Εκείνο το Σάββατο οι μανάδες ούρλιαζαν στα μπαλκόνια κι οι πατεράδες έτρεχαν ν’ αγοράσουν γάλα. Όμως μια μεγαλύτερη έκρηξη έγινε στο μυαλό του Μπίλη το πρωί -και γλίτωσε από κάτι χειρότερο το βράδυ.
Κι όλα ξεκίνησαν έτσι όπως πρέπει να ξεκινάει μια καλή ιστορία: Μ’ ένα κορίτσι.
~~
Ο Μπίλης τέλειωνε την πρώτη γυμνασίου. Είχε αποκτήσει το καινούριο όνομα λίγους μήνες πριν.
Οι γονείς του κι οι καθηγητές τον φώναζαν Βασίλη. Οι συμμαθητές του, μέχρι τότε, τον έλεγαν Μπίλια. Ήταν ένα πενήντα πέντε ύψος κι εβδομήντα κιλά. Πιο πολύ με μπάλα έμοιαζε, παρά με μπίλια.
Μόνος του το είχε σκαρφιστεί. Το έγραφε στα θρανία, στα λευκώματα και στους τοίχους και συστηνόταν ως Μπίλης. Έτσι σύντομα σταμάτησαν να τον φωνάζουν με το παρατσούκλι του -που καθόλου δεν του άρεσε.
~
Μέχρι εκείνο το πρωινό, εφτά μέρες μετά την έκρηξη του αντιδραστήρα στο Τσερνομπίλ, ο Μπίλης δεν είχε δει γυμνή γυναίκα, ζωντανή και τρισδιάστατη.
Ο Χάρης, που είχε αδελφό φοιτητή, τους είχε αιφνιδιάσει πριν δέκα μέρες. Κάθονταν στην αλάνα και διάβαζαν κόμιξ. Τον είδαν να πλησιάζει καμαρωτός.
“Κλείστε τις μαλακίες”, τους είπε. “Θα δείτε κάτι άλλο. Βυζγιά και μουνιά.”
Έβγαλε ένα τεύχος του Πενθχάουζ που είχε δανειστεί απ’ τη βιβλιοθήκη του αδελφού του. Κανείς τους δεν είχε ξαναδεί τέτοιες γυναίκες.
Του Μπίλη του φάνηκε ταυτόχρονα αηδιαστικό κι ελκυστικό. Τα μουνιά δεν του άρεσαν. Ήξερε ότι οι άντρες βάζουν το πουλί τους εκεί μέσα, όλοι το ‘ξεραν, τους το ‘χε πει ο Χάρης. Αλλά γιατί;
Τα βυζιά ήταν ωραία. Σ’ αυτό συμφώνησαν όλα τ’ αγόρια.
“Είναι μεγάλα σαν της κυρίας Λένας”, είπε ο Σπύρος και γελάσανε.
Η μόνη που ξέρανε, με βυζιά μεγέθους πενθχάουζ, ήταν η δασκάλα που είχαν στην έκτη. Το ξεφύλλισαν, αλλά σύντομα βαρέθηκαν και επέστρεψαν στον σπάιντερμαν.
Αυτά ήταν τα μόνα βυζιά -και μουνιά- που είχε δει. Αλλά εκείνο το πρωινό θ’ άλλαζαν τα πάντα.
~
Έμεναν στον δεύτερο όροφο. Απέναντι υπήρχε μια διπλοκατοικία με καταστήματα στο ισόγειο. Έτσι ο πρώτος όροφος έφτανε ως τη μέση του σπιτιού του Μπίλη.
Απείχε δέκα μέτρα κι ήταν ανοίκιαστο για πολύ καιρό. Την Πέμπτη είχαν μετακομίσει κάποιοι και το μόνο που ήξεραν για ‘κείνους ήταν το επάγγελμα: Αστυνομικός πατέρας, μητέρα νοικοκυρά.
Ο Μπίλης σηκώθηκε στις οκτώ το πρωί, χωρίς ξυπνητήρι. Τις καθημερινές αρνιόταν ν’ αφήσει το κρεβάτι, ποιος βιαζόταν να πάει σχολείο; Αλλά τα σαββατοκύριακα πεταγόταν.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βγει στο πίσω μπαλκόνι για να δει τον καιρό. May is the cruelest month. Πολλά παιχνίδια χάλασαν απ’ τις μαγιάτικες βροχές. Και το μεσημέρι είχαν το ντέρμπι.
Βγήκε κοιτώντας ψηλά, έπειτα του τράβηξε το μάτι μια κίνηση στο απέναντι μπαλκόνι και ΜΠΑΜ! Έκρηξη μεγατόνων.
Εκεί στεκόταν ένα κορίτσι. Είχε καρέ ξανθιά μαλλιά και φορούσε μόνο ένα σλιπάκι. Ο Μπίλης σταμάτησε να κινείται, να αναπνέει. Όλος ο κόσμος είχε γίνει δυο βυζιά.
