Ξύπνησε, κοίταξε γύρω του, αλλά το δωμάτιο του ήταν άγνωστο. Έπιπλα, διαρρύθμιση, όλα.
Καλοκαίρι. Ο φωτισμός του δρόμου γλιστρούσε μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο.
Αν και πονούσε σε όλο του το σώμα, τον ταλαιπωρούσε κυρίως η θλάση στους κοιλιακούς του. Την είχε πάθει το απόγευμα, προσπαθώντας με πείσμα να σηκωθεί από την καρέκλα όπου τον είχαν δεμένο με μια ζώνη για να μην δραπετεύσει.
Απέναντί του, κατάφερε να διακρίνει μια πόρτα. Σηκώθηκε με υπερπροσπάθεια από το κρεβάτι και την πλησίασε με την ελπίδα ότι θα τον βγάλει σε χώρο γνώριμο. Μάταια όμως.
Βρέθηκε σ’ ένα διάδρομο, αρκετές πόρτες αριστερά-δεξιά. Τις άνοιξε προσεκτικά, μια προς μια, αλλά όλες οδηγούσαν σε εξίσου άγνωστους χώρους.
Στο βάθος, η τελευταία πόρτα τον έβγαλε σε ένα σαλόνι. Σε μια πολυθρόνα καθόταν ένας άνδρας, γύρω στα σαράντα, που έβλεπε βαριεστημένα τηλεόραση.
Ο φόβος του άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό. Πού βρισκόταν, ποιός ήταν ο άλλος; Και γιατί ένιωθε τόσο βαριά τα ίδια του τα βήματα;
Αν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, θα υπέθετε ότι τον είχαν απαγάγει αφού προηγουμένως τον υπνώτισαν. Αλλά οι σκέψεις του ήταν άτακτες.
Είδε μπροστά του την εξώπορτα, το ένστικτό του έλεγε πως πρέπει να αποδράσει και να ζητήσει βοήθεια. Έκανε να προχωρήσει, όμως κινούνταν σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από νάρκωση.
Το σύρσιμο των ποδιών του τράβηξε την προσοχή του άλλου.
– Τι έγινε; Πού πας;
Φάνηκε να τον ξέρει. Αυτός λοιπόν τον ειχε φέρει σε αυτό το σπίτι;
Τον έπιασε σύγκρυο. Άνοιξε την εξώπορτα, έκανε να βγει, αλλά ο άλλος ήταν κιόλας πίσω του και τον έπιασε από τον ώμο. Προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά η λαβή ήταν πολύ δυνατή.
– Περίμενε, πού νομίζεις ότι πας;
– Άσε με, θέλω να φύγω εξω!
Ο άλλος τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που, παρά τη δύναμη που εξέπεμπε, περιείχε μια ανεξήγητη δόση ενοχής.
Άρχισε να τον πιάνει τρέλλα, προσπάθησε να ουρλιάξει για βοήθεια. Κατάφερε να βγάλει μόνο κάτι άναρθρες κραυγές, σαν βέλασμα προβάτου που η αρκούδα έχει αρχίσει ήδη να το τρώει ζωντανό.
Ο άλλος ήταν πολύ νεότερος, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Προσπάθησε να του δώσει μια γροθιά στο πρόσωπο, αλλά το χέρι του κινήθηκε σε αργή κίνηση, ο άλλος το απέφυγε εύκολα.
Με μια λαβή, βρέθηκε να μην μπορεί να κουνηθεί.
– Έλα τώρα, ηρέμησε, θα σε πάω στο κρεβάτι…
– ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ! κατάφερε να ουρλιάξει
– Εντάξει, δεν είναι, αλλά σήμερα θα κοιμηθείς εδώ, εντάξει;
Ο άλλος δεν ήταν απλά δυνατότερος. Ήταν κι η χροιά της φωνής του που, κατά κάποιον τρόπο, του ασκούσε ψυχολογικό έλεγχο.
Κατάλαβε ότι δεν είχε κανένα περιθώριο, παραδόθηκε. Ανήμπορος, άφησε τον άλλο να τον οδηγήσει.
Όμως, καθώς περπατούσαν, ένιωσε με έκπληξη ότι, τώρα που δεν αντιστεκόταν, η λαβή του άλλου είχε αρχίσει να μοιάζει κάπως με αμήχανη αγκαλιά.
Για κάποιο λόγο, η μυρωδιά του άλλου άρχισε να του φαίνεται οικεία. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει, όμως τελευταία εμπιστευόταν περισσότερο τις μυρωδιές παρά τη λογική.
Όπως περπατούσαν πλάι πλάι, περιεργάστηκε το πρόσωπο δίπλα του. Σταδιακά τον πλημμύρισε ένα περίεργο ζεστό συναίσθημα. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος, αλλά το πρόσωπο του φάνηκε γνώριμο.
Είπε να το ρισκάρει, πήρε θάρρος, ρώτησε.
– Πού πάμε Αντώνη;
– Πουθενά πατέρα, νύχτα είναι, στο κρεβάτι σου. Μην ανησυχείς, θα μείνω πλάι σου ώσπου να σε πάρει ο ύπνος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Γιάννης Ζ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Συνοδευόταν μ’ αυτό το υστερόγραφο:
Επειδή πρόκειται για οικογενειακή εμπειρία, η κρίση μου είναι λίγο θολή. Θα το εκτιμούσα πολύ αν μου λέγατε κατά πόσο σας γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για ασθενή Altzheimer. Έχω δει κάποιες ταινίες που ασχολούνται με τη νόσο, όμως όλες τους επικεντρώνουν στην απώλεια μνήμης. Η λήθη όμως είναι το μικρότερο πρόβλημα, συχνά μάλιστα αποτελεί και ανακούφιση!