Μοιραζόμουν το δωμάτιο που μας παραχωρούσε ο εργοδότης μ’ έναν Αιγύπτιο, τον Ισάμ. Δούλευε ως μάγειρας στο εστιατόριο κι ήταν μεγάλος, σχεδόν σαράντα χρονών.
Ήταν ένας εξαιρετικά ήσυχος άνθρωπος, αθόρυβος, που δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να δουλεύει και να προσεύχεται.
Ο Ισάμ ήταν βαθιά θρήσκος. Στην Αθήνα, τους χειμώνες, δίδασκε το Κοράνι στους ξενιτεμένους συμπατριώτες του. Όμως στην Νάξο έφτιαχνε το καλύτερο χοιρομέρι, παρότι εκείνος ποτέ δεν το είχε δοκιμάσει.
Δεν έχανε ποτέ την προσευχή του. Ακόμα και τα Σάββατα του Αυγούστου, όταν όλοι έβριζαν κι έτρεχαν πανικόβλητοι, εκείνος έπαιρνε την ψάθα του, πήγαινε σε μια γωνία, γυρνούσε προς τη Μέκκα και προσευχόταν.
Όταν επέστρεφε στο πόστο του, ήρεμος και χαμογελαστός, τους έβαζε όλους σε τάξη, σαν ένας καλός μαέστρος που συμμαζεύει τους αποδιοργανωμένους μουσικούς του.
~~
Είχε την οικογένεια του στην Αθήνα. Στα δυο παιδιά του έκανε μάθημα ελληνικών μια φίλη και μου έλεγε για τις αστείες εκθέσεις που έγραφαν τα πιτσιρίκια.
Κάποια μέρα τους είχε βάλει να γράψουν έκθεση με θέμα “Το σπίτι μου”. Κι έγραψε ο μικρός:
“Ζω στον δεύτερο όροφο. Πεινάω. Έξω από το σπίτι έχει δέντρα, μου αρέσει να βλέπω τηλεόραση και πεινάω.”
Παραξενεύτηκα και ρώτησα τη Μυρτώ γιατί πεινούσε το παιδί. Αφού πλήρωναν δασκάλα για ιδιαίτερα δεν μπορεί να μην είχαν λεφτά για φαΐ.
“Ήταν ραμαζάνι”, είπε η Μυρτώ γελώντας με τη χαμένος-στη-μετάφραση απορία μου.
~~
Κι ο πατέρας τους είχε το ίδιο ταλέντο στις εκθέσεις. Μου μιλούσε για κάποιον συμπατριώτη του που είχε ταξιδιωτικό γραφείο, το οποίο αναλάμβανε το ταξίδι στη Μέκκα, που κάθε μουσουλμάνος πρέπει να κάνει μια φορά στη ζωή του.
Μέσα στο γραφείο είχε ένα ενυδρείο και μέσα στο ενυδρείο έναν κροκόδειλο.
“Οι κροκόδειλοι”, μου είπε ο Ισάμ, “μεγαλώνουν μέσα στο ενυδρείο τους. Όσο μεγαλύτερο τόσο περισσότερο μεγαλώνουν. Ο φίλος μου το είχε βάλει σε μεγάλο ενυδρείο. Ο κροκόδειλος μεγάλωνε, μεγάλωνε, μεγάλωνε… Και μετά πέθανε.”
Περίμενα να πει κάτι ακόμα, ένα ηθικό δίδαγμα, ένα υστερόγραφο. Όμως αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας: Και μετά πέθανε.
~~
Κάποιες φορές τον ρωτούσα να μου πει για το Κοράνι και τη θρησκεία του.
“Δεν σας καταλαβαίνω”, έλεγε ο Ισάμ. “Ένας μουσουλμάνος ποτέ δεν θα βρίσει το Χριστό και την Παναγία, είναι άγιοι για μας, ο Χριστός είναι μεγάλος προφήτης, όχι όσο ο Μωάμεθ, λαΐ λαχί λαλλάχ μοχάμεντ ντε ρεσούλ λουλαχ, αλλά δεν τους βρίζουμε. Κι ακούω εσάς, που είστε χριστιανοί, με τον Χριστό, κι όλη την ώρα τον βλαστημάτε, κι αυτόν και την Παναγία, δεν μπορώ να το καταλάβω.”
“Οι Έλληνες χριστιανοί είναι χριστιανοί μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, εποχιακά”, του είπα. “Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, σε γάμους, βαφτίσεις και κηδείες, εκεί δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς. Κι όταν θέλουν να βρίσουν τους αλλόθρησκους.”
“Τότε δεν είναι χριστιανοί.”
“Αυτό μην τους το πεις, γιατί θα σε βρίσουν.”
