Tο μεροκάματο του δρόμου και του τρόμου

0
1968

“Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;”

Αυτή είναι μια ερώτηση που όλοι έχουμε ακούσει ως παιδιά. Πέρα απ’ τα συνηθισμένα (μπαλαρίνα, τραγουδίστρια, ποδοσφαιριστής, αστροναύτης, έμπορος ναρκωτικών, πόρνη), κάποιες απαντήσεις μπορεί να είναι πολύ αστείες ή σοφές.

Την καλύτερη απάντηση την έχω ακούσει από ένα κορίτσι.
“Πάλι παιδί”, είπε κα όλοι αναρριγήσαμε.

Προσπαθήστε να θυμηθείτε εσείς τι απαντούσατε. Δείχνει πολλά για το χαρακτήρα σας, για τη βάση του, που χτίζεται τα πρώτα χρόνια της ζωής (έτσι, τουλάχιστον, ισχυρίζονται οι ψυχολόγοι).

                                                                    ~~{}~~

Αναρωτιέστε τι απαντούσε ο Γελωτοποιός-παιδί; Δεν θα σας κουράσω με αινίγματα.

Κορδωνόμουν κι έλεγα: “Πρόεδρος της Δημοκρατίας”.

Έχοντας μια διαστρεβλωμένη άποψη της ανθρώπινης ιεραρχίας πίστευα ότι αυτό ήταν το ανώτερο αξίωμα. Δεν είναι τυχαίο ότι κατέληξα στη συγγραφή.

Οι καλλιτέχνες είναι οι πιο ματαιόδοξοι άνθρωποι (αν εξαιρέσουμε τους πολιτικούς).

~

Ο αδελφός μου πάντα με κορόιδευε για εκείνη την επιλογή. Αυτός ήθελε να γίνει πυροσβέστης. Και το κατάφερε (έστω ως εποχιακός).

“Γι’ αυτό”, μου έλεγε, “πρέπει να βάζεις χαμηλούς στόχους. Έτσι έχεις περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρεις και γίνεσαι ευτυχισμένος. Εγώ έγινα πυροσβέστης, εσύ δεν θα γίνεις πρόεδρος της δημοκρατίας.”

“Μη βιάζεσαι”, του έλεγα. “Ποτέ δεν ξέρεις.”

                                                                 ~~{}~~

Η αλήθεια είναι ότι από την εφηβεία και μετά, όταν κατάλαβα το διακοσμητικό ρόλο του προέδρου, απαρνήθηκα το παιδικό μου όνειρο.

Ο συγγραφέας (ειδικά αν είναι νομπελίστας!) είναι σημαντικότερος από τον πρόεδρο μιας μικρής χώρας των Βαλκανίων, έτσι δεν είναι;

Όμως τώρα πια, καθώς αγγίζω τα σαράντα και αντιλαμβάνομαι ότι νόμπελ λογοτεχνίας θα είναι δύσκολο να πάρω (αν και ποτέ δεν ξέρεις), δεν μου φαίνεται άσχημη μια θητεία στην προεδρία της ελληνικής δημοκρατίας.
Αφού αυτή είναι η πιο καλοπληρωμένη, η πιο χαλαρή, η πιο εύκολη δουλειά που μπορείς να κάνεις στην Ελλάδα.

Απλώς ακούς τα κάλαντα και πας στις παρελάσεις. Ταξιδεύεις σε όλον τον κόσμο δωρεάν, έχεις πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σύνταξη μετά από τέσσερα χρόνια “δουλειάς”. Τα παιδιά και οι ηλίθιοι σε θεωρούν σημαντικό και κανείς, μα κανείς, δεν περιμένει τίποτα από σένα.

Ίσως να κάνω και λάθος. Μόνο αν μπεις στα παπούτσια του άλλου μπορείς να καταλάβεις τι δρόμους περπατάει.

                                                                ~~{}~~

Ενώ περπατάω (μπουσουλάω μάλλον) προς το νόμπελ έχω κάνει πολλές δουλειές. Από καραγκιοζοπαίχτης ως μπογιατζής κι από ψήστης ως βιβλιοπώλης.

Κάθε δουλειά, μέχρι να την κάνεις σου φαίνεται εύκολη ή μάλλον ποτέ δεν έχεις αναρωτηθεί πώς είναι να κάνεις αυτή τη δουλειά.

Ποτέ δεν έχεις σκεφτεί πόσες ώρες δουλεύουν οι υπάλληλοι βιβλίου-χάρτου στην έναρξη της σχολικής περιόδου, αφού είναι πολύ πιο σημαντικό να πάρεις όσο πιο γρήγορα γίνεται τα τετράδια του παιδιού σου.

