Ο Αλντεμπαράν στο κελί του Θεού

1
1857

“Ρε μπαγάσα, περνάς καλά κει πάνω;
Μιαν ανάσα, γυρεύω για να γιάνω.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μια νυχιά, έτσι είναι το φεγγάρι απόψε. Απ’ την άκρη του κρέμεται ένα αστέρι, ένα από κεινα που μείναν μόνα τους να κλαίν’ τον χαμένο αγώνα του τροβαδούρου.

Και δίπλα απ’ τη νυχιά είδα τον Θεό ν’ απλώνεται.

~~{}~~

Πριν πολλά χρόνια, τότε που ο ήλιος έβγαινε απ’ την ανατολή και το γρασίδι φύτρωνε στο χώμα, είχα βρεθεί στο Άγιο Όρος.

Θυμόμουν τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό που τριγυρνούσαν στον Άθω προς αναζήτηση θεού. Τον βρήκαν κι οι δυο, καθένας με τον τρόπο του.

Πήγα να ψάξω κι εγώ. Ίσως θα έπρεπε να κάνω πιο σημαντικά πράγματα, νέο παιδί, παλικάρι, που έπιανα τις πέτρες και τις έστιβα. Να σπουδάζω, να δουλεύω, να ψάχνω τρόπους για να βγάλω λεφτά. Δεν το είχα τότε, δεν το έχω τώρα, κι έτσι άφραγκος κι αλλοπαρμένος γυρεύω τον θεό, μακριά απ’ τον Άθω.

Για δεν υπήρξα κατεργάρης και τη χρειάζομαι τη χάρη σου, μωρέ.

~~{}~~

Άφησα πίσω μου τις Αγορές και τα παζάρια, πήρα μια διαλυμένη Βίβλο και παρείσφρυσα στο άβατο.

Με φιλοξένησε στο κελί του ο Χρυσόστομος. Και θυμάμαι ένα ένδοξο πρωινό, με τον ήλιο να επαργυρώνει τη θάλασσα, που με βρήκε χωμένο στη Βίβλο.

“Τι κάνεις εκεί;” με ρώτησε.
“Προσπαθώ να καταλάβω”.
“Τι να καταλάβεις;”, είπε γελώντας. “Κοίτα μπροστά σου. Τι άλλο θες;”

Σήκωσα το κεφάλι κι είδα τον Κόσμο. Χωρίς πολυκατοικίες, λεωφόρους κι αυτοκίνητα. Δεν υπήρχαν ψευδαισθήσεις κι υποκατάστατα, όλα εκείνα που κατασκευάζουν οι άνθρωποι για να επενδύσουν την αποτυχία τους. Ήταν ο Κόσμος γυμνός. Αληθινός.

Δεν κατάλαβα, αλλά ανατρίχιασα.

~~{}~~

Ήμουν μικρός τότε, λίγο παραπάνω απ’ τα είκοσι. Έπρεπε να γυρίσω πίσω. Ένιωθα πως κάπου με περίμενε ένα κορίτσι μ’ ανθισμένα στήθη. Κι όλος ο κόσμος ωχριά μπρος στο άρωμα της γυναίκας. Αλλιώς μπορεί να ‘μενα εκεί.

Γύρισα, αγάπησα κι αγαπήθηκα, κι έπειτα προσπάθησα να παρεισφρύσω στο άβατο των ανθρώπων.

Ακόμα δεν το ‘χω καταφέρει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς λειτουργεί.

Κάποια βράδια, σαν το αποψινό, ρωτάω τον θεό, μήπως ξέρει αυτός, μήπως αυτός έχει καταλάβει.

Τον ρωτάω γιατί πρέπει να πονάμε.
Δεν απαντάει.
Τον ρωτάω γιατί πρέπει να πεθαίνουμε.
Δεν απαντάει.
Τον ρωτάω γιατί πνίγονται άνθρωποι.
Δεν απαντάει.

Αν μπορούσε να μιλήσει ξέρω τι θα μου ‘λεγε.

“Αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος των ανθρώπων.
Όταν όλοι ήσασταν κοντά μου σας ρώτησα τι προτιμάτε; Αθανασία ή ελευθερία;
Οι άγγελοι προτίμησαν την αθανασία. Οι άνθρωποι την ελευθερία.
Οι άγγελοι δεν μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στο Κακό και στο Καλό. Γι’ αυτό είναι αθάνατοι.
Οι άνθρωποι μπορούν να επιλέξουν. Γι’ αυτό πεθαίνουν.”

“Γι αυτό σκοτώνουν”, του είπα.
Δεν απάντησε.

~~{}~~

Περπατούσαμε στο δάσος με τον Χρυσόστομο και μου ‘δειχνε τα ίχνη απ’ τα αγριογούρουνα. Κάπου είδαμε μια τρύπα στο βουνό.

“Κελί”, μου είπε. “Εμενε ένας γέροντας εδώ.”
“Τι έκανε;” τον ρώτησα.
“Πέθανε”, μου είπε.

~~

Το τελευταίο βράδυ, πριν φύγω απ’ τον Άθω, θυμήθηκα εκείνη τη βουδιστική ιστορία.

Ένας νεαρός είναι δόκιμος μοναχός. Περνάει όλες τις δοκιμασίες, αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει το κορίτσι στο χωριό.

Πηγαίνει στον δάσκαλο και τον ρωτάει: “Δάσκαλε, τι να κάνω; Να γίνω μοναχός ή να γυρίσω στο χωριό να παντρευτώ;”

Ο δάσκαλος μασουλούσε κολοκυθόσπορους, με τα λίγα δόντια που του ‘χαν μείνει. Έφτυσε τα τσόφλια κι είπε: “Ό,τι και να κάνεις, στο τέλος θα το μετανιώσεις.”

~~{}~~

Το φεγγάρι μοιάζει με τσόφλι από πασατέμπο κι ο Αλντεμπαράν κρέμεται στην άκρη του.

Η Πέρλα, ο σκύλος, μασουλάει σαν σοφός ένα ξύλο.

Κάπου πνίγονται άνθρωποι, κάπου άνθρωποι πλουτίζουν, κάπου ένα παιδί ονειρεύεται την ειρήνη.

Ο ήλιος συνεχίζει να βγαίνει απ’ την ανατολή στον κόσμο των ανθρώπων.

Κι ο θεός ξαπλώνει στο κελί του, χωρίς ποτέ να απαντάει.