Δεν ήταν σαν εκείνα που είχαν δει στο περιοδικό του Χάρη ή σαν της κυρίας Λένας. Δεν ήταν καν σαν της μητέρας του. Ήταν μικρά, τριγωνικά και φουσκωτά.
Ήταν ένα κορίτσι στην ηλικία του. Δεν την είχε ξαναδεί, αλλά την ερωτεύτηκε. Είχε “αγαπήσει” κι άλλες συμμαθήτριες του. Την Αρετή στη δευτέρα, τη Χρύσα στην τετάρτη, τη Σίλια στην πέμπτη και την έκτη. Αλλά εκείνες τις αγαπούσε ντυμένες.
Με το γυμνόστηθο κορίτσι ήταν αλλιώς. Ένιωσε τη ραχοκοκαλιά του ν’ ανατριχιάζει, τα μπαλάκια του να σφίγγονται και το πουλί του να σκληραίνει. Ήταν η πρώτη του σεξουαλική εμπειρία.
Έμεινε να κοιτάει. Το παράξενο ήταν ότι το κορίτσι, που μόλις είχε ξυπνήσει κι είχε βγει, απ’ την μπαλκονόπορτα του δωματίου της, δεν τον είδε. Τεντώθηκε κι ύστερα γύρισε να χαϊδέψει το σκυλί της, ένα γκριφόν, που πήδηξε στα πόδια της.
Ο Μπίλης μόνο κοιτούσε, μέχρι που ακούστηκε απ’ το σπίτι η φωνή της μητέρας του: “Βασίλη; Έξω είσαι;”
Το κορίτσι στράφηκε προς τη φωνή. Ο Μπίλης έπεσε στα τέσσερα και μπουσούλισε μέσα, κρυμμένος πίσω απ’ το τζάμι αμμοβολής του κάγκελου.
“Ξύπνησες κιόλας;” ξεκίνησε να του λέει η μάνα του, αλλά εκείνος έφυγε καρφί για την τουαλέτα, χωρίς να της απαντήσει ή να τη φιλήσει όπως συνήθιζε.
Για πρώτη φορά αισθανόταν ντροπή που του είχε σηκωθεί. “Τότε άνοιξαν τα μάτια και των δύο και κατάλαβαν ότι ήταν γυμνοί.“
Ηρέμησε, πλύθηκε και πήγε για πρωινό. Ο αδελφός του, ο Άκης, τρία χρόνια μεγαλύτερος, κοιμόταν ακόμα. Καλύτερα, γιατί του έπαιρνε -δια της βίας- όλα τα σοκολατένια μπαλάκια απ’ τα δημητριακά του.
Τον Άκη τον φοβόταν, όσο και τον θαύμαζε. Εκείνος τέλειωνε την τρίτη κι ετοιμαζόταν για το λύκειο. Είχε βγάλει μουστάκι. Όχι πολύ, ένα ίχνος από τρίχες, αλλά σίγουρα τον έκανε να μοιάζει πιο μεγάλος.
Ο Άκης ήταν χάλια μαθητής, αλλά ήταν πρώτος στην μπάλα και στο ξύλο. Κανείς δεν τον νικούσε στο Βέλο. Μια φορά είχε καταφέρει και τον Ρουμελιώτη, έναν δεκαεφτάχρονο εξωσχολικό. Του έκανε κεφαλοκλείδωμα και του είπε: “Παραιτιέσαι;”
Εκείνος αντιστάθηκε για λίγο ακόμα, αλλά μετά χτύπησε το χέρι κάτω και μούγκρισε “ναι”.
Μετά απ’ αυτό ο Άκης έγινε θρύλος στο χωριό, κι ο Μπίλης ευχόταν να ήταν δυνατός σαν κι εκείνον.
~~
Για να βγούνε έπρεπε να περιμένει να ξυπνήσει. Θ’ αργούσε πολύ, αν δεν γυρνούσε ο πατέρας τους. Φίλησε τον Μπίλη και τη μητέρα.
“Το άλλο το γομάρι κοιμάται ακόμα;” είπε γελώντας.
Πήγε στο παιδικό κι έπεσε ολόκληρος πάνω στον Άκη. Εκείνος βόγγηξε, ο πατέρας άρχισε να τον πιέζει, η μητέρα γελούσε “θα το σκάσεις, χαχαχα, θα το σκάσεις το παιδί”, κι ο Μπίλης ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ.
Ο Άκης μετά απ’ αυτό σηκώθηκε, έφαγε γρήγορα, φόρεσε τα παπούτσια με τις τάπες που του ‘χε πάρει η νουνά του.
“Πάμε να τους…” (η μητέρα άκουγε) “δείξουμε.”
Τ’ αδέλφια βγήκαν έξω κι ο Μπίλης είπε στο αυτί του Άκη: “… να τους γαμήσουμε.”
“Έτσι σε θέλω, έτσι”, έκανε ο μεγάλος.
