Χίμαιρες, αυταπάτες και τ’ αγόρι που θ’ αλλάξει τον κόσμο

0
3718

(Προειδοποίηση: Στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρομαι στον Γελωτοποιό σε τρίτο πρόσωπο, αντιμετωπίζοντας ‘τον ως περσόνα του εαυτού μου. Είναι κάπως σχιζοφρενικό, αλλά έχει τη σημασία του κι αυτό).

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε έναν άνθρωπο μέσα από τα γραπτά του. Ειδικά όταν γράφει για τον εαυτό του. Γιατί ακόμα και η πιο ειλικρινής αυτοβιογραφία είναι γραμμένη υπό το πρίσμα του προσωπικού μύθου του καθενός, εμποτισμένη απ’ τις αυταπάτες του.

Το γνώθι σαυτόν είναι μια χίμαιρα.

Γιατί δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να εννοηθεί ως “εαυτός”, παρά μόνο ένα συνονθύλευμα από σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις, ερεθίσματα έξωθεν κι έσωθεν, γονιδιακό υλικό, περιβαλλοντολογικές επιρροές, συμπτώσεις, ορμόνες, ατυχήματα, ιστορικές συνθήκες, γονικές παροχές, φιλικές προτροπές και μιμήσεις, εξαναγκασμούς και πειθαναγκασμούς, παρεκκλίσεις ψυχικές, ψήγματα και δήγματα ανισορροπίας, και η βροχή που δεν σταματάει να πέφτει.

Για να κατανοήσεις απόλυτα κι ολοκληρωτικά έναν άνθρωπο θα πρέπει να γνωρίζεις καθετί που έχει σχέση μ’ αυτόν, οπότε και κάθετι που έχει σχέση με κάθε άνθρωπο που τον επηρέασε, καθώς κι ό,τι επηρέασε όλους αυτούς.

Ακόμα και η γιαγιά του οινοχόου που έβαζε κρασί στον Πλάτωνα έχει επηρεάσει τη ζωή μας. Όπως και το κουνούπι που την τσίμπησε και της μετάδωσε την ελονοσία, γιατί εξαιτίας αυτής της αρρώστιας, αυτού του κουνουπιού, ο οινοχόος δεν πήγε στο Συμπόσιο εκείνο το βράδυ. Ο δούλος που τον αντικατέστησε δεν είχε επαρκείς γνώσεις φιλοσοφίας, έτσι έβαζε λιγότερο νερό στο κρασί απ’ όσο έπρεπε, ο Πλάτωνας μέθυσε και οραματίστηκε τον Κόσμο των Ιδεών, τον οποίο υιοθέτησαν οι Νεοπλατωνικοί και οι χριστιανοί με τη σειρά τους.

Ένα κουνούπι άλλαξε τον κόσμο.

~~{}~~

Βαριά εισαγωγή για τη μικρή βαλίτσα αυτού του κειμένου.

Θα προσπαθήσω να επανορθώσω κάνοντας δυο αποκαλύψεις για το θλιβερό σαρκίο του Γελωτοποιού, αποκαλύψεις οι οποίες δεν θα σας ωφελήσουν σε τίποτα άλλο από την κατανόηση της ιστορίας που ακολουθεί.

1) Ο Γελωτοποιός είναι 39 χρονών

2) Μέχρι τις προάλλες δεν είχε πάει σε “μαγαζί”.

Το μαγαζί είναι κλεισμένο σε εισαγωγικά, γιατί μου είναι δύσκολο να αποδώσω τον ακριβή ορισμό του. Μπουζούκια; Σκυλάδικο; Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης; Κέντρο απώλειας;

Ας το πω περιφραστικά: Είναι ένα από εκείνα τα μεγάλα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, όπου οι πελάτες κάθονται σε καρέκλες και παραγγέλνουν το ποτό σε φιάλες, ενώ στη σκηνή υπάρχει μια μπάντα κι ένας (το ελάχιστο) τραγουδιστής.

