Η Ανν είχε όλα όσα θα χρειαζόταν μια γυναίκα στη αμερικανική δεκαετία του πενήντα: Άντρα στο ναυτικό, ντυμένο με τη αρρενωπή στολή του, σπίτι κι αυτοκίνητο και κάποιες καινούριες ηλεκτρικές συσκευές. Είχε παιδιά, είχε κι εραστές να τις χαϊδεύουν τις γάμπες.
Ήταν όμορφη, “σκανδαλωδώς όμορφη”, κι είχε εργαστεί ως μοντέλο.Τι περισσότερο χρειάζεται μια γυναίκα, Ανν;
(Ανν Σέξτον: “Υπήρξα θύμα του Αμερικανικού Ονείρου, του μικροαστισμού, του οράματος της μεσαίας τάξης. Το μόνο που ήθελα ήταν ένα κομμάτι ζωή, να παντρευτώ, να κάνω παιδιά.
Νόμιζα ότι οι εφιάλτες, τα οράματα, οι δαίμονες, θα έφευγαν αν υπήρχε αρκετή αγάπη για να τα καταλαγιάσει. Έκανα τ’ αδύνατα δυνατά να ζήσω μια συμβατική ζωή, γιατί έτσι μεγάλωσα, γιατί αυτό ήταν που ήθελε ο σύζυγος μου για μένα.
Αλλά δεν γίνεται να χτίζεις μικρούς φράχτες για να κρατάς τους εφιάλτες απ’ έξω. Το γυαλί έσπασε κάπου στα είκοσι οχτώ μου.”)
Η Ανν Σέξτον είχε κατάθλιψη, υπέφερε από αυτοκτονικό ιδεασμό και όποτε πλησίαζαν τα γενέθλια της ετοιμαζόταν ν’ αυτοκτονήσει. Το προσπάθησε πολλές φορές -μέχρι να το καταφέρει.
Η Ανν άκουγε φωνές, που της έλεγαν να σκοτώσει τον εαυτό της και τα παιδιά της. Μετά την κρισιμότερη απόπειρα αυτοκτονίας, την παραμονή των εικοστών όγδοων γενεθλίων της, ο ψυχαναλυτής της, ο δρ Μάρτιν Ορν, της πρότεινε να ασχοληθεί περισσότερο με την ποίηση, ως φάρμακο για την κατάθλιψη της.
(Ανν Σέξτον: “Χρειάζεσαι θάρρος να ξεπεράσεις τις μικρές έμφυτές σου ψευδαισθήσεις και αντοχή να φέρεις εις πέρας την αλήθεια ολοζώντανη σ’ ένα ποίημα. Αυτό εννοώ όταν μιλώ γι’ αλήθεια. Από μια άποψη, όπως με βλέπετε τώρα, είμαι ένα ψέμα. Η διάφανη αλήθεια είναι στα ποιήματά μου.”)
Η Ανν τον άκουσε κι έγινε μία απ’ τις σημαντικότερες ποιήτριες της Αμερικής (και όχι μόνο). Μαζί με την αδελφική της φίλη Σύλβια Πλαθ και τον Ρόμπερτ Λόουελ θεωρούνται οι θεμελιωτές της “εξομολογητικής ποίησης”.
(Ανν Σέξτον: “Οι άνθρωποι πάντα φοβούνται τους συγγραφείς. Βρίσκω ότι νιώθουν νευρικότητα δίπλα μου. Νομίζουν ότι είμαι κάποιο είδος αλλόκοτου τρόφιμου φρενοκομείου που απέδρασε, αλλά μετά αντιλαμβάνονται πως είμαι πάνω-κάτω φυσιολογική, και εκπλήσσονται.”)
Στις αναγνώσεις των ποιημάτων της έβγαινε απαστράπτουσα και μεθυσμένη, ν’ απαγγέλλει τόσο δραματικά και φορτισμένα που οι ακροατές την παρομοίαζαν με τον Έζρα Πάουντ και τον Ουίλλιαμ Μπάροουζ.
