Το 1930, αναζητώντας έναν χαμένο εξερευνητή στον Αμαζόνιο, μια ομάδα του Σμιθσόνιαν ανακάλυψε τη φυλή των Bororo. Αυτή είναι η πρώτη αναφορά που υπάρχει για τους Bororo.
Πέντε χρόνια μετά ο ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss πήγε στη Βραζιλία, περιπλανήθηκε στη ζούγκλα του Αμαζονίου, βρήκε τους Bororo κι έμεινε μαζί τους. Έμαθε τη γλώσσα τους και κατέγραψε τους μύθους τους, τα τραγούδια τους.
Οι Bororo δεν είχαν έρθει σ’ επαφή με Ευρωπαίους μέχρι τότε. Δεν γνώριζαν τίποτα για τον δυτικό τρόπο ζωής, για τη μυθολογία και την ιστορία μας. Ούτε για τον Σίγκμουντ Φρόυντ ή τον Σοφοκλή.
Διαβάζοντας το τραγούδι xobogeu, έναν κεντρικό μύθο των Bororo, είναι δύσκολο να μην παρατηρήσεις τις ομοιότητες με την ελληνική μυθολογία. Όπως ο Οιδίποδας, έτσι κι ο ήρωας του μύθου αυτού γίνεται αιμομίκτης -αλλά βιάζοντας τη μητέρα του.
Ο πατέρας του προσπαθεί να τον σκοτώσει εγκαταλείποντας τον σ’ ένα βουνό (βλέπε Προμηθέα και Καύκασο) όπου οι κοραγύπες του τρώνε, όχι το συκώτι, αλλά τα οπίσθια.
Ο γιος επιβιώνει και επιστρέφει στο χωριό, όπου σκοτώνει πρώτα τον πατέρα του και μετά τις γυναίκες του πατέρα του, μαζί με τη μητέρα του.
Διαβάστε τον μύθο, έτσι όπως τον κατέγραψε ο Λεβιστρός και δημοσιεύτηκε στο εμβληματικό βιβλίο του “Το ωμό και το μαγειρεμένο” (στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Αρσενίδη).
~~
Το τραγούδι xobogeu
Στα πολύ παλιά χρόνια έτυχε μια φορά να πάνε οι γυναίκες στο δάσος να μαζέψουν φύλλα φοινικιάς που χρησιμεύουν στην κατασκευή των ba [των θηκών του πέους που φορούν οι έφηβοι κατά τη μύηση].
Ένα νεαρό αγόρι ακολούθησε κρυφά τη μητέρα του, πρόβαλε ξαφνικά μπροστά της και τη βίασε.
Όταν η γυναίκα γύρισε στο χωριό, ο άντρας της είδε τα φτερά που ήταν ακόμα πιασμένα στη ζώνη της. Υποπτεύτηκε ότι κάτι είχε γίνει και διέταξε να γίνει χορός για να μάθει ποιος έφηβος φορούσε τέτοια φτερά για κοσμήματα.
Και είδε ότι μόνο ο γιος του φορούσε τέτοια στολίδια.
Θέλοντας να πάρει εκδίκηση ο πατέρας κάλεσε τον γιο να πάνε μαζί να πιάσουν τα άρα [πολύχρωμος παπαγάλος] που φωλιάζουν στην πλαγιά του βράχου.
Σαν ανέβηκαν στο βουνό ο πατέρας ύψωσε ένα μακρύ κοντάρι στον βράχο και διέταξε τον γιο ν’ ανέβει. Μόλις έφτασε ψηλά τράβηξε το κοντάρι και τον άφησε κρεμασμένο στον βράχο.
Ο γιος πιάστηκε από μια κληματίδα κι ανέβηκε στην κορυφή. Εκεί του επιτέθηκαν οι κοραγύπες και ξεκίνησαν να τον τρώνε, αρχίζοντας απ’ τους γλουτούς. Αφού απογύμνωσαν ολοκληρωτικά τα οπίσθια του τον κατέβασαν στους πρόποδες του βουνού.
Ο ήρωας συνήλθε σαν να ξυπνούσε από όνειρο. Πεινούσε, αλλά ό,τι κι αν έτρωγε δεν μπορούσε να μείνει στο κορμί του, αφού δεν είχε οπίσθια. Γι’ αυτό έφτιαξε οπίσθια από ένα ζυμάρι, φτιαγμένο από κοπανισμένους βολβούς.
