“Καταλαβαίνεις. Είναι πολύ μακριά. Δεν μπορώ να πάρω μαζί μου αυτό το σώμα. Είναι πολύ βαρύ.”
Ο Μικρός Πρίγκηπας, Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί
“My mind takes me back
To the years that have passed me by”
Demis Roussos and Aphrodite’s Child
~~~~~~~~~~~~~~~~
15 Αυγούστου
Η γιατρός μού έκανε δώρο αυτό το τετράδιο – για τη γιορτή μου. Θα με βοηθήσει, μου είπε, να θυμάμαι.
Πώς να γράψω, τι να γράψω;
Ξέρεις να γράφεις, μου είπε. Αφού ήσουν συγγραφέας.
Συγγραφέας. Γέλασα. Έγραφα ποιήματα μικρή. Μετά κάποια διηγήματα. Ένα απ’ αυτά είχε δημοσιευτεί, στο περιοδικό… Σ’ ένα καλό περιοδικό κι είχε πάρει διθυραμβικές κριτικές.
Πώς μου ήρθε αυτή η λέξη; Διθυραμβικές.
Όταν μιλάω, λέω λίγες λέξεις. Αλλά όταν γράφω είναι σαν να εμφανίζονται απ’ το πουθενά. Το πουθενά είναι το μυαλό μου. Μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο πουθενά. Μέχρι να χαθώ κι εγώ εκεί μέσα.
Διθυραμβικές κριτικές είχε πάρει. Βγήκε ο… Τερζάκης; Τερζής; Με είχε συγκρίνει με την… Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου της…
Τα ονόματα είναι το πρώτο που χάνεται, δεν ξέρω γιατί.
Το πρωί είχε έρθει η εγγονή μου, με τον άντρα της και το κοριτσάκι τους, το δισέγγονο.
«Χρόνια πολλά, γιαγιά Μαρία», μου είπε ο άντρας της.
Α, το ‘χα ξεχάσει αυτό. Να βάζεις τους διαλόγους μέσα σε εισαγωγικά. Είναι πιο ωραίο έτσι.
«Χρόνια πολλά, γιαγιά Μαρία», μου είπε.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ…»
Αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ πώς τον λένε.
«Ο Σπύρος είναι, γιαγιά, ο άντρας μου.»
«Ο Σπύρος…»
Πώς το ξέχασα αυτό το όνομα; Ο Σπύρος.
Έχει δίκιο η γιατρός. Θα με βοηθήσει να θυμηθώ κάποιους ανθρώπους που έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται στο πουθενά του μυαλού μου.
~~{}~~
16 Αυγούστου
Σήμερα καθόμουν όλη μέρα και κοιτούσα τη λευκή σελίδα. Το μπλοκάρισμα του συγγραφέα; Μακάρι να ‘ταν αυτό. Αλλά δεν έβρισκα τίποτα να γράψω. Ούτε μια λέξη. Μόνο έφτιαχνα ζωγραφιές στο περιθώριο.
Έχω απέναντι και την Ηλιάδα. Αυτή είναι πολύ γριά, μπορεί κι ενενήντα. Τυχερή ήταν. Εμένα άρχισε πιο νωρίς.
Η Ηλιάδα όλη την ώρα μιλάει. Λέει τα ίδια και τα ίδια. Για τα παιδιά της που δεν έρχονται να τη δουν – μάλλον έχουν πεθάνει. Και για το σπίτι της που δεν το καθαρίζει κανένας. Και μετά αρχίζει να βογκάει και να φωνάζει. Με ταράζει. Έρχονται οι νοσοκόμες που έχουν βάρδια να την ηρεμήσουν. Τους παίρνει ώρα.
Μόνο ο Μιχάλης την ηρεμεί γρήγορα. Της ψιθυρίζει στ’ αυτί κι εκείνη αμέσως σταματάει, μένει να τον κοιτάζει. Είναι τόσο όμορφος. Ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει. Πιο όμορφος κι από γυναίκα είναι. Ερμαφρόδιτος. Ωραία λέξη κι αυτή.
Ήρθε η γιατρός μετά και είδε ότι δεν είχα γράψει τίποτα. Της είπα ότι δεν μπορούσα να ξεκινήσω. Αυτό είναι το πρόβλημα. Αρκεί να ξεκινήσεις.
«Γράψε ό,τι θυμάσαι», μου είπε.
«Είναι όλα ανακατωμένα. Σαν κουβάρι πλεξίματος που το παίζανε οι γάτες.»
