Το πορτραίτο του αστυνόμου σε νεαρή ηλικία

0
2889

“Quis custodiet ipsos custodes?” (Ποιος θα μας φυλάξει απ’ τους φύλακες;)
Γιουβενάλης

«Γελοῖον γάρ, ἦ δ’ ὅς τόν γε φύλακα φύλακος δεῖσθαι» (Θα ήταν γελοίο ο φύλακας να χρειάζεται φύλακα)
Πλάτωνας, Πολιτεία

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ:

Στο πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ τα υποκείμενα ταυτίστηκαν τόσο γρήγορα με τον ρόλο που τους είχε τύχει (φύλακας ή φυλακισμένος), ώστε ο δρ Ζιμπάρντο αναγκάστηκε, μόλις την έκτη μέρα, να το διακόψει.

Αν έξι μέρες αρκούν για να μετατραπεί ένας φοιτητής σε δεσμοφύλακα -με εξουσιαστικές και σαδιστικές τάσεις, τότε τι συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο που ενδύεται αυτόν τον ρόλο για όλη του τη ζωή;

Το κείμενο που ακολουθεί δεν απαντάει σ’ αυτή την ερώτηση. Ούτε σε καμία άλλη. Μόνο θέτει ερωτήματα. Αν ψάχνετε για απαντήσεις ρωτήστε τον ιερέα της θρησκείας σας ή τον πολιτικό του κόμματος σας ή τον επιστήμονα της επιστήμης σας ή τον τσαρλατάνο της γειτονιάς σας. Παντού θα βρείτε κάποιον που γνωρίζει όλες τις απαντήσεις.

Το κείμενο που ακολουθεί ίσως να μην αρέσει σε όσους πιστεύουν ότι οι αστυνομικοί είναι μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι.

Αλλά το ‘χουμε ξαναπεί: Εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, είναι η πεποίθηση. (Άσε που δεν υπάρχει αλήθεια).

Το κείμενο είναι βασισμένο σε μια συζήτηση που είχα μ’ έναν νεαρό αστυνομικό. Αν αναρωτιέστε αν αυτή η συζήτηση πράγματι έγινε έτσι όπως τη γράφω, κι αν περιμένετε και τις αποδείξεις, θα σας βομβαρδίσω με τη ρήση του Ουίλιαμ Μπάροουζ: “Τίποτα δεν είναι πραγματικό. Όλα επιτρέπονται”.

(Η συζήτηση ξεκινάει και έχουμε ήδη αναφερθεί στον Τζόις, στον Γιουβενάλη, στον Πλάτωνα, στον Ζιμπάρντο, στον Νίτσε, και στον Μπάροουζ. Down and down and down he sank and drown.)

~~{}~~

Ο Νίκος Ρ. δεν μοιάζει με αστυνομικό. Όχι μόνο επειδή δεν φοράει τη στολή του.

Η Στολή του αστυνομικού (όπως και του στρατιώτη ή του ιερέα) είναι μέρος του ρόλου του. Αυτή τον βοηθάει να ταυτίζεται με τους υπόλοιπους της ομάδας και να ξεχωρίζει από τους μη-αστυνομικούς. Όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και στα μάτια εκείνων που τον βλέπουν.

Beauty (and fear) is in the eye of the beholder

Αστυνομικοί (ή στρατιωτικοί) ντυμένοι με εμπριμέ υφάσματα και φωσφοριζέ χρώματα, ο καθένας σύμφωνα με το δικό του γούστο, θα προκαλούσαν θυμηδία στον… εχθρό.

Ποιος είναι ο εχθρός και σε τί εξυπηρετεί η έχθρα; Αυτό θα το δούμε αργότερα.

~

Ο Νίκος είναι είκοσι έξι χρονών. Δεν είναι φουσκωτός ούτε ξεχειλίζει τεστοστερόνη. Είναι ευγενικός και μιλάει για τις εξετάσεις proficiency που θα δώσει κάποια απ’ τις επόμενες μέρες. Μοιάζει πιο πολύ με κολεγιόπαιδο.

