Πιο πολύτιμο ήταν το φως των ματιών σου

0
3491

“…θυμήθηκαν μια καουμπόικη ταινία που είχαν δει, ο ένας σε κάποιο σινεμά της Λα Πλάτα κι ο άλλος στο Μπουένος Άιρες.
Είχαν ξεχάσει τον τίτλο, όχι όμως και τη σκηνή του σαλούν με τη δίφυλλη πόρτα. Ήταν σίγουροι ότι η πρωταγωνίστρια το ‘σκαγε με κάποιον καβάλα σ’ ένα άλογο.
– Με ποιον έφυγε; ρώτησε η Λάουρα.
– Με ποιον ήθελες να φύγει; Με τον ήρωα.
– Ο ήρωας των γυναικών δεν είναι πάντα ο ίδιος με τον ήρωα των αντρών.
– Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά, μην ξεχνάς. Στις ταινίες υπάρχει πάντα μόνο ένας ήρωας.”
Adolfo Bioy Casares

~~~~

Τι ΄ν΄ αυτό που τόσο φοβάται ο νους μας; Τι ψάχνει να βρει στα κομμάτια του κόσμου;

Γυρεύουμε ήρωες, γυρεύουμε θεούς, γυρεύουμε ν’ αποδράσουμε, γυρεύουμε έστω κάποιο νόημα, κάτι που να φαντάζει λογικό.

Προσπαθούμε να συναρμολογήσουμε μια συνέχεια μέσα απ’ το χάος που μας περιτριγυρίζει. Σαν να είμαστε χαμένοι σ’ έναν ωκεανό και να ψάχνουμε για μια νέα γη, όπου θα αναπαύσουμε τις αγωνίες μας.

Κάθε τέχνη, κάθε θρησκεία, κάθε ιδεολογία, κάθε εραστής, κάθε παιδί, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κομματάκι γης, ένα μικρό νησί όπου για λίγο μπορούμε να ξεχάσουμε τη θάλασσα που μας περιμένει, εκεί όπου θα πέσουμε και θα χαθούμε.

~~

Τυχαία βρήκα στη δημοτική βιβλιοθήκη μια συλλογή διηγημάτων του Adolfo Bioy Casares.

Την ίδια μέρα, ενώ είχα μόλις διαβάσει το διήγημα απ’ όπου προέρχεται η εισαγωγή αυτού του κειμένου, πήρα να δω μια ταινία με τίτλο: “Ο ήρωας.”

Ο ήρωας είναι ο Λι, ένας άνθρωπος 72 χρονών, που κάποτε είχε πρωταγωνιστήσει σ’ ένα σημαντικό καουμπόικο φιλμ. Αλλά ο Λι πλέον είναι γέρος, άσημος κι άνεργος, και περνάει τις ώρες του πίνοντας μαριχουάνα μ’ έναν φίλο, ενώ βλέπουν τις ταινίες του Μπάστερ Κήτον (του θλιμμένου γελωτοποιού).

Ο Λι μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και λίγες μέρες ακόμα για να ζήσει. Τότε γνωρίζει ένα κορίτσι με τα μισά του χρόνια, που τον ερωτεύεται.

Και το κορίτσι του διαβάζει αυτό το ποίημα της Έντνα Βίνσεντ Μιλλέι:

Μοιρολόι χωρίς μουσική

“Δεν αποδέχομαι να κρύβω αγαπημένους στο σκληρό χώμα.
Έτσι είναι, έτσι θα ‘ναι, έτσι ήταν από καιρούς ξεχασμένους.
Μες στο σκοτάδι χάνονται οι σοφοί και οι ωραίοι. Φεύγουν στεφανωμένοι με κρίνα και με δάφνες. Όμως δεν το αποδέχομαι.

Εραστές και διανοούμενοι, στη γη, μαζί σου. Όλοι ένα στο χώμα που διακρίσεις δεν κάνει.
Ένα θραύσμα απ’ όσα ένιωσες, ένα θραύσμα απ’ όσα γνώρισες, ένας τρόπος και μια φράση θα μείνουν. Αλλά το καλύτερο θα έχει χαθεί.

Οι γρήγορες απαντήσεις, το έντιμο βλέμμα, το γέλιο, η αγάπη.
Έφυγαν. Έφυγαν για να θρέψουν τα τριαντάφυλλα.
