Λένε ότι η τέχνη είναι μίμηση ζωής. Κι άλλοι υποστηρίζουν ότι η ζωή μιμείται την τέχνη.
Μάλλον συμβαίνουν και τα δύο. Όμως στην τέχνη μπορούμε να συναντήσουμε καλύτερους κωλοκαλλιτέχνες. Με αφορμή τον ζωγράφο που φτιάχνει πίνακες μ’ ένα πινέλο στον πρωκτό του παρουσιάζω έναν πολύ ανώτερο καλλιτέχνη, που έφτιαχνε τέχνη με τα σκατά του, χωρίς καν να τ’ αγγίζει με τα χέρια του.
Κυρίες και κύριοι, ιδού ο Άνθρωπος που κάποτε λεγόταν Παύλος, μετά Πάμπλο και τελικά Σαούλ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σελ. 151
Ο Πάμπλο ήταν καλλιτέχνης του κώλου. Κυριολεκτικά. Όμως ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ζωγράφος.
Η πρώτη λέξη που είχε πει σαν μίλησε ήταν «μολύβι» και στην ηλικία των δεκάξι έγινε δεκτός στη σχολή καλών τεχνών. Απόλυτα ταλαντούχος, απέσπασε την πρώτη χρονιά όλα τα βραβεία ζωγραφικής των φοιτητών της σχολής. Το μέλλον προοιωνιζόταν λαμπρό για τον Παύλο –τότε ακόμα δεν είχε αλλάξει όνομα, μέχρι που στο δεύτερο έτος των σπουδών του άκουσε μια φράση του Πικάσο.
Ο μεγάλος ζωγράφος είχε πει, σε μια σπάνια κρίση αυτοκριτικής: «Ακόμα και την κουράδα μου να εξέθετα, θα τη θεωρούσαν έργο τέχνης.»
Όλοι οι φοιτητές είχαν γελάσει μ’ αυτήν τη δήλωση, που ανέφερε ένας καθηγητής για να καταδείξει το σχετικό της τέχνης. Όμως ο Παύλος προβληματίστηκε τόσο πολύ, που έκανε τρεις μέρες να κοιμηθεί.
Το ξημέρωμα της τρίτης μέρας πήγε στην τουαλέτα κι έχεσε πάνω σε έναν καμβά που είχε τοποθετήσει στο πάτωμα. Παρατήρησε ικανοποιημένος το πρωτόλειο έργο του και πήγε να κοιμηθεί. Όταν σηκώθηκε, μετά από τριάντα έξι ώρες ύπνου, ανακάλυψε ότι η μητέρα του είχε πετάξει το έργο του στη χέστρα, ενώ ο πατέρας τού είχε κλείσει ραντεβού με κάποιον γνωστό ψυχίατρο.
Δεν αποθαρρύνθηκε. Το ίδιο απόγευμα του ξανάρθε διάθεση για αφόδευση και δημιούργησε το δεύτερο έργο του, που ονόμασε: «Ο διασωθείς». Έκλεισε με προσοχή τα σκατά του σ’ ένα χαρτόκουτο και τα μετέφερε στη διαρκή έκθεση των φοιτητών της σχολής. Το έστησε δίπλα στα εννοιολογικά έργα και περίμενε τις αποθεωτικές κριτικές. Αντ’ αυτού ήρθε η οριστική του αποβολή από τη σχολή. Δεν τον πείραξε. Έφτυσε κατάμουτρα τον απαρχαιωμένο τρόπο σκέψης των καθηγητών του και αφοσιώθηκε ολόψυχα στα έντερα του.
~~
Εκείνα τα χρόνια ο Πάμπλο –έτσι ονομαζόταν πια- τα χωρίζει σε τρεις περιόδους. Στην πρωταρχική περίοδο, στην αρωματική περίοδο και στην έγχρωμη περίοδο.
Η πρωταρχική περίοδος ήταν ο καιρός που ο Πάμπλο συνειδητοποίησε τι ακριβώς έκανε και παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο σχετικά με την εξέλιξη στην τεχνική. Μέρα με τη μέρα, χέσιμο με το χέσιμο, έμαθε να ελέγχει τους σφιγκτήρες του, έτσι τα έργα του δεν ήταν πια σουρεαλιστικά αποκυήματα της κωλοτρυπίδας του, αλλά καλοσχηματισμένα σκατομορφήματα.