~~
Φύγανε σφαίρα για το Μαρακανά. Που φυσικά δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν δρόμο, λίγα τετράγωνα απ’ το σπίτι τους. Ήταν κάπως ερημικός και σπάνια περνούσε αυτοκίνητο, οπότε γινόταν ιδανικό μέρος για το ντέρμπι.
Θα έπαιζε η γειτονιά κάτω απ’ τη Αγιά Μαρίνα (την εκκλησία του χωριού) με τη πάνω γειτονιά.
Η σύνθεση των ομάδων:
Κάτω Γειτονιά (Πάνθηρες) – Πάνω Γειτονιά (Αετοί)
Άκης 14 χρονών Νώντας 15
Μπίλης 11 Μαραντόνας 13
Σπύρος 11 Νίκος 11
Χάρης 11 Γιάννης 11
Νίκος 10 (και μισό) Μάριος 11
Υπήρχε διαφορά στη δυναμική, όμως η κάτω γειτονιά είχε τον Άκη. Μόνο εκείνος μπορούσε να τριπλάρει τον Νώντα και τον Μαραντόνα.
Οι ομάδες μαζεύτηκαν. Πήραν πέτρες και μάρμαρα απ’ το διπλανό γιαπί κι έστησαν τα γκολπόστ. Έντεκα “παπουτσάκια” ανάμεσα στα δοκάρια. Την μπάλα, κανονική, δερμάτινη, την έφερε ο Χάρης. Είχε χωρισμένους γονείς. Σπάνιο φαινόμενο στο Βέλο, αλλά κανείς δεν τον λυπόταν. Έπαιρνε διπλά δώρα.
Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν όταν ακούστηκε μια φωνή: “Μπορώ να παίξω κι εγώ;”
Ήταν ένα μεγάλο αγόρι, με μουστάκι, στην ηλικία του Άκη. Μαζί του ερχόταν κι ένα κορίτσι. Φορούσε μπατομπούκαλα κι ήταν ντυμένη, αλλά ο Μπίλης αναγνώρισε το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.
Έγιναν οι συστάσεις. Ο Τάσος κι η Νόρα ήταν οι καινούριοι στη γειτονιά. Έμεναν κάτω απ’ την Αγιά Μαρίνα, οπότε μπορούσε να παίξει με τους Πάνθηρες. Αφού απαντούσε σε μια ερώτηση.
“Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών;”
“Σαραβάκος.”
Σωστή απάντηση. Έδωσαν τα χέρια και μπήκε στην ομάδα.
“Πρέπει να βγάλεις κάποιον”, του είπε ο Νώντας.
Ο Άκης γύρισε και κοίταξε τους μικρούς. Ο Χάρης είχε φέρει την μπάλα, ήταν απαραίτητος. Ο Σπύρος ήταν πολύ γρήγορος. Έμενε ο εβδομηντάκιλος Μπίλης κι ο δεκάχρονος (και μισό) Νίκος. Ο αρχηγός της ομάδας το σκέφτηκε για λίγο.
Ο Μπίλης κατάλαβε ότι θα γινόταν ρεζίλι μπρος στη Νόρα. Πήγε κοντά στον αδελφό του, δήθεν αδιάφορα, και του είπε σιγά:
“Αν δε με βάλεις θα πω στη μαμά για το χιλιάρικο που της βούτηξες.”
Ο μεγάλος τον αγριοκοίταξε.
“Ωραία”, είπε μετά. “Νίκο, θα είσαι διαιτητής.”
“Δεν θέλω να ‘μαι διαιτητής. Κανείς δεν δίνει σημασία στον διαιτητή.”
“Θα έχεις και σφυρίχτρα”, είπε ο Άκης. Άνοιξε τη τσάντα του κι έβγαλε μία αθλητική σφυρίχτρα, όχι παιδική.
Ο Νίκος ξέχασε τις αντιρρήσεις του. Είχε σφυρίχτρα.
~~
Ήταν ένα παθιασμένο παιχνίδι. Ο νιόφερτος ήταν πράγματι πολύ καλός. Με τον Άκη έκαναν εξαιρετικό δίδυμο. Αλλά η αποκάλυψη του αγώνα ήταν ο Μπίλης.
Παρά τα κιλά του έτρεχε διαρκώς. Μέχρι που κατάφερε να κάνει ένα σκληρό μαρκάρισμα στον Νώντα (που ήταν στα ίδια κιλά, αλλά πολύ ψηλότερος) και να τον ξαπλώσει κάτω.
“Μπράβο, μεγάλε”, του είπε ο Τάσος και τον χτύπησε στον ώμο.
Ο Μπίλης κατάλαβε ότι τον κοιτούσε η Νόρα, και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: “Πάμε γερά! Δεν μασάμε!”
Ήταν ικανός να τους κόψει όλους κομματάκια, μόνο και μόνο για να τον αγαπήσει εκείνη.
~~
Ήταν παιχνίδι χωρίς κανόνες -και κανείς δεν έδινε σημασία στη σφυρίχτρα του Νίκου. Παραβίασαν ακόμα και τον πιο σημαντικό: Απαγορεύονται τα μύτο.