Όμορφα είναι τα άνθη. Ευωδιαστά είναι. Το ξέρω. Αλλά δεν το αποδέχομαι.

Πιο πολύτιμο ήταν το φως των ματιών σου, απ’ όλα τα ρόδα του κόσμου.

Κάτω, κάτω, κάτω μες στο σκοτάδι του τάφου,
ήρεμα φεύγουν οι όμορφοι, οι τρυφεροί, οι καλοί,
ήσυχα φεύγουν οι έξυπνοι, οι πνευματώδεις, οι γενναίοι.

Το ξέρω, αλλά δεν συμφωνώ. Και δεν το αποδέχομαι.”

“Dirge Without Music” 1928

~~

Τη Μιλλέι δεν την ήξερα. Έψαξα στο διαδίκτυο να τη μάθω. Και βρήκα ότι ήταν μια ηρωίδα των γυναικών και των ποιητών.

Η πρώτη γυναίκα που πήρε Πούλιτζερ για την ποίηση της (το 1923). Μια μποέμισα που τόλμησε να έχει ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με γυναίκες και άντρες. Μια ηρωίδα των τεχνών για την οποία ο Τόμας Χάρντι είχε πει: “Η Αμερική έχει δύο αξιοθέατα. Τους ουρανοξύστες και τη Μιλλέι.”

~~

Ο χαοτικός νους ψάχνει να βρει κάποιο νόημα, κάποια σύνδεση σε όλα όσα διαβάζει, βλέπει, ακούει, νιώθει, ονειρεύεται.

Και τα κομμάτια του παζλ ενώνονται, χάρη σε μια σκηνή του Ήρωα.

Ο Λι βγαίνει στη βεράντα και παίρνει τηλέφωνο τον ογκολόγο για να κλείσει ραντεβού. Η γραμματέας τον βάζει στην αναμονή. Απ’ το τηλέφωνο ακούγεται, μουσική αναμονής, το Ξημέρωμα του Έντβαρ Γκριγκ.

Η μουσική του Γριγκ είναι επαναλαμβανόμενη, η ίδια μελωδία ακούγεται ξανά και ξανά, όλο και πιο δυνατά, με περισσότερα όργανα. Κι όταν φτάνει η στιγμή του κρεσέντο, της κορύφωσης, ο Ήρωας βλέπει τον ήλιο ν’ ανατέλλει πίσω απ’ τα βουνά. Και δακρύζει.

Ήταν σαν τη μαρτυρία του Τζορτζ Όργουελ, που είχε τραυματιστεί στο λαιμό στον Ισπανικό Εμφύλιο και παραλίγο να πεθάνει. Καθώς τον έπαιρναν με το φορείο κοιτούσε τις λεύκες.

“Τα φύλλα από τις ασημένιες λεύκες που, σ’ ορισμένα σημεία, πλαισίωναν τα χαρακώματα μας, τρίβονταν στο πρόσωπο μου. Σκέφτηκα πόσο ωραίο είναι να ζεις σ’ έναν κόσμο στον οποίο φυτρώνουν ασημένιες λεύκες.
(δες παλιότερο κείμενο “Ο θάνατος του συμβατικού κυρίου Όργουελ” https://sanejoker.info/2014/11/near-death-experience-orwell.html

~~

Αυτή είναι όλη η ουσία της αναζήτησης του νου μας, όποιο όνομα κι αν της δώσουμε (θρησκεία, απόλαυση, τέχνη, ιδεολογία, ουτοπία, εξουσία, τεκνοποίηση).

Είναι το ξημέρωμα, είναι εκείνο το άλλη-μια-μέρα-ζωντανός, είναι η ψυχή μας, που σαν τη Μιλλέι φωνάζει δεν-το-αποδέχομαι.

Ο μεγαλύτερος ήρωας, κι όσοι θέλουν μπορούν να το παραδεχτούν, ο μεγαλύτερος ήρωας, αντρών και γυναικών, είναι εκείνος που θα μας ανεβάσει στο άλογο του και θα μας σώσει.

Όχι απ’ τον θάνατο -αυτόν ίσως να μπορούμε να τον αντέξουμε.
Αλλά από την έλλειψη νοήματος, που κανείς δεν μπορεί να την αντέξει.