Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει!

0
937

(Τετράδια Συνεργείου)

Ο καλύτερος τρόπος να δουλέψεις τους διαλόγους είναι να γράψεις θεατρικό -σε μορφή θεατρικού. Έτσι συνεχίσαμε το Road Trip μ’ ένα κομμάτι “θεατρικού”. Τα παρακάτω κείμενα είναι του Αντώνη και της Γεωργίας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η προϊστορία της Κασσάνδρας και του Γκουντελάν εδώ
“Αδιόρατες κλωστές στο χαλί του πεπρωμένου” http://sanejoker.info/2015/12/kassandra.html

~
(Σκηνικό: επιβατικό αυτοκίνητο. Οδηγεί η Κασσάνδρα, δίπλα της κάθεται ο Γκουντελάν, και πίσω στη μέση η Χο. Ο Γκουντελάν και η Χο είναι σκυμμένοι ώστε να μη φαίνονται από έξω, ενώ η Κασσάνδρα κοιτάει συχνά τον καθρέφτη καθώς οδηγάει όσο πιο γρήγορα μπορεί, με τα δύο χέρια τεντωμένα και σφιχτά πάνω στο τιμόνι.)

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Μπορείτε να σηκωθείτε τώρα, κανείς δεν μας ακολούθησε από το χωριό.

ΧΟ (σηκώνεται και κοιτάει πίσω)
Μάλλον δεν μας είδαν καθόλου που μπήκαμε, αλλιώς θα μας είχαν ήδη πιάσει, έτσι αργά που πας.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Οδηγάω όσο πιο γρήγορα μπορώ! Δεν είναι ασφαλές να πάμε πιο γρήγορα!

ΧΟ
Έχεις κολημμένη την τρίτη, και το κοντέρ δείχνει μόνο 60. Βάλε τετάρτη να πάμε πιο γρήγορα, είναι ανοιχτός ο δρόμος μέχρι το επόμενο χωριό.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Δεν γίνεται να πάμε πιο γρήγορα! Δεν νιώθω ασφάλεια!

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (δεν έχει σηκωθεί ακόμη)
Αυτό το αυτοκίνητο ακούγεται σαν το τρακτέρ του παππού μου.

ΧΟ
Και πάει με την ίδια ταχύτητα. Πάτα γκάζι χριστιανή μου!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Δεν μπορώ! ΦΟΒΑΜΑΙ!

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ
Μη φοβού, Μαριάμ, ο Κύριος μετά σου.

ΧΟ
Άντε, άρχισες πάλι Γκουντελάν.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (συγχρόνως)
Αν δεν σας αρέσει, να κατ- … πώς το είπες αυτό; Γνωστό μου φαίνεται.

ΧΟ
Μην του δίνεις θάρρος, όσο τέτοια θα σου λέει!

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ
Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἑμοῦ.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αυτή είναι η πρώτη από τις δέκα εντολές. Είσαι της εκκλησίας … Γκουντελάν;

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (σηκώνεται χαμογελώντας)
Εγώ Ειμί ο Ων.

ΧΟ
Ήταν παπαδάκι στην εκκλησία του χωριού, αλλά ο καινούριος παπάς που ήρθε πρόπερσι τον έδιωξε γιατί πίστευε ότι η συμπεριφορά του γελοιοποιούσε τα μυστήρια. Λες κι εκείνος δεν είχε παρελθόν, λες και δεν το ξέραμε ότι ήταν κατάδικος πριν γίνει παπάς.

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (ψάχνοντας τον μπόγο του)
Περίμενε να σου δείξω τις αποδείξεις!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Εξαιτίας του Γκουντελάν σας κυνηγάει το χωριό; Κι εσύ ποιά είσαι;

ΧΟ
Πήρε εχτές φωτιά το κατηχητικό, και ψάχνουν εμάς για να τιμωρήσουν κάποιον και να ξεσπάσουν. Είμαι η μόνη φίλη που έχει ο Γκουντελάν, αλλά δεν έχω όνομα-

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (καθώς ψάχνει, διακόπτει)
Είναι η Χο, η αγαπημένη μου, η Μαγδαληνή μου.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Εγώ είμαι η Κασσάνδρα, που ήρθα κατά τύχη στο χωριό σας για να φέρω κάποιον φίλο, που ο αδερφός του έπαθε εγκαύματα στη φωτιά του κατηχητικού.