Έτσι της είπα. Ωραία παρομοίωση. Της άρεσε. Οι παρομοιώσεις μου είχαν εντυπωσιάσει τον… Τερζάκη;
«Πιάσε μια άκρη και τράβα την», μου είπε η γιατρός.
Έξυπνη γυναίκα – γι’ αυτό έγινε γιατρός. Και καλή. Μόνο αυτή ασχολείται έτσι μαζί μου.
«Πιάσε ένα θέμα», μου είπε.
«Σαν τι; Δεν ξέρω.»
«Οι αισθήσεις. Γεύση, ακοή, όσφρηση, όραση, αφή. Γράψε ό,τι θυμάσαι για κάθε μία απ’ αυτές. Γεύση. Τι σου ‘ρχεται πρώτα στο μυαλό;»
«Καλαμπόκια.»
Γέλασε. Μάλλον περίμενε κάτι άλλο, δεν ξέρω. Αστακούς και προφιτερόλ. Αλλά μένα αυτό μου ‘ρθε. Τα καλαμπόκια.
~
Είχαμε πάει στο χωριό. Καλοκαίρι ήταν, Αύγουστος σίγουρα, τότε μεγαλώνουν. Ο παππούς είχε φυτέψει καλαμπόκια. Αραποσίτι το έλεγε. Και μου εξηγούσε τη λέξη: Το σιτάρι του αράπη.
Αμόρφωτος ήταν ο παππούς, το δημοτικό μισό το ‘χε τελειώσει. Αλλά αγαπούσε τις λέξεις – μάλλον απ’ αυτόν το πήρα. Είχε ένα μεγάλο λεξικό, τετράτομο, και το διάβαζε σαν να ‘ταν μυθιστόρημα. Άλλο βιβλίο δεν είχε διαβάσει. Μόνο εκείνο το λεξικό, ξανά και ξανά.
Η Ηλιάδα βογκάει πάλι. Τι γράφω; Αραποσίτι.
Ήταν όλο το χωράφι γεμάτο αραποσίτια. Πιο ψηλά από μένα. Και σε κάθε φυτό, σαν τον Χριστό στα σπάργανα, ήταν τυλιγμένες οι κούκλες, τα καλαμπόκια.
«Πάμε να διαλέξουμε», μου είπε ο παππούς, με πήρε απ’ το χέρι και μπήκαμε μέσα.
Καταλάβαινες ποιο είναι έτοιμο, απ’ τα μουστάκια του. Το ώριμο καλαμπόκι έχει μουστάκι ώριμου άντρα. Όχι πράσινο, σαν κοπελούδι που μόλις άρχισε να ξυρίζεται. Πρέπει να είναι καφέ – με γκρίζες τρίχες.
Κόψαμε καμιά δεκαριά. Μου τα ‘δωσε να τα κουβαλάω εγώ. Εκείνος έστριβε τσιγάρο. Γυρίσαμε πίσω, στο καλυβάκι. Ο πατέρας είχε ανάψει τα κάρβουνα. Τα ξεγυμνώσαμε. Από κάτω ήταν χρυσάφι. Τα φύλλα τα δώσαμε στη γίδα.
Ρίξαμε τα καλαμπόκια στα κάρβουνα. Μια στιγμή απ’ τη μια μεριά κι άλλο λίγο απ’ την άλλη, ίσα να καπνιστούν.
Ο παππούς έβγαλε το πρώτο. Το πετούσε απ’ το ένα χέρι στο άλλο, να μην καίγεται.
«Τι θα μου δώσεις γι’ αυτό;» μου είπε.
Τον φίλησα στο μουστάκι του, τον Τάσο. Μύριζε καπνό και πράσινο σαπούνι. Μου ‘δωσε το καλαμπόκι και το δάγκωσα αμέσως. Ήταν τόσο τρυφερό και ζουμερό. Τα σποράκια ήταν λίγο καψαλισμένα, αλλά σαν τα δάγκωνα έσπαζαν κι έβγαζαν γλυκό ζουμί.
Έτρωγα χρυσάφι, έτρωγα τον ήλιο, έτρωγα το καλοκαίρι.
Ζήτησα κι άλλο. Γέλασαν όλοι. Μια σταλιά παιδί.
«Μαράκι μου», είπε ο παππούς. «Κοτούλα μου αχόρταγη.»
Νομίζω ότι εκείνο ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που τον είδα. Νομίζω ότι δεν έφαγα ξανά τόσο νόστιμο καλαμπόκι.
Αραποσίτι.
~~{}~~
17 Αυγούστου
Άρεσαν στη γιατρό αυτά που γράφω. Μου είπε ότι έχω ταλέντο. Το ξέρω. Το ήξερα. Αλλά κάθε ταλέντο είναι σαν φυτό. Θέλει καθημερινό πότισμα για να θεριέψει.