Κι όμως. Υπηρετεί ήδη έξι χρόνια στην αστυνομία. Η πρώτη του υπηρεσία ήταν στα ΜΑΤ της Αθήνας.

“Πώς είναι στα ΜΑΤ;” τον ρωτάω.
“Είναι η χειρότερη υπηρεσία. Ακόμα και στην ΟΠΚΕ που ήμουν μετά καλύτερα ήταν.”

ΟΠΚΕ σημαίνει Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος.

“Εκεί παίζεις τη ζωή σου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σταματήσαμε αμάξι και μας πυροβόλησαν. Σ’ ένα διαμέρισμα που προσπαθούσαμε να μπούμε, μας άνοιξε η γκόμενα του τύπου. Μάλλον είχε φάει πολύ ξύλο, γιατί δεν μίλησε, μόνο μας έδειξε που κοιμόταν. Αυτός ήταν χαπακωμένος. Δίπλα στο κρεβάτι είχε το καλάσνικοφ και μια χειροβομβίδα. Έτσι και ξυπνούσε την είχαμε γαμήσει. Ξέρεις πώς είναι να σκάει χειροβομβίδα σε κλειστό χώρο;”

Δεν ήξερα.
“Τι ήταν; Μαφιόζος;”
“Ναρκωτικά. Όπλα. Διαρρήξεις.”
“Παράξενο. Σαν να παίζεις σε ταινία.”
“Δεν παίζεις. Δεν είναι ταινία.”

Πράγματι! Στις ταινίες δεν σκοτώνεσαι.

“Και γιατί στα ΜΑΤ είναι χειρότερα;”
“Πρώτα έχεις τον πόλεμο που σου κάνουν οι παλιότεροι.”
“Όπως στον στρατό; Παλιός και νέος;”
“Ναι, κάτι τέτοιο. Ο άλλος είναι ένα χρόνο στη διμοιρία, οπότε πρέπει να τον ακούς… Όποια μαλακία κι αν λέει.”
“Και πώς είναι;” τον ρωτάω. “Τη στιγμή που στέκεσαι με την ασπίδα στο χέρι και έχεις μπροστά σου τον κόσμο που πρέπει να σταματήσεις ή να απωθήσεις. Και σου βρίζουν τη μάνα.”
“Ή σου πετάνε πέτρες.”
“Πώς νιώθεις;”
“Είσαι όλη μέρα εκεί”, λέει ο Νίκος. “Οκτώ ώρες, δέκα. Απ’ την μια μεριά σε βρίζουν, απ’ την άλλη σε πιέζουν. Είναι Κόλαση!”
“Οπότε κάποια στιγμή τα παίρνεις και ορμάς;”

“Δεν είναι όλοι ίδιοι”, μου λέει ο Νίκος. “Κάποιοι γουστάρουν τη φασαρία. Λίγο να τους κοιτάξουν και ορμάνε. Άλλοι είναι πιο ήσυχοι. Περιμένουν να τελειώσει η βάρδια να γυρίσουν σπίτι τους… Νομίζεις ότι έχουμε καμιά όρεξη να πλακωνόμαστε στις πλατείες και να ρίχνουμε χημικά; Αλλά, από κάποια στιγμή και μετά, δεν καταλαβαίνεις και πολλά, δεν σκέφτεσαι.”

~

Άνθρωποι σε συνθήκες έντονης ψυχολογικής πίεσης. Έχουν γίνει πολλά ψυχολογικά πειράματα σ’ αυτό το ζητούμενο. Συνήθως τότε οι άνθρωποι λειτουργούν αυτόματα (“σαν να μην ήμουνα εγώ” , “σαν να ήμουν μέσα σ’ ένα σύννεφο”).

Διαβάζουμε κι ακούμε για  την αποκτήνωση των δυνάμεων καταστολής. Ο όρος είναι λάθος. Ουσιαστικά πρόκειται για αυτοματοποίηση. Ο άνθρωπος γίνεται ο ρόλος του, χάνει την προσωπικότητα του, όπως ο στρατιώτης, που τη στιγμή της μάχης δεν έχει τη δυνατότητα να φιλοσοφήσει. Είναι στρατιώτης, πρέπει να σκοτώσει. Αλλά ούτε κι αυτό σκέφτεται.