Ανέφερα την ηλικία του Γελωτοποιού, επειδή, κατά τη γνώμη μου, είναι λίγοι οι άνθρωποι στην χώρα μας που δεν έχουν πάει, έστω μια φορά, σ’ ένα τέτοιο μαγαζί μέχρι τα σαράντα. Δεν πρόκειται για κάποιο ηθικό πλεονέκτημα, δεν το εμφανίζω ως προτέρημα, είναι απλώς μια παρέκκλιση.

~~{}~~

Ο Γελωτοποιός είναι εσωστρεφής άνθρωπος, βραδυφλεγής πιθανότατα. Θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω μοναχικό, αν αυτό δεν φαινόταν σαν μια προσπάθεια να του αποδώσω ένα γοητευτικό χαρακτηριστικό.

Δεν είναι μονήρης, απολαμβάνει την παρέα ενός φίλου κι ένα μπουκάλι κρασί στο σπίτι ή -στην πιο κοινωνική του φάση- σ’ ένα μικρό μπαρ. Αλλά κι αυτό το αποφεύγει πλέον. Αν έχεις έναν φίλο κι ένα μπουκάλι κρασί τι το χρειάζεσαι το μπαρ;

Ο μόνος λόγος που αποφάσισε, λίγο πριν μπει στα σαράντα, στα γηρατειά της νεότητας, να υπερβεί τις συνήθειες του και να πάει σ’ ένα μαγαζί, ήταν ότι εκεί θα ‘παιζε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.

~~{}~~

Ο Αλκίνοος δεν είναι μύθος, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος ή ο Άσιμος. Εκείνοι κάηκαν μέσα στις φλόγες τους.

Λίγοι μπορούν να συνεχίσουν να φλέγονται χωρίς να καίγονται, όπως ο γερόλυκος Αγγελάκας, που στα εξήντα του ούτε κλαίει ούτε φοβάται.

Ο Αλκίνοος ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, στη δική του κατηγορία.

Δεν κραυγάζει, αλλά διαβρώνει μελωδικά τους μύθους της ποντικοπαγίδας μας.
Είναι στοχαστικός, αλλά και λυρικός.
Είναι εδώ, γράφει γι’ αυτό που ζούμε, αλλά ταυτόχρονα είναι κι αλλού.
Αυτοσαρκάζεται, δεν παγιδεύεται στις αυταπάτες του, έχει επίγνωση του προσωπικού του μύθου.

“Κι εγώ; Λόγια σπουδαία και ιδέες θαυμαστές. Και θαυμάστριες…

 

Δεν είναι ροκ ούτε ακριβώς έντεχνος ούτε και ποπ -αν και είναι δημοφιλής. Κι έχει λαϊκά ξεσπάσματα.

Ο Αλκίνοος, ήδη στα σαράντα, μοιάζει ακόμα να ψάχνεται με τη μουσική του, μοιάζει να ψάχνει κάτι να βρει, να μην έχει καταλήξει. Είναι διαλεκτικός και συνεχίζει να εξελίσσεται.

Κι είναι ωραίο να μην καταλήγεις, να συνεχίζεις να ερευνάς τις πιθανότητες και τις δυνατότητες της τέχνης σου και του εαυτού σου.

~~{}~~

Η σύντροφος του Γελωτοποιού, που γνωρίζει καλύτερα τη μουσική του Ιωαννίδη κι είναι πιο δραστήριος άνθρωπος, κατάφερε να τον τραβήξει από τον νεφελώδη κόσμο της συγγραφής για να πάνε να τον ακούσουν ζωντανά.

Σαν μπήκαν στο μαγαζί και πριν ακόμα κάτσουν στο τραπέζι αισθάνθηκαν άβολα. Ο Γελωτοποιός κοιτούσε τους άλλους πελάτες και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό ήταν το target group του Αλκίνοου.

Ακόμα κι οι πιο νέοι άνθρωποι έδειχναν κάπως… παράταιροι. Όχι με το μαγαζί, μ’ εκείνο ταίριαζαν κι έμοιαζαν κι αισθάνονταν τόσο οικείο τον χώρο. Παραγγέλναν τις φιάλες λες κι ήταν αναψυχτικά. Το ντύσιμο τους ήταν ανάλογο, ήταν ντύσιμο βγαίνω-έξω-Σάββατο-βράδυ.

