Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών

1
1656

Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών·
γι’ αυτό σωπαίνουν

Γιώργος Σεφέρης, “Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους”

~~~~~~~~~~~~~

Στη Θάλαττα δεν έχει αστυνομία. Το πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα είναι στο Χελιδόνι. Ο εκεί διοικητής ήταν παλιός συμμαθητής του πατέρα μου. Μαζί πήγαν γυμνάσιο, μαζί πέρασαν στη σχολή υπαξιωματικών. Κι όταν πηγαίναμε στο χωριό περνούσαμε κάποιες φορές απ’ το Χελιδόνι, για να πιουν ένα κρασί παρέα.

Την τελευταία φορά που τον ακολούθησα ήμουν 17 χρονών. Επειδή ήξερα ότι θα βαρεθώ είχα μαζί μου ένα βιβλίο της Πατρίσια Χάισμιθ.

Κάτσαμε στην ταβέρνα απέναντι απ’ το τμήμα. Τον Αντωνάκη, τον φίλο του πατέρα μου, οι χωριανοί τον φώναζαν καπετάνιο -παρότι δεν είχε μπει ποτέ σ’ άλλο πλοίο πέρα απ’ το φέρι μποτ που πάει στη Ζάκυνθο.

Έμοιαζε πολύ με τον πατέρα μου. Κοιλιά απ’ το ποτό και τις γουρνοπούλες, λίγο κόκκινη μύτη, λίγο φασίστας, λίγο αντικομμουνιστής, λίγο χριστιανός. Κλασικός αστυνομικός της παλιάς σχολής.

Έφαγα όση πέτσα άντεχα και ήπια μια μπύρα, χωρίς τσιγάρο, γιατί αυτό ήταν κοινό μυστικό. Το ήξερε ότι κάπνιζα, με είχε μυρίσει και είχε βρει άδεια πακέτα. Αλλά δεν ήθελε να το ξέρει κι εγώ ήθελα την ησυχία μου.

Μπροστά στον πατέρα μου θα κάπνιζα μόνο στην πρώτη άδεια απ’ τον στρατό. Μάλλον γιατί τότε με θεώρησε αρκετά άντρα γι’ αυτό και μου είπε, καθώς πίναμε καφέ στον Σκαραμαγκά: “Άντε, κάνε κι εσύ  ένα τσιγάρο.”

Είναι παράξενη η σχέση κάθε γιου με τον πατέρα του, αλλά σίγουρα είναι πολύ πιο απλή απ’ τη σχέση ανάμεσα σε κόρη και μάνα.

~~

Αφού έφαγα και ήπια άνοιξα να διαβάσω για τον Ρίπλεϊ, τον γοητευτικό δολοφόνο. Ο Αντωνάκης παραξενεύτηκε.

“Για το σχολείο διαβάζεις;” με ρώτησε. “Έμεινες στην τάξη;”

Ο πατέρας μου θίχτηκε.

“Είναι άριστος μαθητής”, είπε. “Έχουμε κι έπαινο που του έδωσε ο Παπανδρέου, ο Γιώργος.”

“Μπράβο του!” έκανε ο Αντωνάκης κι έβαλε κρασί στα ποτήρια τους. “Και τώρα τι διαβάζεις;”

“Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ, Πατρίσια Χάισμιθ”, του είπα και του έδειξα το εξώφυλλο.

Ο πατέρας μου ντράπηκε.
“Είναι αστυνομικό”, είπα για να τον σώσω.

Ο Αντωνάκης γέλασε.
“Και τι διαβάζεις βιβλία; Εδώ μας έχεις. Θα σου πούμε εμείς αστυνομικά όσα θέλεις.”