Όταν κλωτσούσες την μπάλα με τη μύτη του παπουτσιού, σε τόσο μικρό χώρο, γινόταν επικίνδυνο για τους παίκτες, αλλά -το πιο σημαντικό- για τη μπάλα.
Την πρώτη φορά που ο Νώντας κλώτσησε ξερόμυτο βρήκε τον Χάρη στο πρόσωπο κι αναγκάστηκε να βγει αιμορραγώντας. Παράπλευρες απώλειες.
Μπήκε μέσα ο Νίκος κι ο Μπίλης έκατσε τέρμα -πράγμα που δεν τον πείραξε, γιατί είχε σκάσει με τόσο τρέξιμο.
Λίγο μετά, ενώ το σκορ ήταν 9-9 (στα δέκα τέλειωνε ο αγώνας) ο Μαραντόνας έπεσε μπρος στο τέρμα. Τ’ αγόρια τσακώθηκαν γι’ αρκετή ώρα, μέχρι να το δεχτούν ως πέναλτι.
Ανάλαβε να το εκτελέσει ο Νώντας, ο γνωστός μυτάκιας. Στο τέρμα της κάτω γειτονιάς ήταν ο Μπίλης.
“Θες να μπω εγώ τέρμα;” είπε ο μεγάλος αδελφός.
Η Νόρα -με τα τεράστια γυαλιά και τα μικρά βυζιά – παρακολουθούσε.
“Α-πο-κλεί-ε-ται”, έκανε ο Μπίλης.
Ο Άκης έσφιξε τις γροθιές για να του δώσει θάρρος κι έκανε πίσω. Έστησαν την μπάλα.
Ήταν εκεί, αντιμέτωποι. Ο χοντρούλης Μπίλης, έντεκα χρονών, κι ο δεκαπεντάχρονος Νώντας. Ετοιμάστηκαν, μάτια στα μάτια, όλοι σφίχτηκαν, η Νόρα έκανε κάτι σαν φιλί. Ο Νώντας έκανε τον σταυρό του, όπως είχε δει να κάνει ο αγαπημένος του ποδοσφαιριστής. Έπειτα όρμηξε κι έριξε το πιο δυνατό μύτο που μπορούσε.
Ο Μπίλης έπεσε σωστά, αλλά η μπάλα έφυγε στον Θεό.
“Άουτ!” φώναξαν όλοι της κάτω γειτονιάς και πανηγύρισαν. Μέχρι που είδαν που είχε πάει η μπάλα.
Είχε βγει απ’ το Μαρακανά, είχε περάσει τον φράχτη κι είχε πέσει στον κήπο της…
“Πού πήγε;” ρώτησε ο Μπίλης που ακόμα πανηγύριζε.
“Στο σπίτι της γριάς-που-τρώει-παιδιά”, είπε ο Χάρης. “Κι ήταν καινούρια.”
Κι οι δυο ομάδες κατάλαβαν ότι το παιχνίδι έληξε, ισοπαλία.
“Πάμε να την πάρουμε”, είπε ο νιόφερτος.
“Ξέχνα ‘το”, είπε ο Άκης. “Αν μπει μπάλα στον κήπο της γριάς τη ξεχνάμε.”
“Γιατί;”
“Κανείς δεν μπαίνει εκεί μέσα”, έκανε ο Νώντας. “Είναι… νόμος.”
“Μαλακίες”, είπε ο Τάσος. “Τι μαλακίες είναι αυτές; Τόσο κότες είστε εδώ; Εγώ πάω. Θα ‘ρθει κανείς μαζί;”
Τους κοίταξε ειρωνικά. Το παιδί απ’ την πόλη, τα παιδιά του χωριού.
“Εντάξει, φιλαράκι, θα πάμε μαζί”, είπε ο Άκης. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να τους προσβάλει έτσι. “Θα έρθει κανάς άλλος;” είπε και γύρισε προς τους μεγάλους της πάνω γειτονιάς. Ο Μαραντόνας έκανε ότι δεν άκουσε. Το ίδιο κι ο Νώντας.
“Εσύ”, του είπε ο Άκης, “θα πρεπε να ρθεις. Εσύ με τα μαλακισμένα σου τα μύτο.”
“Δεν κολλάω”, είπε ο Νώντας. “Σας ρίχνω κι ένα χρόνο. Πάμε.”
Ξεκίνησαν για το σπίτι. Τότε ακούστηκε μια φωνή απ’ τους μικρούς: “Θα ‘ρθω κι εγώ.” Ήταν ο Μπίλης.
“Καλύτερα μείνε εσύ”, του είπε ο αδελφός του. “Δεν χρειάζεσαι.”
“Είπα ότι θα ‘ρθω.”
Το έκανε για να τον δει η Νόρα, αλλά μόλις το είπε ένιωσε να ψηλώνει πέντε πόντους.