(Ανν Σέξτον: “…γιατί πίνω σαν μέθυσος πριν από την ανάγνωση, γιατί φοβάμαι τόσο πολύ”.)
Γνώρισε τη φήμη και τη δόξα εν ζωή. Η συλλογή της “Ζήσε ή πέθανε”, πήρε το βραβείο Πούλιτζερ (1967).
(Ανν Σέξτον: “Τι ζητά ένας ποιητής; Χρήματα, αποδοχή, κολακεία, κάποιον να ελέγξει πώς ακούγονται τα ποιήματα όταν τ’ απαγγέλλει, ένα ακροατήριο.
Μη γελιέστε. Γράφετε για ένα ακροατήριο -σκέφτομαι πως εγώ γράφω για ένα πρόσωπο, αυτό τον τέλειο αναγνώστη που καταλαβαίνει. Αν το ακροατήριο ήταν αυτός ο αναγνώστης πολλαπλασιασμένος επί το εκατό ή το χίλια, όλα θα ήταν μια χαρά.
Από την περιορισμένη μου εμπειρία, δεν πάει έτσι. Εσύ είσαι το φρικιό. Εσύ είσαι ο ηθοποιός, ο παλιάτσος, ο εκκεντρικός.”)
Η Ανν Σέξτον δεν ήταν φεμινίστρια, ήταν ποιήτρια. Φλογερή κι ατρόμητη, ενσάρκωσε με την ποίηση της το συναίσθημα και το σεξ, τη σκοτεινότητα της μήτρας και τη φωτεινότητα της απελπισίας.
Σαν μια Φρίντα Κάλο των λέξεων ξεγύμνωσε τη θηλυκότητα, χωρίς ποτέ να την απορρίψει. Μια ολοκληρωμένη γυναίκα, παθιασμένη και ευάλωτη, συναισθηματική και αχαλίνωτη, ερωμένη και απόμακρη, μητέρα και Μήδεια, τρομακτική και οικεία.
(Ανν Σέξτον: “Για μένα δεν υπάρχει κάποιο απαγορευμένο θέμα στην ποίηση. Αλλά με ενοχλεί ο τρόπος που με εντάσσουν σε ανθολογίες σχετικές με τη γυναικεία απελευθέρωση. Κάνουν ένα απάνθισμα με τα μίσος-για-τους-άντρες-ποιήματα, αφήνοντας τ’ άλλα απ’ έξω. Δεν είναι αντιπροσωπευτικό του εαυτού μου.
Υπάρχουν φυσικά στιγμές που μισώ τους άντρες, λογικό δεν είναι; Υπάρχουν ωστόσο στιγμές που τους αγαπώ. Οι φεμινίστριες λειτουργούν κατά τους εαυτού τους”.)
Η ποίηση δεν τη λύτρωσε. Στις 4 Οκτωβρίου 1974, ένα μήνα πριν κλείσει τα 46 χρόνια, έκρυψε τα τσιγάρα της πίσω από μια ανθισμένη γλάστρα, πήγε στο γκαράζ κι άναψε τη μηχανή της κόκκινης Cougar.
(Ανν Σέξτον: “Η αυτοκτονία βρίσκεται, στην τελική, στον αντίποδα του ποιήματος”.)
Το ραδιόφωνο έπαιζε όταν τη βρήκαν νεκρή απ’ τις αναθυμιάσεις. Θα μπορούσε να παίζει το “Mercy Street”, το τραγούδι που έγραψε ο Peter Gabriel για την έμπουσα και νύμφη Ann Sexton.
(Πήτερ Γκάμπριελ: “Βγάζοντας χαρτιά από συρτάρια που γλιστρούν απαλά, τραβώντας έξω το σκοτάδι, λέξη πάνω στη λέξη”.)
~~
Δεν θα γράψω περισσότερα. Προτιμώ ν’ αφήσω την Ανν να τραγουδήσει. (Τα ποιήματα της είναι σε μετάφραση της Ευτυχίας Παναγιώτου).