Γέλασα κι εγώ. Πριν λίγο, καθώς έτρωγα, τον είχα ακούσει να λέει στον πατέρα μου πώς έλυσε την τελευταία υπόθεση μυστηρίου στην ορεινή Ηλεία. Κάποιος κτηνοτρόφος είχε πάει στο τμήμα να παραπονεθεί για τον σκύλο του γείτονα, που του είχε πνίξει μια προβατίνα. Κι ο “καπετάνιος” του είπε να βάλει φόλες.

“Εντάξει”, είπε ο Αντωνάκης. “Δεν γίνονται και πολλά στο Χελιδόνι, αλλά θυμάμαι μια υπόθεση που ούτε η… η τέτοια με τον Πουαρώ δεν θα μπορούσε να τη γράψει.”

Γύρισε την καρέκλα του για να με έχει πρόσωπο με πρόσωπο και μου είπε την ιστορία του.

~~

Όλα ξεκίνησαν με την εξαφάνιση μιας κοπέλας απ’ τη Θάλαττα.

Η Κική ήταν κόρη ενός απόστρατου υπαξιωματικού, του Γιώργου Δημόπουλου, ενός ήσυχου ανθρώπου, που μόνο με τον κήπο του ασχολιόταν. Η μάνα, η Σταυριανή, ήταν γνωστή στη Θάλαττα για την ευσέβεια της και τη τσιγγουνιά της.

Γέννησε πρώτα την κόρη, απογοητεύτηκε, και δέκα χρόνια μετά έκανε δίδυμα, δυο αγόρια -και δικαιώθηκε ως μάνα.

Καθώς μεγάλωναν τα παιδιά είχε την Κική ως παραδουλεύτρα κι ως νταντά των αδελφών της. Το ’69 η κοπέλα είχε περάσει τα τριάντα πέντε κι ήταν ανύπαντρη. Κανονική γεροντοκόρη για εκείνα τα χρόνια.

Κι έτσι ήθελε να την κρατήσει, για να μην της δώσει προίκα. Με το εφάπαξ του στρατού είχαν αγοράσει δυο διαμερίσματα στην Πάτρα. Η μάνα τα προόριζε για τους γιους. Αν παντρευόταν η κόρη, κι αφού τίποτα κτήματα δεν είχαν, θα έδινε το ένα απ’ τα σπίτια των δίδυμων. Αυτό δεν επιτρεπόταν.

Και τη μείωνε όλη την ώρα την κόρη της, ακόμα και μπροστά σε κόσμο. Έλεγε ότι ήταν στραβοκάνα και κακοχυμένη. Αν την έβλεπε βαμμένη ή περιποιημένη την χλεύαζε, λέγοντας της: Σαν τον κώλο της μαϊμούς βάφτηκες.

Έκανε λες και τη ζήλευε.

~~

“Παράξενη οικογένεια”, μου είπε ο Αντωνάκης. “Και το κορίτσι, παράξενο κι εκείνο. Αμίλητο. Προορισμένη να γίνει θεία των ανιψιών της. Μέχρι που ήρθε ο γύφτος.”

Ήταν ένας νεαρός τσιγγάνος, πλανόδιος πωλητής. Κάτι του γυάλισε στην Κική κι όλη την ώρα γυρόφερνε στη γειτονιά της και της έκανε δώρα. Οι γειτόνισσες ξεκίνησαν να σχολιάζουν, το χωριό να μιλάει, κι έλεγαν ότι η Κική συναντούσε βράδυ τον τσιγγάνο για να βγάλουν τα μάτια τους. Ώσπου η Κική εξαφανίστηκε.

“Κι εκεί μπαίνω εγώ στην ιστορία”, είπε ο Αντωνάκης. “Πήρε τηλέφωνο η μάνα στο τμήμα κι άρχισε να λέει ότι της κλέψαν το παιδί οι γύφτοι. Μόλις ακούσαμε πόσων χρονών ήταν το παιδί ψοφήσαμε στα γέλια. Τριάντα πέντε χρονών κι ανύπαντρη, ό,τι ήθελε μπορούσε να κάνει με όποιον ήθελε. Δεν ήταν αδίκημα κι ας πρόσβαλλε τα χρηστά ήθη.