Αλλά ήταν η Ιδέα της μουσικής του Αλκίνοου, όπως την είχε στο κεφάλι του ο Γελωτοποιός, που δεν συμφωνούσε με το θέαμα που αντίκριζε.

Μήπως ήταν αυταπάτη κι αυτό; Μήπως ο Αλκίνοος δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν τραγουδιστή της πίστας;

Υπήρχε ένα σφάλμα στο σκηνικό. Κι έπρεπε να καταλάβει ποιο ήταν.

~

Λίγη ώρα μετά ο Ιωαννίδης εμφανίστηκε στη σκηνή και ξεκίνησε να τραγουδάει a capella και χωρίς μικρόφωνο, το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, Μικρή Βαλίτσα:

“Και πού να πάω και πού να ΄ρθώ και που να επιστρέψω,
που ‘ναι τα ξένα μακρινά κι είν΄ τα δικά μου ξένα”

Ο κόσμος συνέχιζε να μιλάει και να χαριεντίζεται, ενώ κάποιος πάνω στη σκηνή προσπαθούσε ν’ ακουστεί, χωρίς μικρόφωνο, ελπίζοντας, πιστεύοντας, ότι θα σεβαστούν την προσπάθεια του.

Δεν το έκαναν ούτε τον άκουσαν. Αλλά τον χειροκρότησαν στο τέλος.

Ένα πλήθος που δεν ακούει, μόνο χειροκροτάει.

Σαν τα λόγια της Έμμα Γκόλντμαν: “Χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια για να σκεφτείς, απ’ το να χειροκροτήσεις ή να καταδικάσεις”.

Ένα πλήθος που δεν ακούει ούτε σκέφτεται, μόνο χειροκροτάει ή καταδικάζει.

Κάπως έτσι πλάθεται ο κόσμος, έτσι τον έμαθαν να είναι.

~~{}~~

Η μπάντα του ήταν μόνο έγχορδα. Βιολί, κοντραμπάσο, μπουζούκι και βιολοντσέλο.

Το τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι με τα όργανα τους είναι αδύνατον να το περιγράψεις.

Το βιολί κάποιες στιγμές είχε περισσότερη παραμόρφωση από την κιθάρα του Χέντριξ.

Ο κοντραμπασίστας έπαιζε με δοξάρι, με τα δάκτυλα, συχνά το χρησιμοποιούσε και ως κρουστό.

Ο Καλούδης, παλιός γνώριμος, στο βιολοντσέλο και στην κρητική λύρα, ήταν από μόνος του μια συναυλία. (Μέχρι και Μπαχ έχει παίξει μ’ αυτή τη λύρα)

Ο μπουζουκζής (με κζ όχι ξ) ήταν άλλης εποχής.

Κι ο Αλκίνοος είχε την καλύτερη φωνή του φορεμένη.

~~{}~~

Ήταν ένα σχήμα που θα μπορούσε με άνεση να εμφανιστεί και στο jazz festival του Μοντρεάλ. Αλλά το κοινό…

Δεν μπορούσαν να σταματήσουν να μιλάνε και να χαχανίζουν.

Είναι αδήριτη η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει και να γελάσει. Αλλά γιατί αυτό πρέπει να το κάνεις όταν πέντε άνθρωποι παίζουν μουσική; Κι αν δεν σου αρέσει αυτό το είδος μουσικής, γιατί πήγες στο μαγαζί;

Καθώς περνούσε η ώρα ο Γελωτοποιός αντιλαμβανόταν όλο και  πιο καθαρά ότι οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους δεν είχαν πάει για να ακούσουν τη συγκεκριμένη μουσική. Ήταν Σάββατο βράδυ κι είπαν να βγουν έξω να διασκεδάσουν. Έτυχε να παίζει ο Αλκίνοος. Τι να γίνει, σκέφτηκαν, θα το υποστούμε κι αυτό.

Κάποιοι μέχρι που προσπάθησαν να χορέψουν, σ’ ένα τραγούδι που κλείνει με τους ακόλουθους στίχους:

“Με τρομάζεις ακóμα, οπαδέ της ομάδας
του κóμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφóρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο

Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φóβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο

κι óχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω”.

