“We are such stuff as dreams are made on, and our little life is rounded with a sleep.”
William Shakespeare, The Tempest
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πολλά χρόνια δεν έχω ζήσει. Ούτε κι εμπειρίες σπάνιες. Κάτι όμως μου λέει ότι δεν μετράνε εκείνα που έχω κρατήσει, αλλά εκείνα που έχω αφήσει.
Είναι σαν να ξεκινάς ένα ταξίδι. Φορτώνεις αποσκευές και μαζεύεις ό,τι χωράει, γιατί “μπορεί κάπου να χρειαστεί”, έτσι σκέφτεσαι.
Κι όσο φορτώνεσαι τόσο πιο δύσκολος γίνεται ο δρόμος. Μέχρι που φτάνει η στιγμή που δεν μπορείς να κάνεις βήμα παρακάτω. Θες να δέσεις ένα σκοινί στο λαιμό σου και να ξεφορτωθείς κάθε βάρος, μαζί με τον εαυτό σου.
Κάποιοι το κάνουν. Άλλοι στέκονται, παίρνουν μια βαθιά ανάσα και κοιτούν τι κουβαλούν. Καθώς το αερόστατο πέφτει, καθώς το πλοιάριο βουλιάζει, καταλαβαίνεις πως πρέπει να ξεφορτωθείς βάρος, για να υψωθείς, για να επιπλεύσεις, για να περπατήσεις.
Και τότε πρέπει να διαλέξεις. Τι ‘ναι το πιο άχρηστο απ’ αυτά που κουβαλάς; Αν δεν μπορέσεις να πετάξεις κάτι θα βυθιστείς. Πολλοί το παθαίνουν.
~~
Αφήνεις κάτι πίσω, πετάς κάτι, κι αντιλαμβάνεσαι πως μπορείς να συνεχίσεις. Σου ήταν δύσκολος ο αποχωρισμός, τόσα χρόνια το κουβαλούσες το βάρος κι είχες φτάσει να το αγαπήσεις. Αλλά σαν το αφήνεις πίσω καταλαβαίνεις ότι δεν το είχες ανάγκη.
Και συνεχίζεις. Μαζεύεις πράγματα και ξεφορτώνεσαι άλλα. Αν πάρεις περισσότερα απ’ όσα αφήνεις θα πέσεις. Θέλει προσοχή.
~~
Τα χρόνια περνούν, έτσι όπως συνηθίζουν να κάνουν.
Κάποια στιγμή, αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, θα καταλάβεις ότι τα πιο άχρηστα βάρη που κουβαλάς είναι εκείνα που φτιάχνουν την εικόνα σου, τον τοίχο σου.
Τα παπούτσια που σε κάνουν να φαίνεσαι πιο ψηλός, τα γυαλιά που σε κάνουν να φαίνεσαι πιο έξυπνος, οι κορσέδες που σε κάνουν να φαίνεσαι πιο αδύνατος, τα ψέματα που σε κάνουν να φαίνεσαι πιο δυνατός, η σοβαρότητα που σε κάνει να φαίνεσαι πιο καθωσπρέπει.
Κουβαλάς έναν τόνο σκουπίδια για να κρυφτείς. Παλιότερα νόμιζες ότι δεν μπορούσες να ζήσεις χωρίς αυτά.
Αλλά εκείνη τη στιγμή, που κάποιες φορές κρατάει χρόνια, νιώθεις ότι δεν θες άλλο να κρύβεσαι. Και δεν σε νοιάζει τι θα πουν για σένα, για τον σύντροφο σου, για το παιδί σου, για το σπίτι σου, για τα έργα σου.
Δίνεις μια και γκρεμίζεις τον τοίχο. Και δεν νιώθεις φόβο ή ντροπή, γιατί νιώθεις ανάλαφρος όταν κουβαλάς μόνο αυτό που θες να είσαι.
Σε όποιον αρέσεις, έτσι μεταχειρισμένος κι ελαττωματικός, είναι φίλος. Οι άλλοι θα βρουν τους όμοιους τους.
~~
Συνήθως αυτό οι άνθρωποι το καταφέρνουν στα γεράματα -κι όχι όλοι. Είναι πιο εύκολο να γκρεμίσεις τον τοίχο που έχτισες γύρω σου όταν καταλαβαίνεις ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, ούτε καν για πολύ.
Όταν καταλαβαίνεις ότι όλ’ αυτά που σ’ έκαναν να κλαις και να χτυπιέσαι ήταν παροδικά, ασήμαντα.
Όταν νιώσεις τους στίχους του Σαίξπηρ: “Απ’ το υλικό των ονείρων είμαστε φτιαγμένοι και τη μικρή ζωή μας ο ύπνος την κυκλώνει”.
Γιατί τότε μπορείς να δεις το τέλος να έρχεται σφυρίζοντας κάποιο τραγούδι από μιούζικαλ, μπορεί απ’ το All that jazz. Και καταλαβαίνεις πως ό,τι έζησες δεν έχει μεγαλύτερο βάρος από ένα όνειρο.
Μου το ‘χε πει ο τρελός παππούς μου όταν πέθαινε, μου το ‘πε και μετά, νεκρός πια, σ’ ένα όνειρο. Τότε δεν μπορούσα δεν ήθελα δεν έπρεπε να το καταλάβω.
– Ποιο είναι το νόημα της ζωής, παππού;
– Νόημα; Δεν υπάρχει νόημα. Απλώς ζούμε.
Κι όταν τελειώνει αυτό το “απλώς”, μόνο τότε καταλαβαίνεις πόσο άσκοπη ήταν η αγωνία σου να νοηματοδοτήσεις τη ζωή σου.
Όχι μόνο άσκοπη. Αυτή η προσπάθεια να συντηρήσεις τον τοίχο σου και τις πεποιθήσεις σου, την εικόνα σου και τα παρελκόμενα, δεν σ’ άφησε να καταλάβεις ότι ο τοίχος δεν κρατούσε τους άλλους έξω, κρατούσε εσένα μέσα, οικειοθελώς φυλακισμένο.
Και τότε, σαν το γέροντα στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος, σιχτιρίζεις τις στιγμές που μπορούσες να κάνεις ό,τι ήθελες, αλλά έκανες ό,τι έπρεπε.
“Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Πενήντα κι ογδόντα χρόνια χτισμένα με πρέπει δεν μπορούν να συγκριθούν με τις λίγες στιγμές που έκανες ό,τι σου ‘ρθε. Αυτές έχεις κρατήσει απ’ τ’ όνειρο που τέλειωσε.
~~
Όλ’ αυτά που θεωρούμε σπουδαία, τα τραγικά και τα δύσκολα, τα επιτεύγματα κι η δόξα κι η φήμη, το πένθος κι η απώλεια κι οι χαμένοι έρωτες, κι οι ολοκληρωμένοι έρωτες, η επιτυχία κι οι αποτυχίες.
Τίποτα δεν έχει περισσότερο βάρος απ’ αυτό που εμείς τους δίνουμε.
Στο τέλος ακούγεται ένα γέλιο που γκρεμίζει τη σοβαρότητα των σκοπών και των προθέσεων.
Ο θεός είναι κλόουν κι η ζωή είναι φάρσα.
Όσα πήραμε στα σοβαρά θα σβήσουν μαζί μας και τίποτα δεν θα μείνει, πέρα απ’ τη σκιά μας στα όνειρα των άλλων.
…. Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι στίχοι είναι του Καβάφη “Ένας γέρος”