Όμως ο διοικητής ήθελε να την ξεφορτωθεί. Κι έστειλε εμένα στη Θάλαττα, που ήμουν ο νεώτερος, να κάνω μια αναφορά, να ησυχάσει.

Πήγα κι άκουσα τι μου είπε. Τάχα μου τα σημείωνα όλα και τάχα άκουγα με ενδιαφέρον. Ίσως και να με νοιαζε, τώρα που το σκέφτομαι. Η πρώτη μου υπόθεση ήταν.

Είδα το σπίτι, μίλησα λίγο και με τον πατέρα, τ’ αγόρια έλειπαν στην Πάτρα. Έκανα μια βόλτα στην αυλή, τάχα ψάχνοντας για στοιχεία, μετά τη διαβεβαίωσα ότι θα ψάχναμε σ’ όλους τους καταυλισμούς για την κόρη της, κι έφυγα.

Τα είπα στο διοικητή, γελάσαμε, κι αυτό ήταν. Ήπια τα κρασάκια μου το βράδυ κι έπεσα για ύπνο.

Και μες στη μαύρη νύχτα ξύπνησα φωνάζοντας: Ασφοδελός λειμών!

Ξέρεις τι είναι οι ασφοδελοί λειμώνες; Όχι; Εγώ στα νιάτα μου ήμουν τρελαμένος με τη μυθολογία. Όπως διαβάζεις εσύ αστυνομικά, έτσι διάβαζα κι εγώ μυθολογία.

Έλεγε ο Όμηρος ότι ο Άδης ήταν στρωμένος με ασφόδελους. Οι αρχαίοι το έλεγαν νεκρολούλουδο και το φύτευαν στα νεκροταφεία, γιατί πίστευαν ότι με τις ρίζες τους τρέφονταν οι νεκροί.

Και τι σχέση είχε αυτό με την εξαφάνιση της Κικής; Μέσα στο όνειρο το θυμήθηκα, γι’ αυτό πετάχτηκα. Εκεί, στην αυλή, καθώς έκανα ότι ερευνούσα, πήγα στην άκρη που είχε μια ρεματιά. Και αρκετά μέτρα παρακάτω, ανάμεσα στα βάτα, είχα δει ένα ορθογώνιο, σαν τάφο, όπου είχαν φυτρώσει ασφόδελοι.

Το είπα την άλλη μέρα στον διοικητή κι εκείνος με κοίταξε στραβά. Όμως κατάφερα να τον πείσω ότι έπρεπε να πάω να ψάξω. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν μέσα στο σπίτι ούτε στην αυλή, στη ρεματιά ήταν.

Πήγα εκεί που φυτρώναν οι ασφόδελοι μ’ ένα φτυάρι. Μετά από τρία σκαψίματα χτύπησα κάτι άλλο από χώμα. Ήταν μια νεκρή γυναίκα. Κι ήξερα πως ήταν η Κική.”

“Δεν τη σκότωσε ο τσιγγάνος”, είπα στον Αντωνάκη.
“Πού το κατάλαβες;” είπε αυτός χαμογελώντας.
“Γιατί αν το είχε κάνει εκείνος θα την είχε θάψει κάπου αλλού, όχι δίπλα στο σπίτι. Η μάνα της το έκανε.”

“Έχεις καλό μυαλό”, είπε ο Αντωνάκης. “Αστυνομικός να γίνεις. Κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα με σένα. Στην αρχή.”

~~

Της είχαν σπάσει το κεφάλι με κάτι βαρύ και αιχμηρό. Η μάνα έκλαιγε και κατηγορούσε τον τσιγγάνο. Όμως σαν την πίεσαν λιγάκι τα ομολόγησε όλα: Εκείνη είχε σκοτώσει την κόρη της, μ’ ένα παλιό σίδερο, από κείνα που έπαιρναν κάρβουνο, γιατί ήθελε να κλεφτεί με τον πλανόδιο. Τη συνέλαβαν και τη χώσανε στο κρατητήριο.