ΧΟ (τρομαγμένη)
Δεν το κάναμε επίτηδες! Στ’ ορκίζομαι! Μη μας κατεβάσεις, σε παρακαλώ!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Τι συνέβη;

ΧΟ
Ο Γκουντελάν έπαιζε με τα βατράχια που του μάζευα εγώ πίσω από την εκκλησία, κι είχε την ιδέα να αναπαραστήσει τη φλεγόμενη βάτο. Έτσι τους έβαλε φωτιά κι αυτά μέσα στην τρέλλα τους μπήκαν στο ιερό από το παράθυρο κι έβαλαν φωτιά στα πάντα. Δεν το θέλαμε!

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (κρατώντας μια αγιογραφία τσέπης μπροστά στα μάτια της Κασσάνδρας)
Κοίτα εδώ – ίδιος δεν είμαι;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (φρενάροντας τρομαγμένη)
ΜΗΗΗΗΗΗΗΗ!

ΧΟ (από το φρενάρισμα πέφτει μπροστά, πάνω στον Γκουντελάν που αγκαλιάζει την Κασσάνδρα)
Γκουντελάν, κάτσε φρόνιμα! Το ίδιο έκανες και στον παππού σου, και θυμάσαι τι είχε γίνει!

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (σηκώνεται κλαψουρίζοντας)
Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη… Δεν το ήθελα, ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Ο καημένος ο παππούς, με έδερνε και πρωί και βράδυ, αντί για μόνο μεσημέρι, για ένα ολόκληρο μήνα, μετά από το τρακάρισμα με την αγελάδα! Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη, δεν θα το ξανακάνω… ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν…

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (κοιτάζοντας την αγιογραφία που έπεσε στα πόδια της)
Αυτός είναι ο Άη-Γιώργης, του μοιάζεις λίγο, πράγματι.

ΧΟ (παίρνοντας απότομα την αγιογραφία από τα χέρια της Κασσάνδρας και δίνοντάς τη στον Γκουντελάν)
Συνεχίζεις να τον ενθαρρύνεις βλέπω, καλή σου τύχη!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Πριν ξεκινήσουμε, πού θέλετε να πάτε;

ΧΟ
Θέλω να πάω στην Αθήνα, να γνωρίσω τον Μάρκο Απρίλιο, αυτόν τον κούκλο που καταδίκασαν γιατί σκότωσε τους γονείς του, σίγουρα έγινε λάθος, θα προσπαθήσω να τον βοηθήσω να βγει, μαζί με αυτήν τη δημοσιογράφο που παίρνει συνεντεύξεις από τον γείτονά του τον κυρ-Θεοφάνη, είναι στις φυλα-

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (απότομα)
Εγώ ΔΕΝ πηγαίνω στην Αθήνα!

ΧΟ
Μα προς τα κει πάει ο δρόμος που πηγαίνουμε τώρα. Είδα και τις πινακίδες του αυτοκινήτου νόμιζα ότι εκεί έχεις σκοπό να πας κι εσύ.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (αφηρημένα κι αργόσυρτα, σαν μονόλογος)
Έχω σκοπό να πάω.
Κάποτε.
Να γυρίσω.
Μα τώρα;

ΧΟ
Σε παρακαλώ, δεν έχουμε καθόλου λεφτά για εισιτήρια, και μπορεί να μας ψάχνει και η αστυνομία στα δημόσια μέρη, στην Αθήνα θα χαθούμε, το έχω δει στις ταινίες αυτό, πάντα όσοι θέλουν να εξαφανιστούν πηγαίνουν στις πιο μεγάλες πόλεις…

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (γελάει μόνος του)
Ειδικά αν εκεί είναι κι ο Μάρκος Απρίλιος!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (επανέρχεται)
Ας πάμε λοιπόν προς την Αθήνα. Δεν μπορώ να σας εγγυηθώ ότι θα καταφέρω να φτάσω μέχρι εκεί, αλλά θα προσπαθήσω.