Εγώ το παραμέλησα. Το άφησα να μαραθεί. Και τώρα είν’ αργά. Αν είχα μια δεύτερη ευκαιρία μπορεί να έγραφα περισσότερο. Αλλά δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες.
Σήμερα ήταν ωραία μέρα. Δρόσισε. Μας είχαν βγάλει έξω, στον κήπο, να κοιτάμε τη θάλασσα. Ο Στράτος ήθελε να πέσει στον Παγασητικό. Έτσι όπως τη βλέπαμε τη θάλασσα στο Μαλάκι, ήτανε γυαλί.
Φώναζε στις νοσοκόμες να τον πάνε στην παραλία, να βουτήξει.
«Αν πέσεις μέσα δεν θα ξαναβγείς», του είπε η Σοφία.
Έτσι τα λέει αυτή, τσεκουράτα. Δουλεύει πολλά χρόνια.
«Ας μην ξαναβγώ», της είπε ο Στράτος. «Και που είμαι έξω τι καταλαβαίνω; Να μπω στη θάλασσα να χαθώ κι άντε γεια. Καλύτερα.»
Δεν τον άφησαν. Μπορεί να γινότανε δελφίνι. Αλλά δεν τον άφησαν. Μας έβαλαν μέσα για το φαγητό.
Ο Μιχάλης με βοήθησε να πάω στην τουαλέτα. Ευτυχώς ακόμα δεν χρειάζομαι πάπια, όπως η Ηλιάδα.
Όταν με σήκωνε κοιτάχτηκα κατά λάθος στον καθρέφτη. Δεν με γνώρισα. Ήταν μια γριά μπροστά και πίσω εκείνος, όμορφος σαν κορίτσι.
~~
Κάποτε αγαπούσα να κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Γιατί έβλεπα μια όμορφη γυναίκα. Όχι πάντα. Στην αρχή ντρεπόμουν για το σώμα μου. Νόμιζα ότι είμαι παράξενη, ατσούμπαλη, άσχημη, δεν ξέρω τι.
Είχα σπυράκια στο μέτωπο, τα βυζιά μου είχαν μεγαλώσει, έπρεπε να φοράω σουτιέν, εκεί κάτω είχα βγάλει τρίχες, ο κώλος μου πεταγόταν. Ντρεπόμουν που μεγάλωνα, δεν μου άρεσα. Και δεν είχα μητέρα να μου μιλήσει.
Αλλά μια μέρα είχαμε πάει για μπάνιο στην Άφησσο. Βούτηξα, κολύμπησα σαν δελφίνι, κι όταν βγήκα, ο πατέρας μου ‘πε να φέρω το παγούρι με το νερό απ’ τ’ αμάξι.
Δίπλα στ’ αυτοκίνητο ήταν ένα αγόρι του χωριού. Μεγάλος, έτσι μου φάνηκε τότε. Ίσως να ήταν είκοσι χρονών, μεγάλος.
Το αγόρι με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Είδα τα μάτια του ν’ ανοίγουν, τα φρύδια να σηκώνονται. Είδα στο πρόσωπο του την εικόνα μου. Και ήμουν τόσο όμορφη, τόσο ποθητή.
«Απ’ την Αθήνα είσαι;» με ρώτησε χωρίς να σταματήσει να με κοιτάει.
«Άσε με», του είπα. Μόνο αυτό.
Πήρα το νερό και γύρισα στην παραλία, ενώ ένιωθα τα μάτια του αγοριού να ψάχνουν την πλάτη μου και πιο κάτω.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι του χωριού και μπήκα να κάνω ντους, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν όμορφη. Γυναίκα.
~~{}~~
19 Αυγούστου
Χθες δεν έγραψα τίποτα. Η γιατρός είχε ρεπό. Ήρθε σήμερα, διάβασε το προχθεσινό και με μάλωσε που δεν συνέχισα.
«Για σένα γράφεις», μου είπε, «όχι για μένα.»
«Ο συγγραφέας χρειάζεται αναγνώστες», της είπα και γελάσαμε.
Η ματαιοδοξία του καλλιτέχνη επέστρεψε. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς.
Άλλωστε χθες ανησυχούσα για την Ηλιάδα. Όλη τη μέρα δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Ούτε μίλησε. Ήταν εκεί, κοιτώντας το ταβάνι ασκαρδαμυκτί -τι λέξη κι αυτή, ε παππού;
Είχε νυχτερινή βάρδια ο Μιχάλης. Με φρόντισε με τ’ απαλά του χέρια. Με ρώτησε αν ήθελα κάτι ακόμα. Του είπα να πάει στην Ηλιάδα, γιατί δεν φαινόταν καλά.