Η μαύρη μαγεία (1962)
Μια γυναίκα που γράφει νιώθει πάρα πολλά,
τους εκστασιασμούς εκείνους και τους οιωνούς!
Σαν να μην έφταναν
οι κύκλοι και τα παιδιά και τα νησιά,
οι θρηνωδοί και τα κουτσομπολιά
και τα λαχανικά σαν μην έφταναν καθόλου.
Νομίζει πως μπορεί να προειδοποιήσει τ’ άστρα.
Μια συγγραφέας είναι πρωτίστως κατάσκοπος.
Γλυκιά μου αγάπη, είμαι αυτό το κορίτσι.
Ένας άντρας που γράφει ξέρει πάρα πολλά.
τι μάγια, τι φετίχ!
Σαν να μην έφταναν οι στύσεις, τα συνέδρια και τ’ αγαθά,
οι μηχανές και τα γαλόνια
και οι πόλεμοι σαν να μην έφταναν καθόλου.
Μ’ έπιπλα από δεύτερο χέρι φτιάχνει ένα δέντρο.
Ένας συγγραφέας είναι πρωτίστως κάθαρμα.
Γλυκιά μου αγάπη, είσαι αυτός ο άντρας.
Δίχως ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας,
μισώντας τα παπούτσια μας, και τα καπέλα μας ακόμη,
αγαπάμε ο ένας τον άλλον, μονάκριβα, μονάκριβα.
Τα χέρια μας είναι γαλάζια κι απαλά.
Τα μάτια μας είναι γεμάτα τρομακτικές εξομολογήσεις.
Αλλά όταν παντρευόμαστε
τα παιδιά φεύγουν αηδιασμένα.
Υπάρχει πάρα πολύ φαγητό και κανείς δεν απόμεινε
για να καταφάει όλη αυτή την αλλόκοτη αφθονία.
~~
Εμάς
Ήμουνα τυλιγμένη σε μια
γούνα μαύρη και μια γούνα άσπρη και
με ξεγύμνωσες και μετά
με τοποθέτησες σ’ ένα χρυσό φως
και μετά με έστεψες,
ενώ το χιόνι έπεφτε έξω
απ’ την πόρτα σε διαγώνια βέλη.
Καθώς το χιόνι, είκοσι πέντε εκατοστά,
προσγειωνόταν σαν τ’ αστέρια,
σε μικρές ασβεστώδεις νιφάδες,
ήμασταν μέσα στο ίδιο μας το σώμα
(τούτο το δωμάτιο που θα μας θάψει)
και ήσουν μέσα στο σώμα μου
(τούτο το δωμάτιο που και μετά από μας θα ζει)
και στην αρχή σού έτριψα
τα πόδια με μια πετσέτα, να στεγνώσουν
γιατί ήμουν η σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!
Ω! Τότε
σηκώθηκα όρθια μες στο χρυσό μου δέρμα
και ξέσχισα τους ψαλμούς
και ξέσχισα τα ρούχα
και ξήλωσες το χαλινάρι
και ξήλωσες τα ηνία
και ξήλωσα τα κουμπιά
τα οστά, τις συγχύσεις,
τις καρτ ποστάλ της Νέας Αγγλίας,
τον Ιανουάριο στις δέκα το βράδυ
και ανθίσαμε σαν το σιτάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι,
και θερίσαμε,
θερίσαμε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα αποσπάσματα από κείμενα και συνεντεύξεις της Ανν Σέξτον, καθώς και τα δύο ποιήματα προέρχονται απ’ το βιβλίο “Ανν Σέξτον – Ερωτικά Ποιήματα”, εκδόσεις Μελάνι
μετάφραση, εισαγωγή, επίμετρο της Ευτυχίας Παναγιώτου.
Ο τίτλος του κειμένου “Τραγούδι του φεγγαριού, τραγούδι της γυναίκας”, είναι τίτλος ποιήματος της Σέξτον.
Και το κομμάτι που έγραψε ο Peter Gabriel για την Ann Sexton