ΧΟ (καθώς το αυτοκίνητο ξεκινάει πάλι)
Γιατί δυσκολεύεσαι να ξαναγυρίσεις στην Αθήνα;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (χαμηλώνοντας πολύ τα βλέφαρα)
Στα δεκαεννιά, αργά μεσάνυχτα, μετά από κραιπάλη περίεργων κοκτέηλ, έπεσα από το μπαλκόνι του σπιτιού μου στον έκτο κάτω στο δρόμο. Από τότε δεν θέλω να ξαναδώ ούτε τα Πετράλωνα, ούτε την Αθήνα.

ΧΟ
Σακατεύτηκες;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (κομπιάζοντας)
Να σου πω την αμαρτία μου, δεν κατάλαβα τίποτα. Σαν να λιποθύμησα στο μπαλκόνι και ξύπνησα στο δρόμο. Δεν έπαθα τίποτα, σηκώθηκα κι έφυγα.

ΧΟ
Ποιός ξέρει τι είχες κατεβάσει!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Κι εγώ έτσι σκέφτηκα. Όμως ήταν και ο τυφλός άστεγος ζητιάνος απέναντι, που καθώς απομακρυνόμουν με ακολουθούσε με τον δείκτη του και φώναζε «Πέταξε! Πετάει! Την είδα να πετάει!»…

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ
Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (χαμογελώντας)
Παράξενο, αυτό είναι και το λογότυπο του ψυχολόγου μου.

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (με αφέλεια)
Έχεις δικό σου ψυχολόγο;

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (γελώντας)
Έχω αποφασίσει σε ποιόν θα πάω, όταν θα μαζέψω αρκετά λεφτά ώστε να μπορώ να πληρώσω κάποιον να με ακούει.

ΧΟ
Εμείς πάντως θα σε ακούμε σε όλο το ταξίδι, χωρίς να σε χρεώσουμε.

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Και τι περισσότερο θα μπορούσε να ζητήσει ένας οδηγός; Θέλετε να βάλουμε μουσική;

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (με το χέρι ήδη στο ραδιόφωνο)
Ραδιόφωνο της Εκκλησίας 89,5!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (μέσα σε ψαλμούς)
Σκεφτόμουν κάτι σε κλασσική μουσική, χμμμ… Έχω CD με Χαίντελ, Χάυδν, και Μπαχ – εκκλησιαστικά όργανα και ορατόρια. Συμβιβάζεσαι Γκουντελάν;

ΧΟ (τραβώντας τον Γκουντελάν από το ραδιόφωνο)
Συμφωνεί, Κασσάνδρα, του αρέσει η εκκλησιαστική μουσική.

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (καθώς η Κασσάνδρα βάζει το CD)
Αυτά είναι των αμαρτωλών σχισματικών καθολικών οι μουσικές! Είναι αμαρτία να τις απολαμβάνουμε!

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ (κοιτώντας συνωμοτικά την Χο)
Ναι αλλά εμείς που ταξιδεύουμε ανήκουμε σε μια ειδική κατηγορία, και δεν θα επιβαρυνθούμε.

ΧΟ (μπαίνοντας στο νόημα)
Ναι, καλά λες, πως λέει η παροιμία για τους άρρωστους και τους ταξιδιώτες-

ΓΚΟΥΝΤΕΛΑΝ (περιχαρής)
Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει!

ΑΝΤΩΝΗΣ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η προϊστορία της Άβας και του Ευγένιου εδώ
“Mια αριστεροτίμονη Jaguar XJS, V12, του 1988” http://sanejoker.info/2015/12/jaguar.html

