Ένα παραμύθι του δρόμου

0
732

(Τετράδια Συνεργείου)

Ο καλύτερος τρόπος για να εξασκηθείς στον διάλογο είναι να γράψεις σε μορφή θεατρικού. Ο Τάσος έστησε το αυτοκίνητό του στη σκηνή.

Η αρχή της ιστορία εδώ:
“Mια αριστεροτίμονη Jaguar XJS, V12, του 1988” http://sanejoker.info/2015/12/jaguar.html

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(Το αυτοκίνητο της Άβας βρίσκεται σταματημένο στην εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης και βγάζει καπνούς. Σταματάει και ο Ευγένιος με το δικό του αυτοκίνητο για να δει τι συμβαίνει. Η Άβα θέλει να συνεχίσει το ταξίδι κι αποφασίζει να το κάνει μαζί με τον-μέχρι πρότινος άγνωστο- Ευγένιο.)

(Τα φώτα στη σκηνή είναι κλειστά. Ακούγονται για ένα λεπτό ήχοι από τον αυτοκινητόδρομο. Αρχίζει να ακούγεται το τραγούδι ‘sweet dreams’ διασκευασμένο από τον Marilyn Manson που όλο και δυναμώνει ενώ σβήνουν αργά οι υπόλοιποι ήχοι. Τα φώτα ανάβουν σιγά σιγά και ο ήχος από το τραγούδι χαμηλώνει αλλά συνεχίζει να ακούγεται. Η Άβα κι ο Ευγένιος κάθονται σε μια υπερυψωμένη εξέδρα με τα χαρακτηριστικά ενός αυτοκινήτου. Η Άβα κοιτάει επίμονα το ραδιόφωνο.)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Δεν σ’ αρέσει η μουσική; Θέλεις να την αλλάξουμε;

ΑΒΑ: (Διστακτικά). Ναι, αν θες. Και να την έκλεινες δεν θα είχα πρόβλημα. Δεν ακούω μουσική.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: (Αμήχανα). Δεν…; Πώς γίνεται αυτό;

ΑΒΑ: Από μικρή είχα αυτό το κουσούρι. Κουσούρι δεν το θεωρείς; Έτσι το έχουν πει άλλοι.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Κουσούρι είναι κάτι μικρό. Αυτό είναι… Απώλεια. Για μένα θα ήταν μεγάλη απώλεια αν μου στερούσαν τη μουσική. Κάποιες στιγμές είναι το μόνο που με κρατάει ζωντανό.(Κλείνει τη μουσική)

ΑΒΑ: Έχει ομορφιά, μοναδική ομορφιά, το αναγνωρίζω, όμως δεν μπορώ να την αντέξω. Νιώθω ότι δεν χωράει στο μυαλό μου και το κεφάλι μου θα εκραγεί. Ευχαριστώ.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Νομίζω καταλαβαίνω… Το παθαίνω κάποιες ελάχιστες φορές, επιζητώ τη σιωπή όταν έχω πολλά στο μυαλό μου. Μάλλον εσύ έχεις πολλά στο μυαλό σου συνέχεια.

ΑΒΑ: (Χαμογελάει ελαφρώς). Ακριβώς.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Είπες πας στην Ξάνθη. Έχεις κάποια δουλειά;

ΑΒΑ: (Κοιτάει για λίγο έξω απ’ το παράθυρο). Δεν θα το ‘λεγα. Η αλήθεια είναι… ότι δεν ξέρω γιατί πάω.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Δεν ξέρεις;

ΑΒΑ: Ναι… Δεν ξέρω γιατί θα στο πω αυτό, υπό άλλες συνθήκες δεν θα μιλούσα.(Μικρή παύση). Τελευταία βλέπω πολλά όνειρα, μεγάλα και περίεργα. Όταν ξυπνάω θυμάμαι ελάχιστα πράγματα. Ε λοιπόν, πολλές φορές πετάγομαι απ’ το κρεβάτι με την αίσθηση ότι πρέπει να πάω εκεί, στην Ξάνθη. Και το κάνω τώρα. Πιστεύω ότι όταν βρεθώ εκεί θα θυμηθώ το λόγο. Ίσως κι όχι.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Υπέροχος λόγος να ταξιδέψει κανείς, να τον αναγκάσουν τα όνειρα. Μακάρι να μου συνέβαινε. Αν και… μπορεί να μου έχει συμβεί, δεν ξέρω.

ΑΒΑ: Χαίρομαι που δεν με θεωρείς καμιά παλαβή.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Δεν θα σε θεωρούσα ό,τι και να μου έλεγες.
(Παύση, η Άβα έγειρε λίγο το κεφάλι της και χαλαρώνει)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Τι κάνεις στη ζωή σου αν επιτρέπεται;

ΑΒΑ: (λίγο νωχελικά) Τίποτα συγκεκριμένο. Από ‘δω κι από ‘κει, δουλειές του ποδαριού. Δουλειές που απαιτούν μόνο σωματική κούραση. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Για να μην φανώ αγενής, εσύ τι κάνεις;

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Δεν θέλεις να σκέφτεσαι… Εγώ… στην ζωή που δεν μ’ αρέσει είμαι λογιστής, στην υπόλοιπη παραμυθάς.

ΑΒΑ: Παραμυθάς! Νυστάζω και λίγο, θα μου πεις ένα; (χαμογελάει)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: (Ήρεμος) Αν το θες στ’ αλήθεια, θα σου πω.