Παραδίπλα τους καθόταν ένα αγόρι 9 χρονών, που άκουγε με προσήλωση.

“Του αρέσει ο Αλκίνοος”, εξήγησε η μάνα του σε μια κυρία που δεν είχε σταματήσει να μιλάει.

“Α”, είπε εκείνη ειρωνικά στο αγόρι, “θα γίνεις επαναστάτης”. Και γέλασε.

Ο Αλκίνοος αφιέρωνε εκείνη τη στιγμή, με θλίψη, τον “Ευαίσθητο ληστή”, του Χατζιδάκι, στον Νίκο Ρωμανό. (Τι σύμπτωση! Πρώτη εκτέλεση ήταν από τον Γιώργο Ρωμανό.)

“Ναι, αυτό το παιδί μπορεί να γίνει επαναστάτης.”

~~{}~~

Όταν ο κόσμος ήταν πια στο τσακίρ κέφι και οι φιάλες μισοάδειες (ή μισογεμάτες), ο Αλκίνοος ξεκίνησε να τραγουδάει ένα απ’ τα καλύτερα τραγούδια του νέου δίσκου. Κι ακούστηκε τόσο ταιριαστός και τόσο παράταιρος ο στίχος μέσα στο μαγαζί:

“Σου δίνω Σάββατο να βγεις στη νύχτα του άλλου κόσμου
μια Κυριακή να βαρεθείς κι αύριο ξανά δικός μου”

Τους έλεγε, τους πετούσε στα μούτρα την πραγματικότητα, συγκαλυμμένη με έγχορδα, τους θύμιζε ποιοι είναι και τι κάνουν, σαν να χρησιμοποιούσε τις αυταπάτες τους για να τους δείξει μια αλήθεια, μια άποψη της αλήθειας, χωρίς περιοδικά και οθόνες.

Κι ίσως να του φάνηκε του Γελωτοποιού, αλλά πολλοί ανακάθισαν στη θέση τους, κάποιοι ενοχλήθηκαν ίσως, δεν ήταν αυτό που ήθελαν ν’ ακούσουν, Σάββατο βράδυ, σε μαγαζί.

~~{}~~

Ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι ο Αλκίνοος είναι κι αυτός ένα γρανάζι του συστήματος, αφού παίζει σε τέτοια μαγαζιά. Φυσικά και είναι, όλοι είμαστε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λίγο ή πολύ, μικρά ή μεγάλα, θετικής ή αρνητικής ανάδρασης.

Όμως πρέπει να καταλάβουν οι ελιτιστές και οι υπεράνθρωποι και οι “μην πετάς μαργαριτάρια στους χοίρους”, ότι αν μείνεις να παίζεις την κιθάρα στο σπίτι σου για να μην αλλοιωθείς από το σύστημα δεν είσαι θαρραλέος, είσαι δειλός.

Μέσα σε μια κοινωνία τραγουδιστάδων, που απαρτίζεται από εφήμερους, ένας δημοφιλής Αλκίνοος σπέρνει ζιζάνια.

Δεν θ’ αλλάξει τον κόσμο αυτός. Το ξέρει και το τραγουδάει:

“Μικρός ορκίστηκα τον κόσμο να αλλάξω
μα στα σαράντα μου είμαι ο κόσμος που να ψάξω
για τον ένοχο;”

Ίσως μπορεί να τον αλλάξει εκείνος ο εννιάχρονος, που κοροϊδευτικά η κυρία αποκαλούσε επαναστάτη. Ίσως κι αυτός να είναι ένας προσωπικός μύθος, ένας ευσεβής πόθος.

Όχι γιατί ο κόσμος δεν αλλάζει. Το μονο βέβαιο είναι η αλλαγή. Ουδέν μένει.

Αλλά μπορεί ένας άνθρωπος ν’ αλλάξει τον κόσμο;

Αναμφίβολα!

Κάθε άνθρωπος, με κάθε πράξη του συντελεί στην αλλαγή.