Έπειτα επέστρεψε στο χωριό του και το βρήκε εγκαταλελειμμένο. Για μεγάλο διάστημα περιπλανήθηκε αναζητώντας τους δικούς του.
Όταν τους βρήκε μεταμορφώθηκε σε σαύρα, για να μην τον αναγνωρίσουν. Τον αναγνώρισε η δεύτερη γυναίκα του δολοφονικού πατέρα και τον ειδοποίησε να προσέχει.
Ο γιος έβαλε πάνω στο μέτωπο του τα ψεύτικα κέρατα του ελαφιού, μεταμορφώθηκε σε ελάφι και ρίχτηκε πάνω στον πατέρα του με τόση ορμή που τον διατρύπησε πέρα ως πέρα.
Έπειτα πέταξε το θύμα του στη λίμνη. Εκεί το πτώμα του καταβροχθίστηκε από τα πνεύματα buiogoe, που είναι κανιβαλικά ψάρια [πιράνχας]. Έμειναν μόνο τα πνευμόνια του να επιπλέουν με τη μορφή υδρόβιων φυτών.
Γυρίζοντας στο χωριό, ο ήρωας πήρε εκδίκηση κι απ’ τις γυναίκες του πατέρα του -μία απ’ αυτές ήταν η μητέρα του.
~~
Ο Λεβιστρός απέφευγε τις γιουνγκικές ερμηνείες των μύθων. Δεν τον απασχολούσε το πανανθρώπινο και μεταφυσικό, αλλά το ειδικό και συγκεκριμένο, τα δομικά στοιχεία του κάθε πολιτισμού ξεχωριστά.
Όμως καθώς διαβάζουμε τους παγκόσμιους μύθους αντιλαμβανόμαστε, εμείς οι αδαείς, ότι υπάρχει μια κοινή δομή, μια κάποια παγκοσμιότητα των μύθων και των ιδεών, των ταμπού και των απαγορεύσεων.
Πολιτισμοί που ποτέ δεν είχαν έρθει σ’ επαφή παράγουν παρόμοιους μύθους -ο Μεγάλος Κατακλυσμός υπάρχει παντού, απ’ τον Αμαζόνιο ως τη Μεσοποταμία, κι απ’ την Ινδία ως τη Νέα Γουινέα.
Ο Γιούνγκ μιλούσε για το συλλογικό ασυνείδητο, όπως το κληρονομήσαμε λεκτικά και συμβολικά. Ο Λεβιστρός προτιμούσε να αναφέρεται στη δομή του ανθρώπινου εγκέφαλου (δες στρουκτουραλισμός), κοινή για όλους τους Sapiens, που παράγει τις ομοιότητες -και τις διαφορές.
Δεν μπορώ να ξέρω ποιος ερμήνευσε πιο σωστά την ανθρώπινη φύση. Όμως διαισθάνομαι ότι η φαντασία, ο μύθος κι η λογοτεχνία, πάντα βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά απ’ την επιστήμη.
Γιατί η γνώση περιορίζεται σ’ αυτά που γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε, ενώ η φαντασία (imagination) αγκαλιάζει όλο το σύμπαν κι όλα όσα υπάρχουν για να γνωρίσουμε και να καταλάβουμε (τάδε έφη Αλβέρτος Αινστάιν).
Κι αν κάποιοι άνθρωποι ταξίδευαν σ’ άλλους πλανήτες, αν ζούσαν και έκαναν έναν καινούριο πολιτισμό εκεί, θα συνέχιζαν να έχουν οιδιπόδεια συμπλέγματα και πολέμους και αυτοκτονικές τάσεις και χιλιαστικές θρησκείες και κατάθλιψη κι επαναστάσεις και θεό-ους και ποδόσφαιρο;
Και θα υπήρχε κάποιος, σ’ αυτόν τον Νέο Κόσμο, που θα προσπαθούσε να καταλάβει τ’ ακατανόητα;
Γράφοντας, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στο μπαλκόνι του διαμερίσματος του, με θέα τα πέντε φεγγάρια του πλανήτη;