Το φως μέσα στη θάλασσα, Αύγουστος.
Το μαντήλι μιας κοπέλας, το παίρνει ο άνεμος. Εκείνη ξαφνιάζεται. Μετά το βλέπει να πετάει και γελάει. Εκείνος κοιτάει το γέλιο της, όχι το μαντήλι.
Τα βλέμματα των εραστών, λίγο πριν κοιμηθούν. Εκείνη τον κοιτάει νωχελικά, ράθυμα. Εκείνος σηκώνεται, στέκεται για λίγο και της λέει μόνο: “Ευτυχία”.
~~
Να είναι τέσσερις το πρωι, τέσσερις και τέταρτο ίσως, και να μην μπορείς να κοιμηθείς. Όχι από άγχος ή ανησυχία, αλλά από πληρότητα. Να νιώθεις ότι θα χάσεις πολλή ευτυχία αν κλείσεις τα μάτια.
Ν’ ακούς το clair de lune του Ντεμπισί κι η νύχτα να ‘ναι ολόγιομη, χωρίς ίχνος από ντροπή.
Ν’ αδειάζουν οι δρόμοι, να γεμίζουν τα σπίτια, κι όταν όλοι πέφτουν να κοιμηθούν εσείς να κοιτιέστε στα μάτια και να φιλιέστε.
Κι αν όλος ο κόσμος γκρεμιζόταν, κι αν όλος ο κόσμος άδειαζε, θα μένατε εσείς οι δύο. Μοναχικοί και απαραίτητοι, όπως οι νότες απ’ το πιάνο του Ντεμπισί, όπως το φως μες στη θάλασσα.
Ο χτύπος του ρολογιού μες στη σιγή και μια γάτα που τριγυρνάει. Τίποτα απ’ αυτά δεν έχει σημασία για κανέναν άλλο, ούτε για τον κόσμο ούτε για το σύμπαν. Μόνο για σας.
Γιατί εκείνη τη στιγμή, γύρω στις τέσσερις το πρωί, ο Ντεμπισί παίζει πιάνο για να χορεύει η Λάνα ντελ Ρέι.
Κι οι νύμφες με τ’ άσπρα μαγιό κρατάνε την ανάσα τους. Η σελήνη ακούγεται να παίζει μουσική όποτε κάνουν έρωτα δυο άνθρωποι.
Κι ίσως την επομένη όλα να ‘ναι αλλιώς, όλα να ‘ναι ποτισμένα από ήλιο και πραγματικότητα. Όμως οι νύχτες ανήκουν σ’ εκείνους που ερωτεύονται, σ’ εκείνους που κολυμπούν γυμνοί, σ’ εκείνους που καταλαβαίνουν ότι το τέλος είναι ένας οργασμός και μια αγκαλιά.
Έτσι ο κόσμος τελειώνει, όχι με έκρηξη, αλλά μ’ έναν στεναγμό.
~~
Κάποιος μύθος λέει ότι ο Θεός έφτιαξε πρώτα τη γυναίκα.
Την άφησε να τριγυρνάει στον κήπο του και ξεχάστηκε στις παράξενες σκέψεις του. Έπειτα, κάποια στιγμή που χρονικά δεν μπορεί να προσδιοριστεί, θυμήθηκε το δημιούργημα του και στράφηκε να δει τι έκανε.
Τη βρήκε να κολυμπάει στον Φίσωνα ποταμό. Είδε τις ανθισμένες ρώγες της, το δέρμα της τσιτωμένο απ’ το κρύο νερό. Είδε τα χέρια της, τα δάκτυλα της, είδε το στόμα της και τη γλώσσα της, είδε τα πόδια της και τους γλουτούς της, είδε και το αιδοίο της μέσα στο νερό.
Και την πόθησε.
Δεν ήταν άντρας ο Θεός ούτε και γυναίκα ήταν, δεν είχε φύλο, γιατί δεν είχε σώμα, ήταν καθαρή βούληση, μόνο βούληση. Αλλά σαν είδε την πρώτη γυναίκα θέλησε να συνευρεθεί μαζί της, ν’ αποκτήσει σώμα για να την αγγίξει.
Όπως το θέλησε έτσι κι έγινε. Απέκτησε φύλο, απέκτησε σώμα, απέκτησε θνητότητα. Μα καθόλου δεν τον πείραξε που θα πέθαινε, αρκεί να ένιωθε.
Όμως η γυναίκα δεν ήταν πια εκεί. Ο άντρας κολυμπούσε μόνος του στον Φίσωνα ποταμό.
~~
Τότε ο Θεός είδε τον άντρα και τον πόθησε. Δεν ήταν γυναίκα ο Θεός ούτε και άντρας ήταν, δεν είχε φύλο, γιατί δεν είχε σώμα, ήταν καθαρή βούληση, μόνο βούληση. Αλλά σαν είδε τον πρώτο άντρα θέλησε να συνευρεθεί μαζί του, ν’ αποκτήσει σώμα για να τον αγγίξει.
Όπως το θέλησε έτσι κι έγινε. Απέκτησε φύλο, απέκτησε σώμα, απέκτησε θνητότητα. Μα καθόλου δεν τον πείραξε που θα πέθαινε, αρκεί να ένιωθε.
Όμως ο άντρας δεν ήταν πια εκεί. Η γυναίκα κολυμπούσε μόνη της στον Φίσωνα ποταμό.
~~
Ο Θεός έγινε γυναίκα για ν’ αγγίξει τη γυναίκα. Έγινε άντρας για ν’ αγγίξει τον άντρα. Όμως πάντα έμενε μόνος, ο Θεός κι ο άνθρωπος, ο άντρας κι η γυναίκα, να κολυμπάει στον Φίσωνα ποταμό.
Ώσπου η Σελήνη τον λυπήθηκε, έτσι λέει ο μύθος. Κι έφτιαξε τη νύχτα, έφτιαξε τη θάλασσα, έφτιαξε τη μουσική, έφτιαξε το κρασί, έφτιαξε το σεληνόφωτο, έφτιαξε το γέλιο κι ένα μαντήλι που το ‘παιρνε ο αέρας.
Γιατί η βούληση του Θεού κι η ομορφιά του ανθρώπου δεν αρκούσε, χρειαζόταν κάτι ακόμα για να σμίξουν.
Κι έχει χιλιάδες μορφές, δέκα χιλιάδες τρόπους, εκατοντάδες χιλιάδες δρόμους για να εμφανιστεί. Αλλά μόνο ένα όνομα: Έρωτας.
Ακούγεται σαν μουσική, έχει την έξαψη του κρασιού, φωτίζει απαλά σαν το κερί, ανατριχιάζει σαν δέρμα που το χαϊδεύουν, γελάει σαν να μην έχει τίποτα να χάσει.
Ο Θεός κι ο άνθρωπος έτσι γίναν ταίρι, έτσι μόνο έφτασαν κοντά. Με τον έρωτα.
Έτσι λέει ο μύθος, κι είναι πολλοί που πιστεύουν ότι κάθε μύθος είναι ένας απλός τρόπος να μιλήσεις για όσα οι άνθρωποι δεν μπορούν να πουν.