Στη δεύτερη περίοδο ο καλλιτέχνης υπέπεσε στο σφάλμα της αρεστότητας. Επειδή κανείς δεν ήθελε να δει –δεν άντεχε να μυρίσει- τα βρωμερά έργα του, ο Πάμπλο ξεκίνησε να τρώει λουλούδια και να πίνει αιθέρια έλαια, για να γίνει αρεστός στο κοινό του. Το αποτέλεσμα ήταν ευωδιαστό, αλλά δεν είχε τίποτα να προσθέσει στην τέχνη του εικοστού αιώνα.
Έπειτα αποφάσισε να χρωματίσει τα γλυπτά του. Αυτή ήταν η τρίτη περίοδος.
Στην αρχή, ανίδεος και πρωτάρης, έτρωγε αποκλειστικά παντζάρια. Τα έργα του έβγαιναν καφεκόκκινα, αλλά ο καλλιτέχνης υπέφερε από ευκοιλιότητα, που τον εμπόδιζε να ελέγξει τη μορφή τους. Έτσι στράφηκε προς την επιστήμη της γαστρονομίας και χρησιμοποίησε τα πιο εξελιγμένα χρώματα ζαχαροπλαστικής καθώς και μη τοξικά μίγματα φαρμακευτικών χρωστικών ουσιών.
Με αυτή τη μέθοδο έπλασε αρκετά σημαντικά έργα, με πιο γνωστό το μόρφημα «Για πάντα καθίκι», όπου ένας καταπράσινος Πήτερ Παν μοιάζει στ’ αλήθεια να πετάει, ενώ στο πρόσωπο του μπορείς να διακρίνεις τα σημάδια της αδήριτης ανάγκης για αφόδευση.
Μετά ξεκίνησε η ώριμη περίοδος της τέχνης του Πάμπλο, όταν κατάλαβε πια ότι το χρώμα, το σχήμα και η μυρωδιά δεν είχαν καμία εικαστική αξία. Το καλλιτέχνημα είναι αυτομάτως σημαντικό, αν και εφόσον βγαίνει από τα σωθικά του καλλιτέχνη, χωρίς σκέψη και χωρίς επιτήδευση. Σε αυτή την περίοδο ανήκουν τα έργα «Αφροδίτη του κώλου» και το «Κόπρανα του καλλιτέχνη, αριθμός 7», που έκαναν τον Πάμπλο γνωστό.
~~
Η αναδρομική του έκθεση στα δημόσια αποχωρητήρια της πλατείας Συντάγματος τον έκανε διάσημο εν μία νυκτί και οι κριτικοί μιλούσαν για έναν νέο Πικάσο, γεμίζοντας την καρδιά του Πάμπλο υπερηφάνεια και την τσέπη του με χρήμα. Αγόρασε μια μισογκρεμισμένη αποθήκη του ΟΣΕ κοντά στον τερματικό σταθμό του Πειραιά, από όπου κανείς δεν θα μπορούσε να τον διώξει. Στο προηγούμενο στούντιο, στην Πλάκα, είχε να αντιμετωπίσει τις καταγγελίες των γειτόνων, που δίκαια διαμαρτύρονταν για τη δυσωδία και για την καταστρατήγηση των κανόνων δημόσιας υγιεινής.
Αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι τόλμησαν να επισκεφτούν την έκθεση του, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Μέσω του διαδικτύου κυκλοφόρησαν φωτογραφίες του έργου του, καθώς κι ένα βίντεο με τίτλο: «Ο καλλιτέχνης την ώρα της δημιουργίας».
Ο Πάμπλο, όπως έγραφαν οι κριτικοί, είχε διευρύνει την έννοια της τέχνης και την είχε κάνει προσιτή στον καθένα. Επιπλέον απενεχοποίησε και σχεδόν ηρωοποίησε τη διαδικασία της αφόδευσης, κάνοντας τον καθένα να αισθάνεται καλλιτέχνης όταν πηγαίνει στην τουαλέτα.