Υπάρχουν κάποιοι, υπέρ του δέοντος ταλαντούχοι, που δημιουργούν μεγαλύτερες αλλαγές. Κάποιες μοναδικότητες ανεπανάληπτες, όπως ο Τιούρινγκ και ο Ντύλαν (νομίσατε ότι θα αναφέρω τον Μότσαρτ;)

Και κάποιοι ισχυροί χαρακτήρες, όπως ο Γκάντι και ο Χίτλερ (η αλλαγή δεν έχει πάντα θετικό πρόσημο).

Κάθε άνθρωπος αλλάζει τον κόσμο.

Η μητέρα, που έλεγε στο παιδί της: “Αν γίνεις στρατιωτικός θα γίνεις Ναπολέων. Αν γίνεις ιερέας θα γίνεις Πάπας.” Η μητέρα του Πικάσο άλλαξε τον κόσμο.

Κι ο Άνθρωπος μες στο χάος.

Ο Τζάνκο Ρέινχαρντ, νεαρός ακόμα, μπήκε στο τροχόσπιτο να σώσει την οικογένεια του απ’ τη φωτιά. Τους έσωσε, αλλά έχασε δύο δάκτυλα του αριστερού χεριού.

Αλλά, ακόμα και ως τριδάχτυλος, έγινε ο σημαντικότερος τζαζ κιθαρίστας όλων των εποχών, επηρεάζοντας τη μουσική και τον κόσμο περισσότερο από πολλούς άλλος προνομιούχους.

Γιατί ο Τζάνκο δεν ήταν προνομιούχος, ήταν τσιγγάνος. Κι έγραψε κομμάτια σαν κι αυτό.

~~{}~~

Ας τελειώσω αυτό το κείμενο με μια μουσική ιστορία που διηγήθηκε επί σκηνής ο Ιωαννίδης.

Πριν δεκαπέντε χρόνια έπαιζαν στην Αντίπαρο. Είχαν μπει σ’ ένα βαν και πήγαιναν προς το χωριό όπου θα γινόταν η συναυλία. Στο δρόμο τους έκαναν οτοστόπ δύο συνάδελφοι, δύο τσιγγάνοι μουσικοί, που πήγαιναν να παίξουν στο πανηγύρι, στο παρακάτω χωριό.

Καθ’ οδόν οι τσιγγάνοι ξεκίνησαν να παίζουν ένα κομμάτι. Μετά ζήτησαν απ’ την μπάντα να παίξουν κι εκείνοι κάτι, σαν μουσική απάντηση.

Ο Αλκίνοος έπαιξε με την κιθάρα του το τραγούδι: “Τ’ Αη Γιωρκού”, ένα μεσαιωνικό Κυπριακό κομμάτι, για τον Άγιο Γεώργιο και τον δράκο.

Σαν τελείωσε περίμενε τα σχόλια.

“Μεγάλο κομμάτι”, του είπε ο κλαρινιτζής.

“Ναι”, έκανε ο Αλκίνοος, “πραγματικά είναι σπουδαίο κομμάτι.”

“Όχι!” είπε ο τσιγγάνος. “Μεγάλο κομμάτι, μεγάλο”, εννοώντας σε διάρκεια μεγάλο.

Εκείνος ήξερε, όλη του τη ζωή στο δρόμο την είχε περάσει, τί κομμάτια θέλει ν’ ακούει ο κόσμος. Μικρά. Εύπεπτα. Με ρεφραίν.

Ο Αλκίνοος, μετά από είκοσι χρόνια, ακόμα δεν έχει μάθει.

Και γράφει τραγούδια με στίχους σαν κι αυτόν

“Έσκυβα και μάζευα κομμάτια παρακάλια, μανικετόκουμπα χρυσά,
τα σκουλαρίκια της δειλά, τα περιστατικά της ομορφιάς της”

(αυτός είναι ο πιο όμορφος στίχος που ‘χω ακούσει και διαβάσει τελευταία: “Τα σκουλαρίκια της, τα περιστατικά της ομορφιάς της”)

 Κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος. Κάθε άνθρωπος είναι το έναυσμα για άπειρες μεταμορφώσεις κι αλλαγές κι απόψεις κι ιδέες.

Δεν υπάρχει τέλος, δεν υπάρχει αλήθεια.

Μόνο άνθρωποι, χίμαιρες κι αυταπάτες.