Η σπονδυλική στήλη, ο ερπετικός νους, η επιβίωση, αυτά έχουν σημασία τότε, αυτά διατάζουν όταν οι συνθήκες πίεσης είναι τόσο εξοντωτικές. Ή μήπως προηγείται η ιδεολογία της καταστολής; Μήπως πρέπει να πειστείς ότι κάνεις το σωστό; Ή μήπως πείθεσαι, αυταπατάσαι, για να μπορέσεις να συνεχίσεις;

~~{}~~

“Το βράδυ που ξεκίνησαν τα Δεκεμβριανά ήμουν υπηρεσία στα ΜΑΤ. Απέναντι απ’ το Πολυτεχνείο. Δεν ξέραμε τι είχε γίνει. Ακούστηκε ότι σκότωσαν έναν δικό μας, έτσι έλεγαν… Και μετά έγινε ο χαμός.

Καιγόταν η Αθήνα, δεν ξέραμε πού να πάμε. Κι εκεί, όπως μας πετροβολούσαν, βλέπω κάτι να ‘ρχεται κατά πάνω μου. Ήταν ένα κομμάτι μάρμαρο, που αναπήδησε, και με χτύπησε στο γόνατο, στο πλάι. Το πόδι μου κλείδωσε κι έπεσα κάτω. Δεν μπορούσα να κουνηθώ.

Μου είχε σπάσει την επιγονατίδα, θρύψαλλα την έκανε. Τρεις μήνες δεν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Ενέσεις, παρακέντηση, το γόνατο μου είχε πρησθεί κι ήταν πιο μεγάλο απ’ το κεφάλι μου. Ευτυχώς έγινε καλά, δεν μου ‘μεινε κουσούρι.

Και γλίτωσα και τα Δεκεμβριανά. Οι συνάδελφοι για έναν μήνα πόλεμο είχαν. Το πρωί γινόταν ησυχία και το βράδυ καιγόταν ο τόπος.”

“Και πώς έγινε και σταμάτησε;”
“Εκτονώθηκε”, είπε ο Νίκος με απορία, που δεν καταλάβαινα τα αυτονόητα.

~~{}~~

Εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτηκα. Μετά όμως αυτή η εικόνα μου θύμισε τη Θεωρία Καταστροφών του Ρενέ Τομ  και τη χύτρα ταχύτητας.

Είναι η κοινωνία σαν μια χύτρα ταχύτητας. Όταν η πίεση αυξάνεται υπερβολικά, σε σημείο που μπορεί να τιναχτεί στον αέρα, όλη η κοινωνία ν’ ανατιναχτεί, μπαίνει σε λειτουργία η βαλβίδα εκτόνωσης.

Η χύτρα είναι έτσι κατασκευασμένη ώστε μόλις η πίεση φτάσει στο προκαθορισμένο ύψος να γίνεται εκτόνωση. Ίσως να είναι μια χαοτική χύτρα, όπου το σημείο εκτόνωσης να μην είναι επακριβώς καθορισμένο, παρά να εξαρτάται από άπειρους παράγοντες.

Αυτή η εκτόνωση δεν οδηγεί σε καλυτέρευση των συνθηκών. Η χύτρα συνεχίζει να βράζει. Όμως δεν γίνεται έκρηξη.

“Μετά πήγα στα ΜΑΤ Θεσσαλονίκης”, μου λέει ο Νίκος. “Καμία σχέση με την Αθήνα.”
“Είναι πιο χαλαρά;”
“Καμία σχέση.”
“Και μετά; Πώς έγινε κι έφυγες από τα ΜΑΤ;” τον ρώτησα. “Θέλω να πω, πώς ορίζεται ποιος θα πάει σε καλή ή σε κακή υπηρεσία;”

Ο Νίκος χαμογέλασε λες κι ήμουν εγώ ο πιτσιρικάς.

“Εξαρτάται απ’ τους ανθρώπους που ξέρεις”, είπε πονηρά.
“Βύσμα;”
“Τί άλλο; Γίνεται τίποτα στην Ελλάδα χωρίς βύσμα;”
“Και τώρα είσαι καλά;”
“Αισθάνομαι πάλι άνθρωπος.”