~~
Το σπίτι της γριάς-που-τρώει-παιδιά ήταν σχεδόν ερείπιο. Μικρή μονοκατοικία, όλο πέτρινο. Παντζούρια κλειστά. Ο κήπος είχε τόσο ψηλά χόρτα που θα μπορούσε να κρυφτεί τίγρης εκεί μέσα.
Η αυλόπορτα ήταν κλεισμένη με χοντρή αλυσίδα. Ο Τάσος έδωσε μία και την πήδηξε. Το ίδιο εύκολα το έκαναν κι οι άλλοι δυο μεγάλοι. Ο Μπίλης δυσκολεύτηκε ν’ ανέβει κι έσκασε με τον κώλο απ’ την άλλη.
“Τσουκνίδες”, είπε και πετάχτηκε πάνω. “Είναι γεμάτο τσουκνίδες.”
Όλοι φορούσαν σορτσάκι. Οι τσουκνίδες τους σημάδεψαν τα πόδια ως τον μηρό.
“Ψάξτε για την μπάλα”, είπε ο Νώντας. “Γαμώτο, τσούζει.”
Ο Τάσος σήκωσε μία ξεφούσκωτη. Την είχαν χάσει πριν δυο χρόνια.
“Εκεί”, είπε ο Άκης κι έδειξε προς την πόρτα του σπιτιού. Πήγε να την πιάσει και κάτι έτρεξε ανάμεσα στα χόρτα.
“Γαμώτο, αρουραίος”, φώναξε και πετάχτηκε.
Ο αρουραίος νιαούρισε κι όλοι γέλασαν.
“Γατοπόντικο”, είπε ο Τάσος.
“Την πήρα”, είπε ο Άκης. “Πάμε να την κάνουμε.”
Όμως ο Τάσος είχε πάει στην πόρτα του σπιτιού και την είχε σπρώξει.
“Ανοιχτά είναι”, είπε στους άλλους.
“Πήραμε την μπάλα, πάμε τώρα”, έκανε ο Νώντας.
“Ελάτε τώρα, κοτούλες του χωριού. Είστε τελείως βλαχαδερά; Πάμε να δούμε μέσα, έρημο φαίνεται. Τι; Φοβάστε τα φαντάσματα;”
Χάθηκε στο σκοτάδι. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Ακολούθησαν κι οι άλλοι δύο. Ο Μπίλης πήρε μια βαθιά ανάσα, ένιωσε τα μάτια της Νότας στην πλάτη του. Μπήκε κι εκείνος.
~~
Μέσα ήταν κατασκότεινα. Το μόνο που κουνιόταν ήταν οι γάτες. Υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα γάτες που τους υποδέχτηκαν χωρίς να δώσουν καμιά σημασία.
Βρωμούσε κατρουλιά γάτας, σάπια φαγητά και μούχλα.
“Μήπως είναι το σπίτι της γριάς που τρώει γάτες;” είπε όσο πιο σιγά μπορούσε ο Τάσος. Προσπαθούσε να το παίζει άνετος, αλλά φαινόταν ότι είχε τρομάξει κι εκείνος.
Το μισό ταβάνι ήταν καμένο. Ένα ρολόι στον τοίχο σταματημένο και λιωμένο. Όμως παρά την εγκατάλειψη ένιωθαν ότι κάποιος ζούσε εκεί. Το μύρισαν.
“Ποπ κορν”, είπε ο Μπίλης. “Μυρίζει ποπ κορν. Κάποιος έφτιαξε ποπ κορν. Είναι φρέσκια μυρωδιά από ποπ κορν.”
“Αν ξαναπείς ποπ κορν θα φας μπούφλα”, του είπε ο Νώντας.
“Μα…”
“Από κει τι έχει;” είπε ο Άκης κι έδειξε μια πόρτα που δεν φαινόταν να την έχει πειράξει η φωτιά.
“Μπορεί να ‘ναι κάποιος που χρειάζεται τη βοήθεια μας”, είπε ο Τάσος και του ‘κλεισε το μάτι. “Ή μπορεί να ‘χει κάνα θησαυρό. Πάμε να δούμε.”
Έσπρωξε την πόρτα που άνοιξε τρίζοντας. Κι είχαν μόνο ένα δευτερόλεπτο να δουν αυτό που είδαν.
Ήταν ένα… πλάσμα. Ίσως κάποτε να ήταν άνθρωπος, μάλλον γυναίκα αφού φορούσε φόρεμα. Το κεφάλι της ήταν κρανίου τόπος. Δέκα τρίχες φύτρωναν σε διάφορα σημεία. Το πρόσωπο της ήταν πρησμένο, σαν να της είχαν τσιμπήσει χιλιάδες μέλισσες. Χείλη δεν είχε και στη θέση όπου συνήθως υπάρχει η μύτη ήταν μόνο ένα εξόγκωμα, με ρουθούνια μπροστά, σαν του γουρουνιού. Το ένα μάτι ήταν κλειστό, αλλά το άλλο… τους κοίταζε.
