωπο

Ο καταποντισμός της Ατλαντίδας δεν είναι μύθος. Είναι μια αλληγορία που επινόησαν άνθρωποι αρχαίοι και σοφοί, τότε, προτού ανταλλάξουμε τη σοφία με τη γνώση, προτού ανταλλάξουμε τη γνώση με την πληροφορία.

Ο Πλάτωνας την έμαθε από τους απόγονους εκείνων που έχτισαν τις Πυραμίδες κι εκείνοι με τη σειρά τους από ανθρώπους ακόμα πιο αρχαίους, ίσως και γίγαντες ή τιτάνες.

~~

 Ήτανε, λέει, μια σπουδαία Πολιτεία, η σπουδαιότερη που έχτισαν ποτέ οι Άνθρωποι, λαμπρή σε επιτεύγματα, τρανή σε κατορθώματα.

Εκείνοι, οι Ατλάντιοι, νόμιζαν ότι έφτιαξαν την Αιώνια Πολιτεία και καυχιόντουσαν ότι είχαν καταφέρει να τιθασέψουν τον ίδιο τον Θεό.

Ώσπου μια νύχτα το Μέγιστο Θηρίο ανακίνησε τη ράχη του και η Ατλαντίδα έγινε μύθος.

“Αντίο, κι ευχαριστώ για τις φάλαινες”, ήταν τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν λίγο πριν καταποντιστούν.

~~{}~~

Χωρίς πρόσωπο

Η νύχτα ησύχασε. Στην παιδική χαρά μπροστά μου τρία παιδιά παίζουν χαρτιά.
“Ούνο!” φωνάζει το αγόρι με τα γυαλιά.

Όλος ο κόσμος τριγύρω, τους είναι αδιάφορος. Υπάρχουν μόνο αυτά τα παιδιά και το παιχνίδι τους. Παιδὸς ἡ βασιληίη.

Τα παιδιά βασιλεύουν γιατί εκείνα γνωρίζουν ότι το μόνο που έχει νόημα είναι το παιχνίδι τους. Ακόμα δεν έχουν ταυτότητα, δεν έχουν ΑΦΜ, δεν έχουν αποφασίσει τι θα σπουδάσουν ή πού θα ζήσουν. Τίποτα.

Το είπε ο Ηράκλειτος, αλλά κι εκείνος ήταν πολύ σκοτεινός για να το καταλάβει. Ίσως να μην ήθελε να το καταλάβουμε εμείς.

Ο χρόνος δεν είναι παιδί που παίζει. Όχι. Τα παιδιά είναι πιο ισχυρά κι απ’ τον χρόνο, ακριβώς επειδή παίζουν. Όταν παίζεις δεν έχει σημασία τι υπήρχε και τι θα έρθει.

Ίσως κι ο θεός, αυτός που αναφέρω στην αρχή, να είναι μόνο ένα παιδί που παίζει με τα κουβαδάκια του στο σύμπαν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~`

Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Ματθαιόπουλου https://www.facebook.com/xristos.matthaiopoulos