Ο διοικητής θεώρησε την υπόθεση τελειωμένη. Όμως κάτι δεν του πήγαινε καλά του Αντωνάκη. Ήταν πολύ… εύκολο. Κι η ηρεμία της μάνας στο κρατητήριο δεν του άρεσε. Έμοιαζε λες και είχε κάνει το καθήκον της.

Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος. Βρήκε τα αδέλφια να κλαίνε και να οδύρονται, πιο πολύ για τη μάνα τους, παρά για την αδελφή τους. Αλλά ο πατέρας ήταν υπερβολικά ήσυχος, σαν να έκρυβε κάτι.

Τον πήρε για ανάκριση, αλλά δεν χρειάστηκε να φτάσουν στο τμήμα. Μέσα στο περιπολικό του είπε τι είχε συμβεί.

Η Κική πράγματι είχε αγαπήσει τον πλανόδιο. Το βράδυ του φόνου ανακοίνωσε στον πατέρα, στη μάνα και στ’ αδέλφια της ότι ήταν έγκυος.

Ο πατέρας, που δεν ήθελε να μπλέκεται σε τίποτα, απλώς σηκώθηκε κι έφυγε. Πήγε στο καφενείο. Αλλά η μάνα με τα δίδυμα αρχίσαν την επίθεση. Πώς τολμούσε να προσβάλλει έτσι την οικογένεια τους, να πηδιέται με τον γύφτο, και τι θα το ‘κανε τώρα το παιδί. Έπρεπε, φυσικά, να το ρίξει, δεν υπήρχε άλλη πιθανότητα για εκείνους.

Όμως η Κική ήταν αποφασισμένη να το κρατήσει. Ήξερε ότι δεν θα είχε άλλη πιθανότητα να βρει άντρα και να γεννήσει. Ήθελε να ζήσει όλα εκείνα που έχασε τόσα χρόνια.

Έτσι τους είπε αποφασιστικά, κοιτώντας τη μάνα της στα μάτια:
“Θα κρατήσω το παιδί, θα παντρευτώ τον Στέργιο και θα μου δώσεις το ένα σπίτι στην Πάτρα. Αλλιώς… Αλλιώς θα πάω στην αστυνομία και θα πω όσα μου κάνανε οι γιοι σου τόσα χρόνια.”

Της μάνας της κόπηκε η ανάσα. Μα πριν προλάβει να πει κάτι, ο ένας γιος άρπαξε το σίδερο απ’ τον μπουφέ και χτύπησε την Κική. Ένα μόνο χτύπημα.

Τους έπιασε πανικός, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Γυρνούσαν γύρω απ’ το πτώμα, αλλά τηλέφωνο δεν πήραν για να ‘ρθει το ασθενοφόρο.

Έτσι τους βρήκε ο πατέρας. Έκλαψε πάνω στην κόρη του, αλλά η Σταυριάνα τον όρκισε να μην πει τίποτα, για να σώσουν το αγόρι. Πήγαν και την έθαψαν στη ρεματιά, έδιωξαν τα αγόρια απ’ το σπίτι και τρεις μέρες μετά η μάνα δήλωσε την εξαφάνιση.

Κι όταν βρέθηκε το πτώμα, η μάνα προτίμησε να θυσιαστεί εκείνη, πάλι για να σωθεί τ’ αγόρι.

Τελικά μπήκαν όλοι τους φυλακή. Ο δολοφόνος ισόβια, ο αδελφός κι η μάνα ως συνεργοί. Ο πατέρας έφαγε λιγότερα χρόνια, αλλά δεν πρόλαβε να βγει, πέθανε μέσα.

Κι έμεινε το σπίτι άδειο, με τους ασφόδελους ν’ ανθίζουν στην ερημιά.