Όταν κανείς δεν αγαπούσε τον Προύφροκ

0
1869

Η επανάσταση στην τέχνη, κάθε επανάσταση μάλλον, είναι μια μορφή αρρώστιας για τον “οργανισμό” αυτόν που θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε ανθρωπότητα.

Είναι κάτι το αλλόκοτο και ξένο, που η κοινωνία αντιμετωπίζει ως εισβολέα και της προκαλεί αλλεργία (κάποιες φορές και αλλεργικό σοκ).

Ειδικά στην τέχνη ούτε το ευρύ κοινό, ούτε οι έμποροι (εκδότες-παραγωγοί-γκαλερίστες), ούτε οι κριτικοί μπορούν να ανεχτούν κάτι τόσο διαφορετικό απ’ το κοινότοπο, κάτι που να μην μπορούν να το κατηγοριοποιήσουν.

Συνηθίζουμε, μαθαίνουμε, ένα τραγούδι να μοιάζει με τραγούδι (έτσι όπως τα ξέρουμε), μια ταινία να μοιάζει με ταινία (έτσι όπως τις ξέρουμε), ένα ποίημα να μοιάζει με ποίημα (έτσι όπως τα ξέρουμε).

“Αυτό αρέσει στον κόσμο, αυτό πουλάει, αυτό παράγουμε”. Αν ο πολιτισμός αφηνόταν στα χέρια των εμπόρων, τότε για λόγους ασφάλειας και κέρδους, τίποτα δεν θ’ άλλαζε.

Όμως τυχαίνει πάντα, μέσα απ’ αυτό το χαοτικό υπερσύστημα της ανθρώπινης κοινωνίας, να αναδύονται ιδέες καινοφανείς.

Για να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν πρόκειται για παρθενογένεση, παρά για ένα νέο, παράδοξο συνταίριασμα των παλιών στοιχείων.

Το παράδοξο εκκολάπτεται μέσα σε κοινωνίες αναταραχής, μα και στασιμότητας. Το παρουσιάζουν μεμονωμένα άτομα, που τυχαίνει να έχουν αυτή την κατάρα κι ευλογία της πρωτοπορίας.

Δεν το κάνουν επί τούτου. Δεν ψάχνουν έναν τρόπο για ν’ αλλάξουν τον κόσμο (της τέχνης και όχι μόνο). Αυτοί οι ίδιοι είναι αλλοπρόσαλλοι, ξένοι προς τον κόσμο που τους γαλούχησε. Μοιάζει λες κι έχει συμβεί μια μικρή μετάλλαξη, μια ανωμαλία, κάτι που έκανε τον εγκέφαλο τους να λειτουργεί απειροελάχιστα διαφορετικά. Όμως “μικρές μεταβολές στις αρχικές συνθήκες προκαλούν μεγάλες αλλαγές στην επακόλουθη συμπεριφορά”, μας λέει η Θεωρία του Χάους.

~~

Ένα τέτοιο παράξενο άτομο ήταν ο Τόμας Στερνς Έλιοτ, πιο πολύ γνωστός ως T.S.Eliot. Ο άνθρωπος που έκανε μοντέρνα την ποίηση, όταν ο ορισμός “μοντέρνος” ήταν κάτι διόλου παλαιικό.

Ο Έλιοτ ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του ποίημα το “The Love Song of J. Alfred Prufrock” στα είκοσι δύο του χρόνια, το 1910. Του πήρε δύο χρόνια, για ένα κείμενο πέντε σελίδων.

Μέσα στο ποίημα είναι εμφανείς οι επιρροές απ’ τον Δάντη, τον Ησίοδο, την Παλαιά Διαθήκη, τον Σαίξπηρ, και τους ρομαντικούς ποιητές.

Όμως ο Έλιοτ χρησιμοποιεί, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρώπινης μυθολογίας, τη συνειδησιακή ροή στην τέχνη. Όλο το ποίημα μοιάζει σαν να ακούμε τις τυχαίες σκέψεις ενός μεσήλικα ή ενός νέου που σκέφτεται τι θα σκέφτεται όταν γίνει μεσήλικας.

Το ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ Προύφροκ δεν μοιάζει καν με ποίημα, όχι όπως αυτά που ήξεραν μέχρι τότε οι άνθρωποι να θεωρούν ποιήματα.

Πιθανότατα δεν θα εκδιδόταν ποτέ, αν δεν ανακατευόταν ο Έζρα Πάουντ -που αντιλήφθηκε πόσο επαναστατικό ήταν το συγκεκριμένο ποίημα- κι αν δεν επέμεινε να εκδοθεί στο περιοδικό Poetry του Σικάγο.