Ουσιαστικά (αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιώ πολύ συχνά, πρέπει να βρω συνώνυμα), ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχουν ως άνθρωποι, αλλά μόνο ως εργαλεία.

Το γιατρό τον κοιτάς στα μάτια όταν σου μιλάει για τα αυξημένα επίπεδα λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα σου. Αλλά ο σερβιτόρος είναι ένας “Άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες”.

                                                                     ~~{}~~

Αυτό το καλοκαίρι ανακάλυψα (βίωσα, μόνο έτσι μπορείς στ’ αλήθεια να καταλάβεις), σε πόσο δύσκολες συνθήκες εργάζονται οι προλετάριοι της ασφάλτου.

Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν όλοι όσοι βγάζουν το μεροκάματο του τρόμου στο δρόμο (το μεροκάματο του δρόμου).

~

Όλα ξεκίνησαν όταν ρώτησα έναν φίλο μπλόγκερ από τη Ζάκυνθο, τον Χρήστο, αν γνωρίζει για καμιά καλοκαιρινή δουλειά στο νησί του. Εκείνος το έψαξε και μ’ έστειλε (μέσω γνωστού, ακόμα κι εκεί μέσο χρειάζεται), σε μια εταιρεία κούριερ στη Θεσσαλονίκη.

Μηχανάκι δεν ξέρω να οδηγώ, με το ποδήλατο θ’ αργούσα, οπότε ανέλαβα τις παραδόσεις με το αυτοκίνητο.

Πολύ σύντομα, από την πρώτη μέρα, αντιλήφθηκα τα εξής:

Το αυτοκίνητο της εταιρείας ήταν ανασφάλιστο, όπως -φυσικά- ανασφάλιστος ήμουν κι εγώ ως εργαζόμενος. (Τώρα που το σκέφτομαι δεν με ρώτησαν καν το επίθετο μου!)

Αν τράκαρα, το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να βγω από το αυτοκίνητο και να φύγω σφυρίζοντας, αφού δεν υπήρχα καν.

~

Ο μισθός, για να μαθαίνετε εσείς που είστε μακροχρόνια άνεργοι ή πρόεδροι της δημοκρατίας, ήταν 10 ευρώ για μερική απασχόληση (χωρίς να γράφει κανείς τις υπερωρίες) και 20 ευρώ για να τρέχεις όλη μέρα.

Τουτέστιν 250 ευρώ το μήνα στην πρώτη περίπτωση και το αστρονομικό ποσό των 500 -“αμα έχει δουλειά”.

                                                                    ~~{}~~

Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα της ανάπτυξης:

Φτάνεις στο γραφείο και σου δείχνουν 20-30 χαρτόκουτα, κάθε μεγέθους και βάρους. Τα στριμώχνεις στο αυτοκίνητο (το οποίο είναι ένα απλό ΙΧ, όχι φορτηγάκι). Τα βάζεις στο πορτ-μπαγκάζ, στην πίσω θέση, στη θέση του συνοδηγού, στα πόδια σου, στο κεφάλι σου -αν χωράει βάζεις κι ένα στον κώλο σου.

Με αυτό τον τρόπο δεν μπορείς να δεις πίσω από τον μεσαίο καθρέφτη ούτε από τον δεξιό, οπότε κάνεις όπισθεν κοιτώντας τον αριστερό και κάνοντας το σταυρό σου (κανείς δεν είναι άθεος σε ένα ανασφάλιστο αυτοκίνητο κούριερ).

Κλιματισμό το αυτοκίνητο δεν έχει, φυσικά, που νομίζετε ότι δούλευα; Στο Ντουμπάι;

Αφού γεμίσεις το αυτοκίνητο φτιάχνεις έναν “χάρτη”, για το πως θα παραδώσεις τα πακέτα ξοδεύοντας τη λιγότερη βενζίνη και χρόνο. (Η Τεμπλ Γκράντιν θα ήταν εξαιρετική κούριερ).

~

Σημείωση: Τις μισές από τις μέρες που “εργάστηκα” στη συγκεκριμένη εταιρεία το αυτοκίνητο τους ήταν χαλασμένο. Έτσι “έπρεπε” να κάνω τη διανομή με το δικό μου αυτοκίνητο.

Χωρίς να υπολογίσουμε τη φθορά της οκτάωρης χρήσης, ας αναφερθούμε μόνο στα καύσιμα. Η υπεύθυνη του γραφείου μου έδινε πέντε ή δέκα ευρώ για να βάλω βενζίνη.

Αναλογιστείτε τώρα, πόσες ώρες οδηγείς με πέντε ευρώ βενζίνη στην Ελλάδα της ανάπτυξης.