Αυτά τα είδαν σε μια στιγμή και πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε το πλάσμα ούρλιαξε: “Καθίκια, γυρίσατε!”
Σήκωσε το δεξί χέρι. Κρατούσε ένα μικρό μαχαίρι -μετά θα συμφωνούσαν ότι ήταν νυστέρι. Κι επιτέθηκε στον πρώτο, τον Τάσο. Το νυστέρι του χάραξε το μάγουλο.
Ο Άκης της πέταξε την μπάλα στο πρόσωπο και τράβηξε τον Τάσο. Ούτε που κατάλαβαν πότε βγήκαν απ’ το σπίτι, πώς πήδηξαν την αυλόπορτα. Πίσω τους ακουγόταν το πλάσμα να φωνάζει: “Φασίστες”.
Έπεσαν στο πεζοδρόμιο. Το μάγουλο του Τάσου είχε μια βαθιά χαραξιά. Τα χέρια του, ο λαιμός του, τα ρούχα του είχαν γεμίσει αίμα. Η Νόρα πήγε πάνω του στριγγλίζοντας. Τ’ άλλα παιδιά έφυγαν τρεχάλα.
“Τι ‘ταν αυτό; Τι ‘ταν αυτό;” έκανε ο Νώντας.
“Πρέπει να πάμε σε νοσοκομείο”, είπε ο Άκης.
“Πάμε στην αστυνομία, στον μπαμπά”, είπε η Νόρα.
Καλή ιδέα. Η αστυνομία ήταν τρία λεπτά απόσταση, ενώ το νοσοκομείο στην Κόρινθο. Τον κουβάλησαν, αν και δεν το χρειαζόταν. Το τραύμα ήταν επιφανειακό -αλλά έτρεχε πολύ αίμα. Μέχρι να φτάσουν δεν μιλούσαν.
~~
Στον αστυνομικό σταθμό, που είχε τρεις αστυνομικούς όλους κι όλους, επικράτησε πανικός για λίγο.
“Ποιος το ‘κανε αυτό;” τον ρώτησε ο πατέρας του, ενώ τον πίεζε με μια γάζα.
“Ήταν ένα… Δεν ξέρω, ήταν…”
“Η γριά-που-τρώει-παιδιά”, είπε ο Μπίλης.
“Ποια;”
“Ωχ”, είπε ο ντόπιος αστυνομικός. “Η τρελή.”
“Τι ‘ν’ αυτή;” ρώτησε ο πατέρας του Τάσου.
“Είναι η τρελή του χωριού. Παραμορφωμένη κωλόγρια με χαρτί από ψυχιατρείο κανονικά.”
“Και μαχαιρώνει κόσμο;”
“Μπα, πρώτη φορά γίνεται. Αυτή δεν βγαίνει απ’ το σπίτι καλά καλά.”
“Μπήκανε στο σπίτι της”, είπε η Νόρα.
“Μπήκες στο σπίτι ξένου ανθρώπου; Που δεν ξέρεις τι είναι, ποιος είναι;” ρώτησε τον γιο του.
Ο Τάσος το παραδέχτηκε. Ο πατέρας του συγκρατήθηκε να μην τον χαστουκίσει.
“Γιώργο”, είπε στον ντόπιο. “Πάρε τον μαλακισμένο τον γιο μου και πήγαιν’ τον στο κέντρο υγείας να τον ράψουν. Νόρα, κι εσύ μαζί. Εγώ θα πάω με τον Νίκο να δούμε αυτή τη τρελόγρια.” Έπειτα κοίταξε τα υπόλοιπα παιδιά. “Κι εσείς ακόμα εδώ είστε; Σπίτια σας.”
Τα παιδιά έφυγαν, αλλά δεν πήγαν σπίτι. Ήξεραν πού θα βρουν τους άλλους, στα ηλεκτρονικά του Μπάμπη. Κι είχαν όρεξη για κουβέντα.
Πράγματι ήταν όλοι εκεί, στα παγκάκια απέξω. Τους είπαν τι έγινε, τι είχαν δει, πώς ήταν η γριά.
Κάποια στιγμή ο Χάρης τους σταμάτησε.
“Την μπάλα την πήρατε;” ρώτησε.
“Α γαμήσου κι εσύ με την μπάλα σου. Μιλάμε ότι ζούμε από θαύμα κι εσύ λες για την μπάλα; Πόσο μαλάκας είσαι;”
“Ήταν καινούρια”, είπε μέσα στα δόντια του.
Και τότε ήταν που συνέβη. Πρώτα ακούστηκε μια μάνα να φωνάζει το παιδί της απ’ το μπαλκόνι. Μετά μια δεύτερη και τρίτη. Σε λίγο όλο το χωριό είχε γεμίσει από φωνές μανάδων που καλούσαν τα παιδιά τους.
Γιώργο, Νίκο, Μαρία, Ελένη, Μανώλη, Σοφία, Άκη, κι όλα τα ονόματα των παιδιών που βρίσκονταν στους δρόμους. Αλλά δεν ήταν η απλή φωνή, όπως όταν βράδιαζε κι είχαν αργήσει ή όταν τους φώναζαν για μεσημεριανό. Υπήρχε τρόμος σε ‘κείνες τις φωνές.