«Μη σε νοιάζει», μου είπε. «Την έχω στο νου μου.»
Πήγε δίπλα της. Την τακτοποίησε κι άρχισε να της ψιθυρίζει στ’ αυτί. Την είδα να δακρύζει.
«Θέλω», του είπε κάποια στιγμή. Κι αποκοιμήθηκε. Λίγο μετά κοιμήθηκα κι εγώ.
Το πρωί, όταν ξύπνησα, το κρεβάτι της Ηλιάδας ήταν άδειο. Είχα συνηθίσει να με ξυπνάει με τις κουβέντες της. Και μου ‘λειψε.
Μπήκε η Σοφία ν’ αλλάξει σεντόνια. Ήταν κλαμένη. Μάλλον όσο καιρό και να δουλέψεις, κάποιες αναχωρήσεις δεν τις αντέχεις.
Ήρθε η γιατρός, με μάλωσε που δεν έγραψα, της είπα για το κενό της Ηλιάδας και πήγε ν’ ανοίξει την τηλεόραση.
«Το ραδιόφωνο», της είπα. Ήθελα κάτι να γεμίσει το κενό.
Πέρασε από μόνη της κάποιους σταθμούς με λαϊκά, το κατάλαβε ότι δεν μ’ αρέσουν, και καθώς έψαχνε ακούστηκε η φωνή του: «It’s five o’clock and I walk through the empty streets.»
«Άσ’ το!» της είπα.
«Σ’ αρέσει ο Ντέμης Ρούσος;»
«Αυτός είναι; Νόμισα ότι είναι ο Κώστας.»
It is so hard to believe that it’s me
~~
Ήμουν γεροντοκόρη, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τις εποχής, γεροντοκόρη δεσποινίς ετών 29.
Η πρώτη μου μεγάλη σχέση ήταν μ’ έναν άντρα που με είχε καταστρέψει. Δεν θυμάμαι τ’ όνομα του, δεν θέλω να το θυμηθώ. Αρραβωνιαστήκαμε, μείναμε έτσι πολλά χρόνια. Δεν ήθελε να παντρευτούμε, αλλά κι εγώ δεν τον πίεζα, γιατί ήξερα τι ήτανε.
Με χτυπούσε όταν νευρίαζε, αλλά προσπαθούσα να τον δικαιολογήσω. Δεν ξέρω γιατί έμεινα τόσο καιρό μαζί του. Ίσως γιατί είμαι γυναίκα κι οι γυναίκες πρέπει…
Από τότε είχα σταματήσει να γράφω. Αυτός ο άνθρωπος μου είχε ρουφήξει όλη μου τη ζωή.
Όταν βρήκα τη δύναμη να τον αφήσω ήμουν είκοσι εννιά. Ανύπαντρη και άτεκνη. Τότε γνώρισα τον Κώστα.
Δεν ήταν όμορφος. Πιο κοντός από μένα, λιγάκι, με καράφλα ήδη στα τριάντα του. Και χοντρούλης. Αλλά με πολιόρκησε με τα λόγια του, απ’ την πρώτη μέρα που με είδε. Με έκανε να γελάω. Και μου τραγουδούσε.
Το αγαπημένο του συγκρότημα ήταν οι… Με τον Ντέμη Ρούσο. Οι… Δεν μπορώ να θυμηθώ ονόματα. Κάτι με Αφροδίτη. Κάτι τέτοιο.
Βγαίναμε στην Πλάκα. Στις μπουάτ. Ακούγαμε δίσκους. Μ’ έκανε να μη φοβάμαι. Και μετά μου ζήτησε να τον παντρευτώ. Δεν είχαμε κοιμηθεί μαζί. Δεν ένιωθα να καίγομαι για κείνον και του το είπα. Δεν τον πείραζε. Πώς μου το είχε πει;
«Καίγομαι εγώ για σένα, τόσο πολύ που φτάνει να βάλουμε φωτιά στο Βιετνάμ-γιε-γιε.»
Και ξεκίνησε να μου τραγουδάει: It’s five o’clοck
And I walk through the empty streets.
Δεν ήταν πέντε, αλλά μπορεί και τρεις το πρωί, στο Θησείο, κι αυτός τραγουδούσε μ’ όλη του τη δύναμη, πεσμένος στα γόνατα, περιμένοντας να πω το ναι ή να ‘ρθει η αστυνομία να μας μαζέψει. Χούντα ήταν. Τι να κάνω;
«Εντάξει», του είπα.