Καθώς ακολουθείς την πιο σύντομη διαδρομή του “χάρτη” σου σε καλούν από το γραφείο, για να πας στην άλλη μεριά της περιοχής που καλύπτεις, προκειμένου να κάνεις μια επείγουσα παραλαβή.

Η στιχομυθία πάει ως εξής:

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ: Που βρίσκεσαι τώρα;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ: Στη Μαγαδασκάρη και μετά έχω ένα δέμα για Ζανζιβάρη.
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ: Σε πόση ώρα μπορείς να βρίσκεσαι στη Χαβάη;
ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ (έκπληκτος και έντρομος): Είναι στην άλλη μεριά της Γης… Σε μισή ώρα;
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ: Σε δέκα λεπτά κλείνουν. Τρέχα εκεί τώρα, είναι καλοί πελάτες. Αλλά πρώτα πέρνα από το νησί του Πάσχα να παραλάβεις ένα άγαλμα.

                                                                 ~~{}~~

Ακόμα κι αν κατάφερνες να φτάσεις στη Χαβάη πριν κλείσουν οι “καλοί πελάτες” (αλόχα), έπρεπε να βρεις κι ένα μέρος να παρκάρεις χωρίς να φοβάσαι ότι θα σε χτυπήσουν.

Αυτό, στα δρομάκια της Χαβάης, που ως γνωστόν μετά βίας χωράνε ένα αυτοκίνητο, ήταν όνειρο θερινής νυκτός.

Μετά από τρεις άκαρπους γύρους παρατούσα το αυτοκίνητο σε κάποια διάβαση ή πάρκινγκ αναπήρων.
Οι προλετάριοι του δρόμου δεν έχουν κοινωνικές ευαισθησίες -ή τις χάνουν.

                                                                    ~~{}~~

Την τρίτη μέρα της δουλειάς έβρεχε καταρρακτωδώς από τα χαράματα (ω της ατυχίας! Μεσοκαλόκαιρο και να πλημμυρίζουν οι δρόμοι!)

Λόγω της βροχής έπρεπε να έχω κλειστά τα τζάμια (για μη βρέχονται τα παραπεταμένα χαρτόκουτα). Αλλά χωρίς κλιματιστικό τα τζάμια είχαν γίνει “γάλα” και δεν μπορούσα να δω τίποτα πίσω πλάι και μπροστά. Ήταν σαν να οδηγούσα μέσα στην ομίχλη -και έπρεπε να βιαστώ!

Μέχρι να παραδώσω τα πρώτα δέκα πακέτα είχα βραχεί από την κορυφή ως τα νύχια (δεν μπορείς να κουβαλάς ένα δέμα τριάντα κιλών και να κρατάς και ομπρέλα).

Βλαστημούσα την τύχη μου, τον καιρό, κι εκείνον τον κρετίνο που είχε γράψει μια διεύθυνση λάθος.

Και -αλήθεια- εκείνη τη στιγμή δεν θυμόμουν καθόλου ότι είμαι συγγραφέας ή ότι κάποτε ήθελα να γίνω πρόεδρος της δημοκρατίας. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η επιβίωση.

Να φτάσω ζωντανός στην Προέκταση Πόντου 212 και να παραδώσω τα παπούτσια που είχε παραγγείλει κάποιος από το ίντερνετ.

                                                                ~~{}~~

Θα κλείσω αυτό το κείμενο συναδελφικά (πρώην έστω).

Την επόμενη φορά που κάποιος κουριερίστας θα σας παραδώσει κάτι, παπούτσια ή πίτσα, αφήστε του, ως φιλοδώρημα, το ενάμιση ευρώ από τα ρέστα της αντικαταβολής.

Μέχρι να πάρει το νόμπελ λογοτεχνίας ή να γίνει πρόεδρος της δημοκρατίας θα βασίζεται πιο πολύ στη γενναιοδωρία σας, παρά στο μισθό του.

~

Καλό ξημέρωμα και καλό κουράγιο σε όλους όσοι κάνουν το μεροκάματο του δρόμου.

ΥΓ τέχνης: Το “Μεροκάματο του τρόμου” είναι μια εξαιρετική (καλτ) νουβέλα του Ζωρζ Αρνώ, που έχει γίνει και ταινία (εξίσου καλτ) με τον Ιβ Μοντάν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Από εκεί και οι φωτογραφίες.

~~~~~~~~~~~~

(Διαβάστε και τις άλλες “εργασιακές περιπέτειες ενός συγγραφέα
πατήστε εδώ “Η δουλειά κάνει τους άντρες”
πατήστε εδώ “Τα σουβλάκια καίγονται στη σχάρα της ανθρωπότητας”
πατήστε εδώ “Ακροφοβία στην Κέρκυρα”)