Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος

0
7817

SonofSaulCannes

“Ξέρετε πώς λέμε “ποτέ” στην αργκό του λάγκερ; Morger Fruh, αύριο το πρωί”.
Πρίμο Λέβι

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία για το Ολοκαύτωμα. Νιώθω ότι κάτι με συνδέει μ’ αυτό, σαν να κάηκα κι εγώ στα κρεματόρια του Μπίρκεναου.

Ίσως επειδή γνώρισα έναν επιζήσαντα, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, και άκουσα ιστορίες απ’ τα χείλη του.

Είναι διαφορετική η προσωπική μαρτυρία, εκείνη του αυτόπτη. Δεν είναι αντικειμενική, όπως του ιστορικού, που θ’ αρχίσει να παραθέτει αριθμούς, ημερομηνίες και γεγονότα που συνέβησαν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, συμφωνίες με πολυεθνικές που επωφελήθηκαν απ’ τους σκλάβους Häftling και ύποπτες ολιγωρίες, όπως ότι οι Σύμμαχοι ποτέ δεν βομβάρδισαν τις γραμμές του τρένου προς το Άουσβιτς, ενώ κατέστρεψαν παρακείμενες βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

Αντικειμενικότητα και μαρτυρία. Ποιος βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια;

Νομίζω ότι καταλαβαίνεις πολύ περισσότερα για κάθε γεγονός και στιγμή, αν τα ζήσεις σ’ ένα μυθιστόρημα, σε ταινία ή τα ακούσεις με μουσική, παρά διαβάζοντας ιστορικά και στατιστικά στοιχεία.

Η μνήμη συνδέεται με το συναίσθημα.

~~{}~~

Απ’ τα μυθιστορήματα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα ξεχωρίσω τρία:

Το “Μαουτχάουζεν” του Καμπανέλλη.
Το “Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου χωρίς πεπρωμένο” του Ίμρε Κέρτες.
Και το “Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος” του Πρίμο Λέβι

~~

Το βιβλίο του Καμπανέλλη έχει χρώμα ελληνικό, οικείο, και στιγμές που έχουμε τραγουδήσει, όπως εκείνη της επιστροφής, όπου ο ήρωας ρωτάει τις λιπόσαρκες κοπέλες του Άουσβιτς: “Μην είδατε την αγάπη μου;”

Το βιβλίο του Κέρτες είναι πιο βαθύ, σαρκαστικό, σχεδόν βλάσφημο. Ο Ούγγρος νομπελίστας είναι στοχαστικός συγγραφέας, έτσι στο μυθιστόρημα του προσεγγίζει το Κακό φιλοσοφικά, μ’ έναν τρόπο που έκανε τους συμπατριώτες του Εβραίους να του επιτεθούν, όταν δημοσιεύτηκε.

“Ακόμα κι εκεί, στις καπνοδόχους, στα διαλείμματα μεταξύ των βασανιστηρίων υπήρχε κάτι που έμοιαζε με ευτυχία. Όλοι μονίμως με ρωτούν μονάχα για τα δεινά, για τις φρικαλεότητες, αν και για μένα αυτή ακριβώς η εμπειρία είναι ίσως εκείνη που αξίζει πιο απ’ όλες να θυμάμαι.

Ναι, γι’ αυτήν, για την ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, θα έπρεπε να σας μιλήσω την επόμενη φορά που θα με ρωτήσετε.

Αν με ρωτήσετε βέβαια. Κι αν δεν το ξεχάσω κι ο ίδιος.”

Έτσι τελειώνει το βιβλίο του, έχοντας στην ίδια πρόταση δύο έννοιες αντιφατικές: Ευτυχία και στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Όμως το βιβλίο του Πρίμο Λέβι είναι πιθανότατα το καλύτερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί για τα λάγκερ (arbeitslager).

~~{}~~

Ο Πρίμο Λέβι ήταν Ιταλοεβραίος, χημικός στο επάγγελμα. Στα 24 του χρόνια τον συνέλαβαν, τον πέταξαν σ’ ένα  βαγόνι για άλογα, όπου οι άνθρωποι στοιβάζονταν ανά δεκάδες, και τους μετέφεραν σ’ ένα απ’ τα πολλά λάγκερ του Άουσβιτς, την Μπούνα.

Έγραψε το μυθιστόρημα αμέσως μόλις επέστρεψε στην Ιταλία, χωρίς να τον ενδιαφέρει το λογοτεχνικό στυλ ή ποιες λέξεις είναι οι σωστές. Έπρεπε μόνο να γράψει αυτά που έζησε.

Περιγράφει τα γεγονότα και τους ανθρώπους σαν “καλλιτέχνης χημικός” -όπως τον αποκαλεί ο Φίλιπ Ροθ.