«Τι εντάξει;»
«Ναι, ναι, θα σε παντρευτώ, σταμάτα τώρα.»
Στο γάμο μας χορέψαμε το τραγούδι του Ρούσου. Και μου το τραγουδούσε στ’ αυτί. It is so hard to believe that it’s me.
~~{}~~
20 Αυγούστου
Το πρωί ξύπνησα και βρήκα μια ανθοδέσμη δίπλα στο κρεβάτι. Μοσχοβολούσε το δωμάτιο. Κατάλαβα τι ήθελε να μου πει η γιατρός. Γράψε!
Λίγο μετά ήρθε.
«Όσφρηση;» της είπα κι έδειξα το μπουκέτο.
«Είναι υπέροχα», είπε κι έσκυψε να τα μυρίσει. «Ξέρεις, Μαρία, η όσφρηση είναι νευρολογικά πολύ σημαντική αίσθηση. Όταν μυρίζεις κάτι, οι μνήμες αναδύονται αυτόματα, χωρίς επεξεργασία.»
«Σαν τη μαντλέν του Προυστ;»
«Ακριβώς. Μ’ αρέσει να μιλάω μαζί σου, Μαρία. Δεν νομίζω να ξέρει κανένας άλλος εδώ μέσα τον Προυστ. Ούτε οι γιατροί.» Γέλασε. «Και μ’ αρέσει να διαβάζω αυτά που γράφεις.»
«Γι’ αυτό μου ‘φερες τα λουλούδια; Δεν χρειαζόταν.»
Παραξενεύτηκε.
«Δεν στα ‘φερα εγώ. Μόλις ήρθα.»
«Ποιος;»
«Μπορεί κάποιος… ανώνυμος θαυμαστής. Ο κύριος Στράτος απ’ το 215;»
«Μ’ αυτόν σίγουρα τα χρειάζομαι.»
Γελάσαμε κι οι δύο. Ο κακόμοιρος ο Στράτος έχει θέμα με το έντερο του κι όλο αερίζεται. Γελάσαμε, κι ένιωσα σαν να ‘μουν πάλι με τη φίλη μου τη Στέλλα. Εκείνες οι ατελείωτες κουβέντες και τα γέλια, πίνοντας καφεδάκι, αποτριχώνοντας τα χέρια η μία της άλλης.
Την είχα ξεχάσει και τη Στέλλα. Φίλες απ’ το γυμνάσιο, βάφτισε και τη Μαριαλένα μου. Σαν αδελφή την είχα – και πιο πολύ.
«Δυστυχώς», είπε η γιατρός πριν φύγει, “ο κόσμος δεν είναι γεμάτος λουλούδια. Έχει και σκατά.»
«Αλλά η κοπριά κάνει το χώμα καρπερό.»
Με κοίταξε με θαυμασμό.
Ποτέ δεν ήμουν από εκείνες που τους αρέσει να φαίνονται. Η Στέλλα ήταν αλλιώς, πληθωρική, αιματώδης, το επίκεντρο πάντα, σαν την Μερκούρη. Γι’ αυτό είχαμε δέσει, συμπλήρωνε η μία την άλλη. Αυτή ήταν που με έπεισε να ξαναπροσπαθήσω.
~~
Είχα τη δεύτερη αποβολή όταν η Στέλλα γεννούσε το τρίτο της παιδί. Η μήτρα μου έφταιγε, έτσι μου ‘πε ο γιατρός. Ήταν πολύ όξινη.
“Να τρως μέλι”, μου έλεγε η Στέλλα. “Μέλι, να γλυκάνει.”
Στην πρώτη εγκυμοσύνη το έχασα απ’ την αρχή, στον δεύτερο μήνα. Στην επόμενη έφτασα τον τέταρτο, κι έκλαψα πιο πολύ.
Ο Κώστας δεν ήθελε να προσπαθήσουμε τρίτη φορά. Ανησυχούσε μην πάθω κάτι. Μου έλεγε ότι μπορούμε να υιοθετήσουμε ένα παιδάκι ή να γεράσουμε «μόνοι και χαρούμενοι, χωρίς ευθύνες.» Αλλά δεν ήταν χαρούμενος όταν το έλεγε.
Η Στέλλα ήταν που επέμενε.
«Μην τα παρατάς, φιλενάδα. Θα γεννήσεις και θα το βαφτίσω εγώ. Τελεία και παύλα.»
Είχα βρει και τη νουνά.
Λίγο καιρό μετά, έμεινα πάλι έγκυος. Πήρα άδεια απ’ το υπουργείο, ξάπλωσα στον καναπέ και προσευχόμουν στην Παναγία. Ο Κώστας ήταν άθεος μέχρι το κόκαλο, αλλά δεν μου έλεγε κάτι κακό για τις προσευχές μου.