Οι σειρήνες της δόξας τον καλούσαν προς τις μητροπόλεις της τέχνης, όμως αυτός έμεινε πιστός στην παλιά του αποθήκη και στην πατρίδα του. Πατρίδα την οποία τίμησε δωρίζοντας ένα γλυπτό του στον δήμο Αθηναίων, γλυπτό που κόσμησε την τουαλέτα του Δημαρχείου μέχρι που μια ανίδεη από τέχνη καθαρίστρια νόμισε ότι το γλυπτό ήταν απλώς κουράδες και το πέταξε βρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια της.
~~{}~~
σελ.269
Στην τσέπη από το λινό του σακάκι κουβαλούσε μια αθηναϊκή εφημερίδα, που είχε αγοράσει στο Ατλάντικ Σίτυ, εκεί όπου είχαν μάθει τη διεύθυνση της τέταρτης Ελληνοεβραίας Ρεβέκκας που θα συναντούσαν.
Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας φιγουράριζε η φωτογραφία ενός μωλωπισμένου γενειοφόρου νεαρού, που κείτονταν μισοαναίσθητος σε κρεβάτι νοσοκομείου. Ο τίτλος πάνω από τη φωτογραφία ήταν λακωνικός κι εντυπωσιακός, όπως κάθε τίτλος εφημερίδας: «Λιντσάρισμα του βλάσφημου καλλιτέχνη.»
Στην πέμπτη σελίδα υπήρχε εκτενές δισέλιδο άρθρο. Οι μοναχοί της μονής Βατοπεδίου είχαν δείρει μέχρι λιποθυμίας έναν δόκιμο μοναχό, ονόματι Σαούλ. Ο δαρμένος είχε τολμήσει να παρουσιάσει τη Μεγάλη Βδομάδα ένα βλάσφημο εννοιολογικό έργο.
Είχε στήσει στο ιερό έναν σταυρό, σε ανθρώπινο μέγεθος, και πάνω του είχε σταυρώσει την Παναγία, γυμνή –ή σχεδόν γυμνή, αφού ένα κρίνο έκρυβε το επίμαχο σημείο. Την είχε αναπαραστήσει σε ξύλο, με ρεαλιστικότατες λεπτομέρειες του γυμνού της σώματος και πρωτοφανείς θρησκευτικές αναφορές, όπως τα σημάδια που είχαν αφήσει τα δάχτυλα του Θείου Βρέφους στα στήθη της και την κυτταρίτιδα στα Πανάγια οπίσθια.
Δεξιά κι αριστερά είχε στήσει δυο οθόνες όπου πρόβαλλε βίντεο. Στο ένα έδειχνε μια γυναίκα που γεννούσε και στο άλλο την Ντόλυ, το κλωνοποιημένο πρόβατο. Πίσω από τα βογγητά, τις κραυγές και τα βελάσματα ακουγόταν το «Ω, γλυκύ μου έαρ».
Οι εξαγριωμένοι μοναχοί, με τη βοήθεια των προσκυνητών του Πάσχα, καταστρέψανε το έργο του και καταβρόχθισαν κάθε κομμάτι από το ξύλινο σώμα της Παναγίας, για να μη μείνει ίχνος της ιεροσυλίας. Μετά, με τις λαμπάδες του Επιτάφιου στα χέρια, πολιόρκησαν το κελί του αντίχριστου, έβαλαν φωτιά στα υπόλοιπα ανοσιουργήματα του και τον έδειραν μέχρι που να σταματήσει να αναπνέει.
Το άρθρο τέλειωνε αναφέροντας ότι ο ανευλαβής καλλιτέχνης είχε διαφύγει τον κίνδυνο, νοσηλευόταν στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης και ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο συζητούσε τον αφορισμό του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αποσπάσματα απ’ το μυθιστόρημα του Γελωτοποιού, “Το δέντρο στην άκρη του κόσμου”, εκδόσεις Ρενιέρη, 2015 http://sanejoker.info/2015/04/external-use-only.html