Όχι αποστασιοποιημένα, αλλά στωικά. Το συναίσθημα το χρησιμοποιεί επιμελώς, κυρίως στις ελάχιστες νοσταλγικές στιγμές ή όταν ο ήρωας οραματίζεται την ελευθερία.

Όμως σχεδόν αμέσως η αδυσώπητη πραγματικότητα του λάγκερ παραμερίζει κάθε ίχνος συναισθηματικότητας κι επιβάλλει την μόνη έννοια που είχε σημασία εκεί: Επιβίωση.

~~{}~~

Τι χρειαζόταν για να επιβιώσεις στο στρατόπεδο;

“Πρώτα απ’ όλα τύχη”, έτσι γράφει ο Λέβι στο παράρτημα του βιβλίου.

Δεν είχε σημασία αν ήσουν ο πιο ικανός, ο πιο δυνατός, ο πιο αδίσταχτος, αν ήσουν επιστήμονας ή τεχνίτης. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό, η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο ήταν μια κίνηση, μια λέξη, ένα βήμα.

~~

Υπήρχαν κι εκείνοι που έμπαιναν “νεκροί”. Οι παλιοί μπορούσαν να τους καταλάβουν μ’ ένα βλέμμα, σαν να είχαν το σημάδι του θανάτου χαραγμένο στο μέτωπο.

Εκείνοι πολύ γρήγορα γίνονταν “μουσουλμάνοι”, που στην αργκό του λάγκερ σήμαινε: Νεκρός που περπατάει.

(Muslim, σημαίνει “αυτός που εγκαταλείπεται στον θεό”, μας πληροφορεί ένας άλλος επιζήσαντας, ο Μπρούνο Μπέτελχαϊμ.
Οι «μουσουλμάνοι» των στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν «κινούμενα πτώματα, απρόσωπα αντικείμενα, κατευθυνόμενα απ’ έξω, ανίκανα να αισθανθούν, να σκεφτούν ή να αντιδράσουν».
δες παλιότερο κείμενο, Οι μουσουλμάνοι του Μίλγκραμ http://sanejoker.info/2013/10/all-you-zombies.html)

~~{}~~

Ο ήρωας συναντάει Ες Ες μόνο μια φορά, τυχαία, σ’ όλη τη διάρκεια της κράτησης του (και το ίδιο τυχαία σώζεται).

Οι ναζήδες ήταν οι άγγελοι του θανάτου. Όταν κάποιος των Ες Ες πλησίαζε τους haflting (κρατούμενους) είτε τους εκτελούσε επί τόπου είτε έκανε την Επιλογή, όπου οι πιο αδύναμοι, οι εμφανώς άρρωστοι και κάποιοι απλά άτυχοι, στέλνονταν στον θάλαμο αερίων του Μπίρκεναου.

~~

Αλλά τα λάγκερ ήταν “αυτοδιαχειριζόμενα”. Την εξουσία εκεί μέσα την είχαν τα πράσινα τρίγωνα, οι ποινικοί κρατούμενοι, εγκληματίες απ’ τους οποίους οι πιο σκληροί, οι πιο αδίσταχτοι, οι πιο ηλίθιοι κάποιες φορές, γίνονταν Κάπος, επικεφαλείς των μπλοκ, των παραπηγμάτων.

Η εύνοια ενός Κάπο σου εξασφάλιζε σούπα απ’ τον πάτο του καζανιού (πιο παχύρευστη, πιο χορταστική), δουλειά στα “καλά” Κομάντο (ομάδα εργασίας) και έξτρα ψωμί.

Το ψωμί ήταν το νόμισμα του λάγκερ. Όλα κοστολογούνταν σε μερίδες, ακόμα και η ζωή.

Ένα κουτάλι: μισή μερίδα ψωμί.
Ένα παντελόνι: δύο μερίδες ψωμί.

~~{}~~

Ο Πρίμο Λέβι παραθέτει μια πινακοθήκη χαρακτήρων, σ’ εκείνη τη βαβέλ, όπου ακούγονταν όλες οι γλώσσες της Ευρώπης.

Όλοι τους, ραβίνοι, εργάτες, επιστήμονες, επιχειρηματίες, νέοι και μεσήλικες, Ιταλοί, Έλληνες, Γάλλοι και Ούγγροι, βρίσκονταν στην ίδια μοίρα, ζώντας σε μια αταξική κόλαση που παρόμοια δεν είχε υπάρξει στον κόσμο των ανθρώπων.

Περιγράφει κάποιους τρελούς, κάποιους “οργανωμένους”, κάποιους ικανούς στην κλοπή, κάποιους εξαιρετικά δυνατούς, κάποιους που πάσχιζαν να συνεχίσουν να είναι αξιοπρεπείς -όσο αξιοπρεπής μπορούσε να είναι ένας Häftling.