«Ό,τι σε βοηθάει είναι καλό», μου έλεγε. «Κι αν θες να προσευχηθώ μαζί σου για να γεννήσεις θα το κάνω. Αλλά δεν θέλω να πάθεις κακό και δεν με νοιάζει για παιδιά κι εγγόνια. Χωρίς εσένα είμαι τίποτα.»
Πέρασα και τον έκτο μήνα, μπήκα στον έβδομο. Τότε ήταν που άρχισαν να μου μυρίζουν όλα.
Δεν άντεχα τις άσχημες μυρωδιές, μου φέρναν αναγούλα. Δυο φορές την ημέρα τον έβαζα τον Κώστα να κάνει μπάνιο, μην ξαπλώσει δίπλα μου άπλυτος. Ούτε να πλύνω τα πιάτα δεν μπορούσα. Φέρναμε μια γυναίκα κι εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιο να μη μυρίζω τη χλωρίνη.
Αλλά ήταν και οι μυρωδιές που με τραβούσαν. Φαγητό. Κυρίως αυτό.
«Κύμινο», έλεγα στον Κώστα. «Μου μύρισε κύμινο. Θέλω σουτζουκάκια σμυρνέικα σαν της γιαγιάς μου.»
Έφευγε ο Κώστας για το εστιατόριο.
«Κανέλα. Μου μύρισε κανέλα. Θέλω λουκουμάδες με μέλι και κανέλα.»
Έφευγε ο Κώστας για το ζαχαροπλαστείο.
«Καρπούζι. Μου μύρισε…»
«Πού να το βρω το καρπούζι, Μάη μήνα;»
Έφευγε ο Κώστας για τη λαϊκή, γυρνούσε με φράουλες. Μοσχοβολούσαν άνοιξη. Τους έβαζα και ζάχαρη, γίνονταν καρπούζι.
~
Κόντευαν οι μέρες μου, όταν είδα αίμα. Δεκαπενταύγουστος ήταν, η Αθήνα άδεια και κλειστή. Ο γιατρός μου έλειπε. Φύγαμε για το νοσοκομείο. Πονούσα, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Και να πέθαινα δεν θα μ’ ένοιαζε, αρκεί να γεννούσα.
Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο και με βάλαν στο φορείο να με πάνε μέσα, είδα τον Κώστα να κάνει τον σταυρό του. Δεν τον είχε ξανακάνει, αλλά ήθελε να μου δώσει θάρρος, έτσι νομίζω. Μπορεί να το ‘κανε και στ’ αλήθεια.
Με ξεγέννησε η γυναικολόγος του νοσοκομείου. Ο δικός μου έκανε διακοπές.
Κι όταν ακούμπησαν το μωρό μου στο στήθος, Θεέ μου, μύριζε σαν Χριστούγεννα. Σαν μελομακάρονο. Μυρωδιά από αλισίβα και κανέλα. Γλυκιά μαζί και πιπεράτη.
Έσκυψα με κόπο και τη φίλησα.
«Μαριαλένα», είπα.
Το όνομα της μητέρας μου και το όνομα της Παναγίας. Χωρίς να με νοιάζει τι θα πει ο Κώστας.
~~{}~~
21 Αυγούστου
Το μεσημέρι, μαζί με το φαΐ, η Σοφία έφερε κι ένα ποτήρι κρασί.
«Για ποιον είναι αυτό;» τη ρώτησα.
«Βλέπεις κάναν άλλο εδώ μέσα;»
Δεν έβλεπα.
«Κάνει να το πιω; Η γιατρός αφήνει;»
«Δεν νομίζω να ‘χει αντίρρηση.»
Για φαΐ είχε σουτζουκάκια. Δεν συνηθίζουν να μας σερβίρουν τέτοια νόστιμα, γιατρέ.
«Τι είναι αυτό σήμερα;» ρώτησα τη Σοφία για να την πειράξω. «Γεύμα μελλοθάνατου;»
Δεν έπιασε το αστείο. Γύρισε να φύγει.
“Σοφία.”
“Τι ‘ναι;”
“Εσύ έφερες και τα λουλούδια;”
Με κοίταξε. Νομίζω ότι είχε βουρκώσει.
“Ποιος νόμιζες;”
Η Σοφία προσπαθεί να κρατάει απόσταση. Είναι πολύ καλή, τρέχει να φροντίσει τόσους ανθρώπους. Όμως ξέρει ότι κανένας από μας δεν θα φύγει από δω ζωντανός. Το ξέρει, τόσα χρόνια το ζει. Γι’ αυτό νομίζω ότι θέλει να μένει μακριά. Είναι πιο ευαίσθητη απ’ τον Μιχάλη, την πονάει.