Όλοι έτρεξαν για το σπίτι τους κι ανακάλυψαν τι είχε συμβεί. Το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ είχε συμβεί πριν εφτά μέρες. Αλλά μόνο εκείνη την ημέρα οι ειδήσεις στην Ελλάδα μίλησαν για τη ραδιενέργεια και τους κινδύνους της. Μη βγαίνετε έξω, μην κάθεστε στη βροχή, μην πιάνετε χόρτα, μην τρώτε φρέσκα λαχανικά και φρέσκο γάλα.
Απ’ τη στιγμή που ειπώθηκε στην τηλεόραση ξεκίνησε ο πανικός. Κι οι μανάδες στο Βέλο βγήκαν να φωνάξουν τα παιδιά τους.
~~
Τα άντεξαν μέχρι το βράδυ. Μετά τα άφησαν να βγουν πάλι έξω, αφού τους έδωσαν τις αναγκαίες συμβουλές κι ένα ποτήρι γάλα (όχι φρέσκο). Η μητέρα του ήξερε ότι το γάλα βοηθάει στις δηλητηριάσεις, οπότε υπέθεσε ότι θα βοηθούσε και με τη ραδιενέργεια.
Δυστυχώς εκείνο το ποτήρι γάλα έκανε τον Μπίλη να αποκτήσει νέο παρατσούκλι.
Μισούσε το γάλα και δεν έπινε απ’ το νηπιαγωγείο. Αργότερα έμαθε ότι η απέχθεια ήταν φυσιολογική, αφού δεν μπορούσε να χωνέψει τη λακτόζη. Το στομάχι και τα έντερα του πρήζονταν απ’ τα αέρια, τα οποία έψαχναν οδό διαφυγής.
Έφυγαν με τον Άκη τρέχοντας και πήγαν στα ηλεκτρονικά του Μπάμπη. Εκεί μαζεύονταν όλα τα παιδιά του Βέλου. Κρατούσαν τα λεφτά που τους έδιναν για το κολατσιό στο σχολείο, προκειμένου να τα κάνουν εικοσάρικα και να παίζουν pacman.
Μετά από λίγο, ενώ ο Μπίλης είχε περάσει αρκετές πίστες, ξεκίνησε να έχει αέρια. Ν’ αφήσει το παιχνίδι στη μέση δεν γινόταν, οπότε απλώς την αμόλησε. Το γάλα τον είχε πειράξει. Σύντομα όλοι ήξεραν ποιος έκλανε.
“Ρε Μπίλη, τι κλανιές είναι αυτές; Ραδιενεργές”, του είπε ο Σπύρος.
“Τι Μπίλη; Τσερνομπίλη έπρεπε να σε λένε”, είπε ο Χάρης.
Ξεκίνησαν να γελάνε οι πάντες κι έτσι επικυρώθηκε το νέο παρατσούκλι: Τσερνομπίλης. Θα έκανε έναν χρόνο να το ξεφορτωθεί κι αυτό -και να επιστρέψει στο βαφτιστικό του.
Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα. Η νύχτα θα γινόταν πολύ πιο επικίνδυνη.
~
Ο ιδιοκτήτης του ουφάδικου, ο Μπάμπης, ήταν τριαντάρης κι είχε έρθει από Αθήνα. Ήταν πολύ καλός με τους πελάτες του -τα παιδιά. Πάντα τους επέστρεφε κέρμα, αν το έτρωγε το μηχάνημα. Κάποιες φορές τους έδινε από ένα εικοσάρικο δώρο, για να παίξουν.
“Έτσι κι αλλιώς θα το πάρει πίσω”, έλεγε σιγανά ο Άκης.
Ο Μπάμπης ήταν χαρωπό άτομο, όλο γέλια κι αστεία. Όμως αν ξύσεις την επιφάνεια κάθε ανθρώπου δεν ξέρεις τι μπορείς να βρεις από κάτω.
Κάποια στιγμή πλησίασε τον Μπίλη και του είπε αν μπορούσε να τον βοηθήσει να φέρουν κάτι μπουκάλια απ’ τ’ αυτοκίνητο του.
“Δεν μπορώ να τα κουβαλήσω μόνος”, του είπε. “Εσύ είσαι γερός. Έλα μαζί και θα σου δώσω δέκα εικοσάρικα να παίξεις.”
Δέκα εικοσάρικα ήταν μεγάλο ποσό, έτσι ο Μπίλης ούτε που το σκέφτηκε. Ο Μπάμπης άφησε την κοπέλα που δούλευε να προσέχει το μαγαζί και βγήκαν.
Προχώρησαν για λίγα λεπτά.
“Πού το ‘χεις τ’ αυτοκίνητο;” τον ρώτησε ο Μπίλης όταν είδε ότι απομακρύνονταν.