~

Οι αστυνομικοί που υπηρετούν στα ΜΑΤ ξέρουν ότι βρίσκονται στη χειρότερη υπηρεσία. Οι συνάδελφοι τους επανδρώνουν τα γραφεία των υπουργών και τα Α.Τ. των νησιών. Μακαριότητα.

Όταν βρίσκεσαι στη χειρότερη θέση που θα μπορούσες να ήσουν (σε σύγκριση με τους συναδέλφους σου) δεν μπορεί να αισθάνεσαι καλά.

~

Ο Νίκος χαιρέτησε κι έφυγε να πάει σπίτι του. Ζει με τους γονείς του (ναι, έχουν κι οι μπάτσοι μάνες). Με τα λεφτά που βγάζει δεν μπορεί να πιάσει μόνος του σπίτι, άλλωστε μικρός είναι ακόμα. Είχε σχέση με κάποια συνάδελφο του για τρία χρόνια, πήρε μετάθεση, έσπασε η σχέση. Είναι κάπως γριπωμένος τις τελευταίες μέρες. Θα πάει να φάει σούπα.

Ο Νίκος μοιάζει μ’ έναν κανονικό 26χρονο. Αλλά δεν είναι. Γιατί;
Γιατί έχει όπλο. Γιατί είναι ένας 26χρονος με όπλο.
Και το όπλο είναι μέρος του ρόλου του.

~~{}~~

ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΧΩΡΙΣ ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

Στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” ο Μπέκετ εμφανίζει, πέρα από τους βασικούς τους ήρωες, ένα άλλο δίδυμο, τον Λάκι και τον Πότζο. Στην πρώτη σκηνή ο Λάκι κρατάει από το λουρί, σαν σκύλο, τον Πότζο.

Στη δεύτερη σκηνή οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο εξουσιαστής γίνεται εξουσιαζόμενος.

~

Είναι πολύ δύσκολο, για κάθε άνθρωπο που έχει εξουσία (ή ψευδαίσθηση εξουσίας) να κάνει σωστή χρήση αυτής.
Γιατί η εξουσία εξ ορισμού δημιουργεί ανισότητα. Η εξουσία έχει αδελφή τη βία.

Ο ρόλος των φυλάκων θα έπρεπε να είναι η προστασία του συνόλου.

Όμως, τόσο συχνά, τα δικαιώματα του πολίτη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι αντίθετα με τις ορέξεις της εξουσίας. Η εξουσία δεν επιτρέπει περισσότερα δικαιώματα απ’ όσα ανέχεται, προκειμένου να διατηρηθεί.

Έτσι ο φύλακας, που πληρώνεται απ’ την εξουσία, βρίσκεται κάποιες φορές στη θέση να υπερασπιστεί την καθεστηκυία τάξη -ενάντια στους πολίτες.

Καθώς αμοίβεται με πολύ λίγα λεφτά πρέπει να πείσει τον εαυτό του ότι πράττει υπέρ του συνόλου, ακόμα κι όταν δεν το κάνει. Είναι αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν Γνωστική Ασυμφωνία.

Την ίδια στιγμή οι πολίτες μεταθέτουν (όπως θα έλεγε κι ο Φρόυντ) την οργή που νιώθουν. Οι άρχοντες, βασιλιάδες και φιλόσοφοι, είναι απρόσιτοι. Οι φύλακες είναι εκεί, μπροστά τους, και τους εμποδίζουν.

Η μετάθεση αυτή ευνοεί τους άρχοντες.

Όσο οι πολίτες συγκρούονται με τους φύλακες, η εξουσία είναι ασφαλής. Οι φύλακες είναι αναλώσιμοι, όπως και οι στρατιώτες στον πόλεμο.

Οι συγκρούσεις οδηγούν στην εκτόνωση. Θύματα της είναι μόνο οι πολίτες και οι φύλακες.
Οι άρχοντες συνεχίζουν να πίνουν τ’ ακριβά κρασιά τους στις offshore μακρινών θαλασσών. Και θα συνεχίσουν.