Απόλαυσα το φαγητό μου. Μετά έπιασα να πιω το κρασί. Και σαν το έφερα στη μύτη… Με πέταξε σαράντα χρόνια πίσω. Μοσχάτο Σάμου. Τα χέρια του Σπύρου.
Είχες δίκιο, γιατρέ. Αυτή ήταν η δικιά μου μαντλέν. Η μυρωδιά απ’ το μοσχάτο Σάμου.
~
Ήμουν σαράντα πέντε τότε. Κρατιόμουν καλά, ακόμα γυρνούσαν οι άντρες στο δρόμο να με κοιτάξουν.
Αλλά ο Σπύρος ήταν μικρός. Τριάντα τρία. Τον είχαν φέρει απ’ το υπουργείο οικονομικών.
Ήταν ωραίος άντρας. Όχι όμορφος σαν τον Μιχάλη, αλλά ήταν γοητευτικός. Είχε κάτι σκοτεινό στα μάτια του, λίγη τρέλα. Όλα τα κορίτσια στο γραφείο τον γλυκοκοιτάζαν. Γι’ αυτό παραξενεύτηκα όταν κατάλαβα ότι με φλέρταρε. Κολακεύτηκα, φλέρταρα κι εγώ λιγάκι, αλλά νόμιζα ότι θα πήγαινε μέχρι εκεί.
Ώσπου κάποια μέρα μου είπε να βγούμε έξω το βράδυ. Δεν το είπε ντροπαλά, δεν ήταν πρόταση, με κυνηγούσε.
«Σπύρο, δεν λένε τέτοια πράγματα σε παντρεμένες γυναίκες», του είπα, σαν να τον νουθετούσα.
«Θέλω να περάσω μια νύχτα μαζί σου», απάντησε εκείνος.
«Θα ρωτήσω τον άντρα μου», είπα κι έφυγα. Δήθεν θυμωμένη. Αλλά έτρεμα. Κι όχι από φόβο. Πόθος.
Περάσαμε πολλές περισσότερες νύχτες μαζί.
Δεν θα πω ψέματα, ότι με παρέσυρε, ότι δεν ήθελα. Το ήθελα. Ο Κώστας ήταν πάντα εκεί, αλλά το σεξ μαζί του ήταν κάπως… διεκπεραιωτικό. Αυτή είναι λέξη του υπουργείου, δεν ταιριάζει στο σεξ, γιατρέ.
Τον αγαπούσα τον Κώστα, αλλά του το ‘χα πει απ’ την αρχή, δεν καιγόμουν. Με τον Σπύρο κάηκα απ’ την κορυφή ως τα νύχια.
Βρήκα την ευκαιρία, μια νύχτα που ο Κώστας έλειπε για δουλειές στη… Σε κάποια άλλη χώρα, βόρεια, δεν θυμάμαι τ’ όνομα της. Η Μαριαλένα ήταν μεγάλο κορίτσι, μπορούσε να μείνει μόνη ένα βράδυ. Τηλεφώνησα στον Σπύρο.
Όταν έβγαινα απ’ το σπίτι, η Μαριαλένα έμεινε να με χαζεύει. Δεν με είχε ξαναδεί τόσο περιποιημένη.
«Τι έγινε, μαμά; Έχουμε καυτό ραντεβού;»
«Μην είσαι χαζή. Θα πάμε στο καζίνο με τη Στέλλα… Μπορεί και ν’ αργήσω.»
Πήγαμε σ’ ένα μπαράκι. Ήπιαμε μοσχάτο Σάμου. Μετά τον ακολούθησα στο σπίτι του.
Τι να γράψω τώρα; Αν αρχίσω να λέω όσα έγιναν εκείνη τη βραδιά, και τις επόμενες, θα γίνει το τετράδιο Μέγας Ανατολικός. Ή πορνογράφημα.
Αλλά δεν κράτησε μια νύχτα. Βλεπόμασταν με τον Σπύρο για έναν χρόνο. Όποτε μπορούσαμε κι όπου μπορούσαμε. Ακόμα και σε μέρη όπου δεν πρέπει να κάνουνε τέτοια πράγματα οι παντρεμένες γυναίκες. Αλλά το απολάμβανα. Ήταν σαν να ζούσα μια καινούρια ζωή.
Ο Κώστας είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε. Αλλά αυτός ήταν ικανός να δεχτεί και τον εραστή μου να ζει μαζί μας, το πιστεύω. Τόσο πολύ μ’ αγαπούσε.