(Η σκηνή διαδραματίζεται στο εσωτερικό μιας σκουροπράσινης Jaguar XJS, V12 του 1988. Οδηγός είναι ο Ευγένιος Ραδινός, ετών 31, λογιστής για τον υπόλοιπο κόσμο, παραμυθάς για τον εαυτό του.
Συνοδηγός είναι η Άβα Ταρίκου, ετών 22, φοιτήτρια βιβλιοθηκονομίας και τσιράκι σε συνεργείο ποδηλάτων για τον υπόλοιπο κόσμο, ξωτικό των βιβλίων για τον εαυτό της.
Ο Ευγένιος και η Άβα άγνωστοι μεταξύ τους μέχρι προχθές, μοιράζονται το ταξίδι της επιστροφής για την Ελλάδα, ξεκινώντας από το λιμάνι του Σαουθάμπτον.
Είναι 7:28 το πρωί, ψιλοβρέχει αποφασιστικά χωρίς κανένα σημάδι βελτίωσης στο ορίζοντα, σε μια κατά τ’ άλλα καλοκαιρινή μέρα του Ιουλίου.)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: (φοράει καρό φανελένιο πουκάμισο, βαμβακερή ζακέτα με κουκούλα, τζιν και παπούτσια πεζοπορίας, κοιτάει με την άκρη του ματιού του και με απαλή φωνή)
Δεν κρυώνεις έτσι;

ΑΒΑ: (φοράει μπλουζάκι αμάνικο με δική της παρέμβαση, κολάν και crocs, κάθεται μαγκωμένη πάνω στα χέρια της και τα πόδια σφιχτά ενωμένα)
Ε, ναι.. λίγο.. Το μπουφάν το ‘βαλα στη βαλίτσα.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Μόλις βρω έξοδο πάρκινγκ θα σταματήσω να το πάρεις. Βάλε τη ζακέτα μου, μέχρι τότε.
(αφήνει για λίγο το τιμόνι και βγάζει τη ζακέτα του)
ΑΒΑ: Δε.., δεν χρειάζεται. Αντέχω. Ευχαριστώ…

(φοράει αναστενάζοντας ανεπαίσθητα την ζακέτα που της καλύπτει και τα μπούτια)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: No worries…
(χαμογελώντας)
Ξέρεις να διαβάζεις χάρτες; Τους έχω μέσα, εκεί.
(δείχνει το ντουλαπάκι του συνοδηγού)

ΑΒΑ: Ε, ναι, ναι.
(ανοίγει το ντουλάπι και βγάζοντας τους χάρτες, ρίχνει κάτι σκούρα γυαλιά ηλίου χωρίς θήκη)
Ωχ, γαμώτο! να πάρει!! Συγγνώμη…
(κοκκινίζει, τα μαζεύει, τα ελέγχει, τα βάζει μέσα)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Δεν παθαίνουν τίποτε. Είναι για back up. Δεύτερα. Αυτά φοράω συνήθως
(ανοίγει καπάκι εσοχής που βρίσκεται δίπλα στις ταχύτητες)

ΑΒΑ: (ανοίγει το χάρτη και τον διπλώνει ξανά, προσεκτικά, αφήνοντας μόνο τη διαδρομή Σαουθάμπτον – Πόρτσμουθ)
Μηηη, μη σταματήσεις. Για το μπουφάν, εννοώ. Δεν αργούμε..
(μουρμουρίζει και κολλάει το δάχτυλο στο χάρτη)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Οκ. Θέλω να φάω πρωινό και να πιω δυο κούπες καφέ τουλάχιστον όταν φτάσουμε. Εεε; Τι λες;

ΑΒΑ: μμμ
(κουνάει το κεφάλι καταφατικά)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: ΕΕΕΕΕ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ ΜΠΑΡΜΠΑΑΑΑ!!!!! Κόπανε!!!
(στρίβει απότομα το τιμόνι αριστερά κορνάροντας συνεχόμενα)
Ρε το βλήμα, θα μας σκοτώσει…

ΑΒΑ: Σ’ αυτή, αυτή, αυτή την έξοδο.. ΒΓΕΣ!
(χτυπάει το κεφάλι της στον ώμο του)
Ωωχ
(κρυφογελάει)

ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Ωωωωωωωωπ, τώρα θα μας σκοτώσω εγωωωωωώ…
(τα λάστιχα τρίζουν)
Jaguar, babyyy!!!

ΑΒΑ: (ξαναχτυπάει επάνω του με μεγαλύτερη δύναμη)
Οου, οου, ωχ, θα σε μελανιάσω…

(δυνατά γέλια κι απ’ τους δυο)

ΓΕΩΡΓΙΑ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα κείμενα γράφτηκαν στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι του Laszlo Fejes, Wedding, Budapest, 1965