“Εδώ παρακάτω, γιατί δεν έχει φλας, κατάλαβες;”
Δεν κατάλαβε, αλλά συνέχισαν.
Είχαν φτάσει σ’ ένα σκοτεινό δρόμο, όπου υπήρχε ένα γιαπί. Ο Μπάμπης του είπε να μπουν μια στιγμή εκεί. Και την έβγαλε για να κατουρήσει. Ο Μπίλης γύρισε απ’ την άλλη, έτσι δεν είδε τον Μπάμπη να ‘ρχεται κοντά του.
Τον έπιασε από πίσω. Ο μικρός κοκάλωσε.
“Έλα, χοντρούλη, έλα να μου την παίξεις λιγάκι”, του είπε, πήρε το χέρι του και το ‘βαλε στον πούτσο του.
“Δεν θέλω”, έκανε ο Μπίλης και πήγε να φύγει.
Τον κρατούσε απ’ τον λαιμό κεφαλοκλείδωμα.
“Θα μου την παίξεις λιγάκι. Και θα σου δώσω εικοσάρικα όσα θες.”
“Άσε με, θα το πω στον…”
“Δεν θα το πεις σε κανέναν. Γιατί θα ξέρουν ότι σ’ αρέσει να χαϊδεύεις πούτσους, κατάλαβες; Μόνο εγώ θα το ξέρω. Έλα, κάντο.”
Ο Μπίλης ξεκίνησε να κλαίει.
“Άσε με, σε παρακαλώ.”
“Έλα τώρα, μη φοβάσαι, δεν θα πονέσεις. Σαν να χέζεις είναι, έλα χοντρούλη.”
“Θέλω να…”
“Αν κουνηθείς θα σου σπάσω τον λαιμό. Σκάσε!”
Ο Μπίλης ένιωσε να του κατεβάζει το σορτσάκι, αλλά δεν μπορούσε να φωνάξει, του έκλεινε το στόμα κι ήταν πολύ πιο δυνατός.
Ένιωσε την ανάσα του Μπάμπη στο σβέρκο του βαριά, καθώς του κατέβαζε και το βρακί. Μετά ακούστηκε ένας άλλος ήχος, σαν ύφασμα που σχίζεται, σαν κάποιος να πνίγεται, κι ένιωσε τα σάλια του να τρέχουν στην πλάτη του. Αλλά δεν ήταν σάλια.
Η λαβή χαλάρωσε, ο Μπίλης μπόρεσε να στραφεί.
Ο Μπάμπης, με γουρλωμένα μάτια, ξερνούσε αίμα. Στο λαιμό του -έμπαινε απ’ τη μια κι έβγαινε απ’ την άλλη- ήταν χωμένο ένα σουβλί, ένα σίδερο.
Έπειτα απλώς έπεσε. Πίσω του στεκόταν η γριά-που-τρώει-παιδιά.
“Όσους να ξεκάνεις απ’ αυτούς η Κόλαση δε γεμίζει”, είπε η γριά κι έφτυσε το πτώμα.
Έπειτα έφυγε αργά για το σπίτι της, που ήταν ακριβώς απέναντι. Μόνο τότε ο Μπίλης άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει, να κλαίει και να ουρλιάζει.
Ξεσηκώθηκε η γειτονιά και το χωριό. Βρήκαν τον πιτσιρικά ξεβράκωτο και τον Μπάμπη παγωμένο.
Θα μιλούσαν πολύ καιρό γι’ αυτό. Πιο πολύ απ’ ό,τι για το Τσερνομπίλ.
~~{}~~
Τίτλοι τέλους:
Η αστυνομία που έψαξε τον φάκελο του Μπάμπη βρήκε ότι ήταν σεσημασμένος παιδεραστής. Είχε κάνει φυλακή.
~
Η γριά-που-τρώει-παιδιά ονομαζόταν Βασιλική Αγρέλλου. Ήταν στο σώμα εθελοντών νοσηλευτικής του Ερυθρού Σταυρού στον βαλκανικό πόλεμο, καθώς και στους δύο παγκόσμιους. Στον εμφύλιο είχε μπει στον ΕΛΑΣ -κι είχε διαφύγει στην Ρουμανία το ’49.
Τη δεκαετία του εξήντα γύρισε στην Ελλάδα. Στο σπίτι της έκανε αμβλώσεις -που ήταν παντού παράνομες εκείνη την εποχή.
Το 1973 μια δεκάδα αντρών, με την προτροπή του ιερέα της Αγια-Μαρίνας, έριξαν αναμμένα στουπιά στο σπίτι της. Η Αγρέλλου επιβίωσε, αλλά ήταν πλέον παραμορφωμένη -και τρελή;
Μετά τη δολοφονία του παιδεραστή καταδικάστηκε σε ψυχιατρικό εγκλεισμό, όπου και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
~
Στις 30-11-2016 το εργοστάσιο του Τσερνομπίλ θωρακίστηκε μ’ ένα γιγάντιο ατσάλινο κέλυφος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Robert Doisneau