ΑΒΑ: (Έκπληκτη) Γιατί όχι… Το θέλω.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Ωραία λοιπόν.(Ανάβει ένα τσιγάρο, μικρή παύση). Το βλέπεις εκείνο το δέντρο; Μόνο του, σαν να φύτρωσε κάπου που δεν έπρεπε, πληρώνει την αυθάδειά του με τη σκληρή ερημιά του, παρέα με το ξερό χώμα και την κουρασμένη του σκιά. Με ένα τέτοιο δέντρο ξεκινά η ιστορία μας. Κάποτε, στο Βασίλειο των Κάτω Λήθων, υπήρχε ένα μοναδικό δέντρο, το δέντρο της Γνώσης. Όσοι είχαν γευτεί τους καρπούς του, θεωρούνταν καταραμένοι και μάγοι. Οι άνθρωποι τους φοβόντουσαν και τους εξόριζαν ή τους θανάτωναν. Έτσι ο βασιλιάς αποφάσισε να χτίσει έναν πύργο γύρω απ’ το δέντρο κι έβαλε για φύλακα έναν πιστό του υπήκοο. Ο φύλακας είχε μια γυναίκα και μια μικρή κόρη. Η μικρή κόρη ένιωθε φυλακισμένη σε αυτόν τον απομακρυσμένο πύργο, και αυτό την έκανε κλειστή με τους γύρω της, δεν είχε κανέναν φίλο. Οι γονείς της κάθε μέρα της υπενθύμιζαν να μην πλησιάζει το δέντρο, κι όσο της το έλεγαν, τόσο αυτή το σκεφτόταν. Μέρα με τη μέρα η επιθυμία της μεγάλωνε, ήθελε το δέντρο! Δεν ήθελε απλά να το πλησιάσει, ήθελε να το καταπιεί ολόκληρο.

ΑΒΑ: Και γιατί δεν πήγαινε, έστω στα κρυφά;

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Γύρω από το δέντρο υπήρχε ένας σιδερένιος φράχτης, με 17 κλειδαριές. Ο πατέρας της είχε κρύψει το κάθε κλειδί σε διαφορετικό σημείο του πύργου, και μόνο αυτός ήξερε πού είναι. Η μικρή αποφάσισε να τα ψάξει όλα, ένα προς ένα. Επί μέρες, εβδομάδες, μήνες, έψαχνε σε κάθε απίθανο σημείο. Ήταν η μοναδική της ασχολία και παιχνίδι. Ώσπου μια μέρα ήρθε η στιγμή που τα μάζεψε όλα, το 17ο κλειδί ήταν δικό της!

ΑΒΑ: Και; Το κατάπιε; Το δέντρο εννοώ.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Σχεδόν! Το ίδιο βράδυ καταβρόχθισε όσους περισσότερους καρπούς μπορούσε. Περίμενε ότι κάτι μεγάλο και τρομερό θα συνέβαινε. Τίποτα όμως δεν συνέβη, και τις μέρες που ακολούθησαν δεν είδε καμία αλλαγή. Ώσπου μια μέρα… άνοιξε ένα βιβλίο που βρήκε ξεχασμένο. Και τότε κατάλαβε! Μόλις κοιτούσε μια σελίδα, αποτύπωνε το περιεχόμενό της σαν να κοιτά φωτογραφία. Διάβασε το βιβλίο σε μερικά δευτερόλεπτα. Και θυμόταν τα πάντα! Το επόμενο διάστημα διάβασε ό,τι βιβλίο έβρισκε μπροστά της. Όμως ήταν προσεχτική, δεν φανέρωνε σε κανέναν το μυστικό της, γιατί θα καταλάβαιναν ότι έφαγε από το δέντρο. Η μυστικότητα αυτή την έπνιγε. Η γνώση έτρωγε το μυαλό της, κι ο μόνος τρόπος να τη ξεφορτωθεί ήταν να τη μεταφέρει σε άλλους. Σύντομα λοιπόν σταμάτησε να διαβάζει ακόμα και επιγραφές και προσπαθούσε να ξεχάσει κουράζοντας το κορμί της. Ένιωθε καταραμένη!

ΑΒΑ: (Ταραγμένη και βουρκωμένη) Σταμάτα! Πού τα ξέρεις αυτά;

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Τι εννοείς;

ΑΒΑ: Ξέρεις τι εννοώ! Μιλάς για μένα!

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Είπα ένα παραμύθι, τα υλικά μου τα έδωσαν τα μάτια μου και τ’ αυτιά μου.

ΑΒΑ: Εγώ δεν σου είπα τίποτα! Δεν μπορεί να τα κατάλαβες όλα αυτά.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Ίσως να μου τα είπανε τα χέρια σου ή τα μάτια σου, τα ρούχα σου ή ο τρόπος που κάθεσαι. Ίσως πάλι… να έχεις δίκιο. Ίσως να μην μπορώ να το κάνω αυτό. Ίσως να είσαι κι εσύ ένα πρόσωπο παραμυθιού που δημιούργησα, ένα πρόσωπο φανταστικό.

ΑΒΑ: Ακόμα κι αυτό θα μπορούσα να πιστέψω τώρα. Αλήθεια, θα μπορούσα!

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Ίσως πάλι να βλέπεις ένα από εκείνα τα όνειρα που σου λένε ότι πρέπει να πας στην Ξάνθη.

ΑΒΑ: (Πιο ήρεμη)Ναι…

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Σε κάθε περίπτωση δεν έχει σημασία, δεν νομίζεις; Είναι το ίδιο πράγμα.

ΑΒΑ: Ναι, είναι το ίδιο. Ώρα να κοιμηθώ λίγο. Ή να ξυπνήσω.

ΤΑΣΟΣ