Σκέψεις ενός παιδιού που κυνηγούσε κομήτες

0
6295

“Όταν είναι κανείς νέος, είναι πολύ νωρίς. Όταν είναι γέρος, είναι πολύ αργά”
Διογένης ο Κυνικός

“Ενώ οι νέοι αναζητούν την περιπέτεια, οι γέροι λαχταρούν την ασφάλεια”
Ναγκίμπ Μαχφούζ

~

Ήμουν 11 χρονών όταν πέρασε ο κομήτης του Χάλεϊ. Έβγαινα στο μπαλκόνι για να τον δω, αλλά ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος.

“Δεν πειράζει”, είχα πει στον πατέρα μου. “Θα τον ξαναδώ όταν ξανάρθει, σε 75 χρόνια. 86 χρονών θα είμαι τότε.”

Ο πατέρας μου δεν γέλασε. Με είχε κοιτάξει πολύ σοβαρά και είπε μόνο: “Μακάρι να τον δεις”.
Και με χάιδεψε. Με θλίψη

~

Τώρα, που έχω πλέον την τότε ηλικία του πατέρα μου, και ένα παιδί λίγο μικρότερο από τον πιτσιρικά που κυνηγούσε κομήτες, καταλαβαίνω, νιώθω ότι μπορώ να καταλάβω, το βλέμμα του, τη θλίψη του.

Το πρώτο που θα σκέφτηκε μάλλον θα ήταν ότι σε 75 χρόνια εκείνος αποκλείεται να είναι ζωντανός.

Όμως δεν νομίζω ότι η θλίψη προερχόταν από την ξαφνική συνειδητοποίηση της θνητότητας του. Ένας σαραντάχρονος έχει αρχίσει να συμβιβάζεται με τον θάνατο του. Κι αν έχει επίγνωση της πραγματικότητας, θα πρέπει να ευχαριστεί το θεό, το σύμπαν, την τύχη, που κατάφερε να φτάσει τα σαράντα.

Όταν όμως το παιδί σου μιλάει για τα γεράματα του τότε η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Έχεις μπροστά σου ένα μπουμπούκι (τι άλλο είναι ένα δεκάχρονο παιδί;) και το φαντάζεσαι ως έναν γέρο, λίγο πριν το θάνατο.

Και το χειρότερο είναι  ότι καθώς αναλογίζεσαι την πιθανότητα να επιζήσει ως τα 86, αναλογίζεσαι και την πιθανότητα να πεθάνει πριν από αυτή την ηλικία. Έτσι συνειδητοποιείς ότι το παιδί σου είναι θνητό. Κι αυτό είναι πιο σκληρό απ’ τον δικό σου θάνατο.

~~{}~~

Κάποιος αρχαίος Έλληνας τριγυρνούσε στην Αγορά κλαίγοντας και ξεριζώνοντας τα μαλλιά του. Μόλις είχε χάσει το παιδί του.

Ένας στωικός φιλόσοφος τον πλησίασε και του είπε:
“Γιατί κλαις; Δεν ήξερες ότι το παιδί σου είναι θνητό;”
“Το ήξερα”, απάντησε εκείνος ανάμεσα στους λυγμούς.
“Τότε γιατί κλαις; Δεν μπορείς να το φέρεις πίσω.”
“Γι’ αυτό κλαίω”, είπε ο άνθρωπος κι έφυγε κλαίγοντας, αφήνοντας τον στωικό στη ρομποτική του στωικότητα .

~~{}~~

Τα παιδιά ψυχανεμίζονται το αναπόφευκτο του θανάτου (για όλους, και για τον εαυτό τους) στην ηλικία των 5 ή 6 ετών. Μπορεί και να ρωτήσουν, για να βεβαιωθούν, ίσως αποφεύγοντας τη λέξη.

“Κάποια μέρα θα γεράσω κι εγώ;”
“Θα ζήσεις τόσο πολλά, τόσο υπέροχα πράγματα μέχρι τότε”, θα του πουν οι γονείς.

Αυτό είναι το μόνο αντίδοτο στον θάνατο: Η ζωή.
Κι αυτό κάνουν τα παιδιά. Ζούνε.

~

Το παιδί είναι αθάνατο, γιατί δεν το απασχολεί το μέλλον. Δεν έχει επίγνωση του χρόνου. Ανησυχεί πιο πολύ για το σβήσιμο του ήλιου (σε πέντε δισεκατομμύρια χρόνια), παρά για τον προστάτη και τα καρδιαναπνευστικά προβλήματα.

‘Ετσι είναι και οι έφηβοι. Αλλά εκείνοι δεν είναι απλά αθάνατοι, είναι και παντοδύναμοι.

Ειδικά μόλις ξεπεράσει το μέγιστο πρόβλημα της ακμής, ο έφηβος (ή νέος) πιστεύει ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα, να μετακινήσει βουνά, να αλλάξει τον κόσμο.

