Η γάτα που έφαγε το Άλφα του Κενταύρου

0
2027

“Απεχθάνομαι τα ζώα. Απεχθάνομαι τα ζώα λίγο λιγότερο απ τους ανθρώπους. Για κείνους δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό. Τα ζώα έχουν το άλλοθι της άγνοιας, κάτι που κανείς άνθρωπος δεν θα χει στην Τελική Κρίση.”
“Τα ζώα πάνε στον Παράδεισο;”
“Τα ζώα ΕΙΝΑΙ στον Παράδεισο”, μου είπε. “Όχι όλα. Τ άγρια μόνο. Και τα ποντίκια.”
“Τα ποντίκια δεν είναι άγρια;”
“Τα ποντίκια θα κληρονομήσουν τη γη. Ούτε η ραδιενέργεια δεν τα πιάνει.”
“Αυτό συνήθως το λένε για τις κατσαρίδες.”
“Στην ίδια οικογένεια ανήκουν.”

Δεν τον διόρθωσα. Περίμενα για λίγο να μιλήσει. Δεν είπε τίποτα.

“Τα ήμερα γιατί θα πάνε στην Κόλαση;” τον ρώτησα.
“Δεν θα πάνε. ΕΙΝΑΙ.”
“Γιατί;”
“Τα χει διαβάλλει ο άνθρωπος. Δεν τα βλέπεις; Περιμένουν να τα ταΐσει, περιμένουν να τα βγάλει βόλτα, περιμένουν να τους ανοίξει την πόρτα, περιμένουν να τα σφάξει. Δεν ανήκουν στον Θεό πια, ανήκουν στον άνθρωπο.”
“Ο άνθρωπος σε ποιον ανήκει;”
“Στους άλλους ανθρώπους. Περιμένει να τον ταΐσουν, περιμένει να του ανοίξουν την πόρτα, περιμένει να τον σφάξουν.”
“Κανείς δεν είναι ελεύθερος”, του είπα.
“Τα ποντίκια είναι.”

~~

Νύχτωνε και ξεκίνησαν ν’ ανάβουν τ’ αστέρια.

“Ένας μου λεγε ότι είναι ολόκληροι κόσμοι”, μου πε δείχνοντας το Άλφα του Κενταύρου.
“ΕΙΝΑΙ”, του είπα. “Ήλιοι.”
“Πού το ξέρεις;”
“Το διάβασα.”

Γέλασε κοιτώντας ψηλά: “Το διάβασε!”

“Όλοι το ξέρουν”, του είπα.
“Εγώ δεν το ξέρω.”
“Σχεδόν όλοι.”
“Ούτε η μάνα το ξερε. Τη ρωτούσα τι ν αυτά και μου λεγε μάτια. Τα μάτια του Θεού.”
“Σχεδόν όλοι”, ξανάπα.

Λίγο μετά ξεφύτρωσε το φεγγάρι απ’ το βουνό, κόκκινο, σχεδόν έσταζε.

“Κι αυτό τι είναι;” τον ρώτησα. “Και το φεγγάρι μάτι είναι;”
“Είναι σφουγγάρι”, είπε κείνος. “Όσο αίμα χύνεται στη γη το μαζεύει το φεγγάρι. Παλιά λέγανε: Βγήκε το Σφουγγάρι.”

Το παρακολουθήσαμε να υψώνεται και ν’ ασπρίζει.

“Είδες;” μου πε. “Κει πάνω δεν έχει αίματα, δεν έχει ανθρώπους εκεί.”
“Ζώα; Ζώα έχει;”
“Άγρια μόνο. Και ποντίκια.”

Γέμισε τα ποτήρια με κρασί.

“Είχα δει ένα όνειρο”, μου πε. “Για μια γάτα που τρωγε τ αστέρια. Πατούσε πάνω στο βουνό και τα πιανε ένα ένα με τα νύχια της και τα τρωγε. Τη φωνάζω, μέσα στ όνειρο, τη φωνάζω: Τι κάνεις, μωρή αθεόφοβη; Τύφλωσες τον Θεό. Κι εκείνη γυρνά και με κοιτάει, σαν το διάβολο ήταν, γυρνάει και με μιλάει, με φωνή γυναίκας.”

Άφησε το ποτήρι και σταυροκοπήθηκε.

“Και τι είπε;” τον ρώτησα.
“Αυτά που λένε οι γυναίκες.”

Δεν μου εξήγησε. Όλοι ξέρουν.

“Το φεγγάρι ήταν κόκκινο;” τον ρώτησα λίγο μετά.
“Πότε;”
“Στο όνειρο. Στο όνειρο με τη γάτα.”
“Δε θυμάμαι. Πού να θυμάμαι; Το βλεπα στην αρχή, όταν πρωτόρθα στο Όρος. Τώρα δε βλέπω γάτες.”
“Τι βλέπεις;”

Δεν απάντησε. Νόμιζα ότι προσπαθούσε να θυμηθεί, έτσι όπως κοιτούσε ψηλά.

“Αν είναι κόσμοι, λες να χει καλογέρους κι εκεί;” με ρώτησε.
“Σίγουρα”, του ‘πα. “Και σε κάθε κόσμο ένας καλόγερος κοιτάει τ’ αστέρια κι αναρωτιέται αν υπάρχουν καλόγεροι κι εκεί.”

Γέλασε και ύψωσε το ποτήρι του, σαν να προσπαθούσε να πιάσει το φεγγάρι.

“Να προσέχεις τη γάτα, αδελφέ”, είπε στον ουρανό.

~~

Η νύχτα ξεχείλωσε, μέχρι που άδειασε το μπουκάλι. Ανέβηκα παραπατώντας στο δωμάτιο. Οι καλόγεροι στους άλλους κόσμους, και στον δικό μας, ονειρεύονταν γάτες με φωνή γυναίκας.

Το Σφουγγάρι βουτήχτηκε ξανά στα αίματα.