Το κοινό αδιαφόρησε. Οι κριτικοί το μίσησαν. Η πιο χαρακτηριστική είναι εκείνη που γράφτηκε στο The Times Literary Supplement: “The fact that these things occurred to the mind of Mr. Eliot is surely of the very smallest importance to anyone, even to himself. They certainly have no relation to poetry.”

Για τους κριτικούς δεν ήταν μόνο κακή ποίηση, δεν είχε καμία σχέση με την ποίηση. Ακριβώς όπως ο Παλαμάς είχε αντιμετωπίσει τα κείμενα του Καβάφη.

~~

Ο Έλιοτ συνεχίζει, με την παρότρυνση λίγων και τη βοήθεια του Πάουντ. Λίγα χρόνια μετά (1922) εκδίδει την Έρημη Χώρα. Οι κριτικές αντιφατικές πλέον. Αριστούργημα ή φενάκη; Μεγαλοφυΐα ή τσαρλατάνος;

Με το The Hollow Men (1925) η πλάστιγγα κλίνει υπέρ του. Άλλωστε πλέον η συνειδησιακή ροή έχει περάσει και στο μυθιστόρημα, με βιβλία όπως ο Οδυσσέας του Τζόις. Ο κόσμος, η κοινωνία, αρχίζει να πλησιάζει στο σημείο που ο Έλιοτ είχε φτάσει πριν 15 χρόνια.

Όμως χρειάστηκαν άλλα είκοσι πέντε χρόνια, όταν ο Έλιοτ έγραψε τα Τέσσερα Κουαρτέτα (1945) για να γίνει “οικείος” στο κοινό κι αγαπητός στους κριτικούς, και να πάρει το νόμπελ λογοτεχνίας (1948).

Μετά το νόμπελ ο Έλιοτ δεν ξανάγραψε ποίηση -αν και έζησε ως το 1965.

~~

Το ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ Προύφροκ ήταν κάτι επαναστατικό όταν γράφτηκε. Κανείς, πέρα απ’ τον δημιουργό και τον εξίσου αλλοπρόσαλλο Έζρα Πάουντ δεν μπορούσε να το αποδεχτεί ως ποίηση.

Σαράντα χρόνια μετά ο Ρέιμοντ Τσάντλερ αναφέρει στίχους του Προύφροκ στον Μεγάλο Αποχαιρετισμό (1953), σε μια συζήτηση ανάμεσα στον ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου και σ’ έναν σοφέρ. Ο ίδιος ο Τσάντλερ είχε ακαδημαϊκή μόρφωση, αλλά η επιλογή του να χρησιμοποιήσει τους στίχους του Έλιοτ σε μια ιστορία που διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες, δείχνει ότι το ποίημα δεν ήταν πλέον κάτι το παράδοξο.

Εκατό χρόνια μετά ο Γούντι Άλεν, στην ταινία Μεσάνυχτα στο Παρίσι (2010), βάζει τον πρωταγωνιστή του, έναν νευρωτικό Αμερικάνο σεναριογράφο, να συναντά τον ίδιο τον T.S. Eliot και να του λέει: “Είχα μάθει ν’ απαγγέλλω το Προύφροκ σαν προσευχή!”

Κι ο υποφαινόμενος θυμάται τότε ότι κι εκείνος είχε μάθει απέξω το ποίημα και το ‘λεγε περπατώντας στον δρόμο:
Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
like a patient etherized upon a table.

Αυτό που ήταν πρωτοποριακό, καινοφανές, άσχημο κι άχρηστο για το πλατύ κοινό και τους κριτικούς, μετά από πενήντα-εκατό χρόνια, βραβεύεται, γίνεται κλασικό, γίνεται κατεστημένο. Και τότε ο Έλιοτ σταματάει να γράφει. Γιατί καταλαβαίνει ότι χρειάζονται νέοι ποιητές, αυτοί που θα φανούν παράξενοι και άσχημοι, μέχρι που να τους καταλάβει το πλατύ κοινό, οι έμποροι κι οι κριτικοί, μέχρι που να γίνουν κι εκείνοι κλασικοί, και τότε θα χρειαστεί κάτι καινούριο ν’ αντιπαθήσουμε -μέχρι το λατρέψουμε.

Γιατί κανείς δεν αγαπούσε τον Προύφροκ όταν εμφανίστηκε. Ήταν παράξενος, ήταν διαφορετικός, ήταν ξένος. Και κανείς δεν αγαπάει τους ξένους (alien).

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ακούστε τον Άλεκ Γκίνες να απαγγέλλει (;) το Ερωτικό Τραγούδι του Άλφρεντ Προύφροκ

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο μηνιαίο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 13.5.2017