Καθώς τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούν μαθαίνει να συμβιβάζεται με λιγότερα.

Ο εικοσάχρονος θέλει τον κόσμο και τον θέλει τώρα.

Ο σαραντάχρονος θα αρκεστεί σε έναν κόσμο με λίγες βελτιώσεις. Γνωρίζει (ή μήπως πιστεύει;) ότι ο κόσμος δεν αλλάζει τόσο εύκολα και ότι δεν αρκεί πίστη ίση με κόκκο σινάπεως για να μετακινήσει βουνά.

Και μετά, πενήντα, εξήντα χρονών, επιζητά την ασφάλεια, ένα σταθερό περιβάλλον για να ξεκουράσει τα κουρασμένα του κόκκαλα.

~~{}~~

Οι άνθρωποι δεν σταματάνε να παίζουν επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματάνε να παίζουν. Έτσι έγραφε κάποιος.

Το πρόβλημα είναι ότι καθώς τα χρόνια συσσωρεύονται στο κεφάλι σου, μαζί με τα συνακόλουθα οικονομικά και υγείας προβλήματα, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να παίξεις.

Και πιο πολύ σε καταβάλλει ο “ορίζοντας γεγονότων” της μαύρης τρύπας του τέλους.

Όσο περισσότερο πλησιάζεις προς το τέλος  (σαν να προσεγγίζεις μια μαύρη τρύπα), τόσο οι πράξεις σου και οι σκέψεις σου επηρεάζονται από τη βαρύτητα του αναπόφευκτου.

~~{}~~

Αλλά είναι και η εμπειρία που σε κάνει κυνικό – κομφορμιστή – βαρετό. Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο ο ενήλικας – μεσήλικας – υπερήλικας παγιδεύεται σε κάτι που θυμίζει την “αιώνια επιστροφή” του Νίτσε. Κάθε μέρα είναι παρόμοια με κάθε προηγούμενη.

Το παιδί έχει τόσο και τόσα υπέροχα πράγματα να ζήσει. Θα ενθουσιαστεί όταν δοκιμάσει για πρώτη φορά παγωτό -και θα συνεχίσει να το κάνει για πολύ καιρό.

Και ο έφηβος θα ταραχτεί όταν ακούσει για πρώτη φορά τον Μόρισον. Θα πιστέψει ότι γνώρισε τον θεό όταν φιλήσει τα χείλη του αγοριού/κοριτσιού που ερωτεύτηκε.

Να κάνεις σεξ, να πηγαίνεις διακοπές με τους φίλους, να γίνεσαι λιώμα, να μπαίνεις στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου, να βγάζεις τα δικά σου λεφτά, να πιάνεις το πρώτο σου σπίτι, να οδηγείς, να ταξιδεύεις στο εξωτερικό, να διαδηλώνεις, να παίζεις live μουσική, να συγκατοικείς με τον άνθρωπο σου, να γεννάς το πρώτο σου παιδί.

Όλα φαντάζουν τόσο εντυπωσιακά όταν τα κάνεις για πρώτη φορά.

~

Καθώς περνούν τα χρόνια μειώνεται ο ενθουσιασμός, κουράζεται το σώμα, λυγάει η ψυχή.

Καταλαβαίνεις (ή πιστεύεις) ότι δεν θα αλλάξεις τον κόσμο. Τις περισσότερες μέρες απλά παλεύεις για να επιβιώσεις μέσα του -και παλεύεις για να μην σε αλλάξει.

Και μετά, σαν πλησιάζεις προς το θάνατο, μένεις να αναπολείς.
“Γέρος είσαι όταν το παρελθόν σε χαροποιεί πιο πολύ από το μέλλον.”

Και ίσως μόνο τότε, λίγο πριν το τέλος, καταλάβεις και γίνεις πάλι παιδί. Μόνο τότε ίσως αρχίσεις πάλι να απολαμβάνεις με ευγνωμοσύνη το κάθε ξημέρωμα που βλέπεις.

~

Κανείς ογδοντάχρονος δεν άλλαξε τον κόσμο. Επειδή οι ογδοντάχρονοι δεν πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει.

Το μόνο που κάνουν είναι να περιμένουν τον κομήτη του Χάλεϊ, για να τον δουν, αν ο ουρανός τους το επιτρέψει, και μετά να κλείσουν τα μάτια τους γαλήνια.

~~~

ΥΓ: Το μόνο αντίδοτο στο θάνατο είναι η ζωή. Αν ξυπνήσεις το πρωί, αν ανοίξεις τα μάτια σου, είσαι τυχερός.

Το τι θα κάνεις είναι δικό σου θέμα. Η ζωή παίρνει βάρος από αυτά που βάζεις στις τσέπες της.