~~
Κάποιο βράδυ του Σεπτέμβρη που γύρισε νωρίς με βρήκε να πίνω μπύρα στη βεράντα και ν’ αγναντεύω το φεγγάρι. Έκατσε στο τραπέζι χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο.
“Γιατί το Κοράνι απαγορεύει το αλκοόλ;” τον ρώτησα.
“Τι είναι χειρότερο;” μου είπε. “Να πιείς ή να σκοτώσεις τον πατέρα σου και να πηδήξεις τη μάνα σου;”
“Ε, δύσκολη ερώτηση, αλλά νομίζω ότι είναι προτιμότερο να πιείς.”
“Όχι!” έκανε ο Ισάμ. “Γιατί αν πιείς και μεθύσεις θα σκοτώσεις τον πατέρα σου και θα πηδήξεις τη μάνα σου.”
Απ’ το μυαλό μου πέρασαν, όχι ταυτόχρονα αλλά σε αστραπιαία διαδοχή, το πρόσωπο του Φρόιντ και η φωνή του Μόρισον να κραυγάζει: “Father, i want to kill you. Mother, i want to aargjslkedheeakshf”.
Τον ίδιο Νοέμβριο ταξίδεψα στην Αλεξάνδρεια και γνώρισα τον Αμπντάλλαχ. Εκείνος χρησιμοποιήσε το διαβατήριο μου για να πάρουμε απ’ το duty free ουίσκι, βότκα και αμερικάνικα τσιγάρα.
“Νόμιζα ότι δεν πίνετε”, του είπα γελώντας.
“Όχι έξω”, είπε εκείνος. “Αλλά στο σπίτι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε.”
Σε κάθε θρησκεία, σε κάθε κοινωνία, όσους νόμους και κανόνες να βάλεις, κάποιοι άνθρωποι θα κάνουν ό,τι θέλουν.
~~
“Σου λείπει η πατρίδα σου;” τον ρωτούσα.
Θυμόταν, με φωσφορούχα μάτια, την Αίγυπτο. Μετά θάμπωναν.
“Θέλω το καλύτερο για τα παιδιά μου”, έλεγε. “Στην Αίγυπτο είναι δύσκολα. Πολύς κόσμος, πολλή φτώχεια, δουλειές δεν υπάρχουν, όλοι είναι διεφθαρμένοι, πολιτικοί, αστυνομία, υπάλληλοι.”
Τα αγόρια του ήταν τότε νήπια. Τώρα, δεκαεφτά χρόνια μετά, θα έχουν γίνει άντρες. Ίσως να δουλεύουν, ίσως να σπουδάζουν, σίγουρα θα μιλάνε καλά ελληνικά με τέτοια δασκάλα που είχαν, αλλά δεν θα έχουν ελληνικό πόδι, με το δεύτερο δάκτυλο να προεξέχει.
~~{}~~
Ίσως να είμαι τυχερός άνθρωπος. Έχω γνωρίσει κι έχω δουλέψει με Αφγανούς, Αλβανούς, Σκοπιανούς, Αμερικάνους, Άγγλους, Ρουμάνους, Πολωνούς, Βούλγαρους, Σουηδούς, Αιγύπτιους κι Έλληνες.
Κανείς δεν ήταν τέλειος, άγιος, αλλά χαμογελούσαν όταν τους φερόσουν σωστά. Κι ίσως πιο πολύ να χαμογελούσαν εκείνοι που είχαν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση.
Δεν πιστεύω ότι όλοι οι μετανάστες, όλοι οι πρόσφυγες, όλοι οι ντόπιοι, όλοι οι Αλβανοί, όλοι οι Έλληνες, όλοι οι Σύροι, όλοι οι Γερμανοί, όλοι οι παπάδες, όλοι οι αστυνομικοί, όλοι οι ομοφυλόφιλοι, όλοι οι άντρες, όλοι οι συγγραφείς, όλοι οι ληστές τραπεζών, όλοι, δεν πιστεύω αυτό το “όλοι”.
Ξέρω μόνο τους ανθρώπους που συνάντησα, αυτούς ξέρω, κάθε έναν ξεχωριστά. Οι πιο πολλοί κάτι μου έδωσαν, ελπίζω να πήραν κι από μένα κάτι.
Όπως οι κροκόδειλοι, έτσι κι οι άνθρωποι, μεγαλώνουν περισσότερο όταν μπαίνουν σε μεγαλύτερο ενυδρείο.
Μεγαλώνουν, μεγαλώνουν, μεγαλώνουν… Και μετά πεθαίνουν.
ΥΓ: Φαντάσου μόνο να μη ζούσαμε σε ενυδρεία και κλουβιά, να ήμασταν -λέει- ελεύθεροι. Πόσο θα μεγαλώναμε τότε, πριν πεθάνουμε;