Απ’ αυτούς οι περισσότεροι πέθαναν. Από εξάντληση, από αρρώστιες, στην Επιλογή ή στην τελική πορεία, όταν οι Ρώσοι πλησίαζαν και τα στρατόπεδα εκκενώθηκαν.

~~{}~~

Στο παράρτημα του βιβλίου κάποιος ρωτάει τον Λέβι γιατί δεν εξεγείρονταν οι κρατούμενοι.

Εξεγέρσεις υπήρξαν. Σε μία απ’ αυτές ανατινάχτηκε ένα κρεματόριο του Μπίρκεναου.

Αλλά τις έκαναν πολιτικοί κρατούμενοι και άλλοι “προνομιούχοι”, που ζούσαν σε καλύτερες συνθήκες.

Οι ίδιοι οι Häftling σκεφτόντουσαν μόνο ένα πράγμα: Το επόμενο λεπτό.

Ν’ αντέξουν να περπατήσουν λίγα βήματα ακόμα, ν’ αντέξουν μέχρι το μεσημέρι για τη σούπα, ν’ αντέξουν μέχρι το βράδυ για να κοιμηθούν.

Έτσι και αφαιρούνταν, έτσι και ξόδευαν απειροελάχιστη ενέργεια ή σκέψη στην πιθανότητα της εξέγερσης ή της απόδρασης, ήταν σίγουρο ότι δεν θα έβλεπαν το επόμενο Ποτέ, το επόμενο πρωινό.

~~{}~~

“Έχετε συγχωρήσει τους Γερμανούς;” ρωτάνε τον Λέβι στο παράρτημα.

“‘Οχι, δεν συγχώρεσα κανέναν απ’ τους υπαίτιους κι ούτε έχω την πρόθεση, τώρα ή στο μέλλον, να τους συγχωρήσω.”

“Όλος ο Γερμανικός λαός είναι υπεύθυνος;” τον ρωτάνε.

Ο Λέβι αναφέρει ότι υπήρξαν Γερμανοί που αντιστάθηκαν στον ναζισμό. Το πρώτο λάγκερ, στο Νταχάου, φτιάχτηκε το 1933, για τους αντιφρονούντες: Κομμουνιστές, σοσιαλιστές, αναρχικοί, φοιτητές ή απλά οι Γερμανοί που δεν συμβιβάστηκαν με το τέρας.

Οι υπόλοιποι, αφού αποθέωσαν τον Χίτλερ και υποστήριξαν την παρανοϊκή του προσπάθεια, ακολούθησαν την τακτική της βολικής άγνοιας.

“Στη Γερμανία του Χίτλερ ήταν διαδεδομένος ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς: αυτός που ήξερε δεν μιλούσε, αυτός που δεν ήξερε δεν ρωτούσε, σε όποιον γίνονταν ερωτήσεις, δεν απαντούσε.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο μέσος Γερμανός πολίτης κατοχύρωνε και υπεράσπιζε την άγνοια του, η οποία δικαιολογούσε ικανοποιητικά την υποστήριξη του στο φασισμό.”

Όλοι ήξεραν για τα στρατόπεδα, αλλά έκλειναν το στόμα, τ’ αυτιά και τα μάτια.

~~{}~~

Λίγο παρακάτω ο Λέβι γράφει:

“Παντού στον κόσμο, αν γίνει αρχή της παραβίασης των θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου και της ισότητας, θα οδηγηθούμε στα στρατόπεδα, είναι δύσκολο να σταματήσεις έτσι και μπεις σ’ αυτόν τον δρόμο.”

Και σαν το διαβάζω αυτό αντιλαμβάνομαι τι με συνδέει με τα κρεματόρια του Μπίρκεναου.

Κάθε φορά που ένας άνθρωπος πέθαινε στα λάγκερ, κάθε φορά που ένας άνθρωπος γινόταν σκόνη στη Χιροσίμα, κάθε φορά που ένας άνθρωπος λιμοκτονεί στη λεηλατημένη Αφρική, κάθε φορά που ένας άνθρωπος πνίγεται στη Μεσόγειο, ο Άνθρωπος χάνει ένα κομμάτι απ’ την ψυχή του και -μέρα με τη μέρα, θάνατο με τον θάνατο, πτώμα με το πτώμα- απομένει ένα άδειο κουφάρι, ένας νεκρός που περπατάει.

Το “ποτέ” για τον Άνθρωπο είναι αύριο το πρωί.
Το “πολύ αργά” ήταν χτες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι απ’ την εξαιρετική ταινία του Λάζλο Νέμες, “Ο γιός του Σαούλ”.