Εγώ το σκεφτόμουν να φύγω. Να πάω να ζήσω με τον Σπύρο. Πόσο λάθος θα ήταν;
Δεν έγινε κάτι τραγικό ή μυθιστορηματικό. Κάποια μέρα, στο υπουργείο, ο Σπύρος μου είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει. Πήγαμε στο γραφείο του υπουργού που έλειπε. Ωραίο μέρος για να τελειώσει μια ιστορία διαφθοράς.
«Μαρία, βλέπω κάποια άλλη», μου είπε.
Κοιτούσα τους πίνακες στο γραφείο.
«Δεν μπορούμε να είμαστε άλλο μαζί», μου είπε.
Υπήρχε και μια προτομή του Περικλή.
«Πόσων χρονών είναι;» τον ρώτησα.
«Τι σημασία έχει;»
Τόλμησα να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Είκοσι οκτώ», μου είπε.
Κατάλαβα ότι ήμουν σε λάθος μέρος. Μαζί της ίσως και να έκανε οικογένεια, ίσως και να ζούσε μια κανονική ζωή. Μπορεί και όχι, αλλά μετά θα έβρισκε μια άλλη κοπελίτσα, στην ηλικία του. Μαζί μου τι θα έκανε;
Ένιωσα να πεθαίνω. Αλλά κάποιες φορές πρέπει να ξέρεις πότε πρέπει να φύγεις, έτσι δεν είναι, γιατρέ; Γι’ αυτό δεν με κεράσατε και το τελευταίο ποτηράκι; Γι’ αυτό δεν μου έδωσες και το τετράδιο;
Τον άφησα.
Αλλά –αυτή είναι η αλήθεια, αν μπορείς να πιστέψεις μια συγγραφέα– έκανα «σεμινάρια» στον Κώστα, του ξύπνησα την ερωτική φαντασία, και ζήσαμε μια μικρή αναζωπύρωση του ολοκαυτώματος.
~~{}~~
23 Αυγούστου
Αυτή θα είναι η τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιο, γιατρέ, το ξέρεις.
Είναι αργά, μπορεί και πέντε το πρωί. Δεν έχει πάρει να χαράζει, αλλά τον νιώθω τον ήλιο να ετοιμάζεται.
Σήμερα είχε νυχτερινή βάρδια ο Μιχάλης. Ήρθε και με περιποιήθηκε. Τόσο απαλά χέρια. Ένιωθα σαν να ήμουν μωρό και να με χάιδευε η μητέρα μου.
Μαμά μου. Πόσο όμορφη ήσουν. Κι έφυγες τόσο γρήγορα. Δεν πρόλαβες να με δεις να γίνομαι κορίτσι, γυναίκα, νύφη, μαμά. Δεν είδες τη Μαριαλένα.
Θυμάμαι. Θυμάμαι που μ’ έβαλες για ύπνο. Μου διάβαζες τον Μικρό Πρίγκηπα στα γαλλικά και μου το εξηγούσες. Δεν καταλάβαινα όσα μου έλεγες, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Ήσουν τόσο όμορφη. Κι η φωνή σου τόσο όμορφη όταν μιλούσες γαλλικά. Και κοιμήθηκα. Μακάρι να μην είχα κοιμηθεί και να μου διάβαζες μέχρι το χάραμα.
Το πρωί ξύπνησα κι ήμουν μόνη. Άκουγα έξω πάλι βόμβες και πυροβολισμούς. Σε φώναξα, αλλά δεν ήρθες. Έπιασα τον Μικρό Πρίγκηπα και κοιτούσα τις ζωγραφιές.
Ώρες μετά, μπήκε ο μπαμπάς. Είχε καφέ λεκέδες στα ρούχα του, ξεραμένο αίμα ήταν.
«Πρέπει να φύγουμε, αλεπουδίτσα μου», είπε και με σήκωσε να ντυθώ.
«Πού είναι η μαμά;»
Δεν μου μίλησε. Ούτε με κοίταξε. Και κατάλαβα. Η μαμά είχε πεθάνει.
«Πρέπει να φύγουμε», είπε ξανά. «Οι Άγγλοι μας βομβαρδίζουν.»
Τους μίσησα τους Άγγλους τότε. Τότε και για πάντα. Τι δουλειά είχαν αυτοί να βομβαρδίζουν; Οι Γερμανοί έφυγαν, δεν έφυγαν;
~~
Άκουσα τον κόκορα! Το πρώτο λάλημα. Μου το είπε ο Μιχάλης.
Ήρθε στο κρεβάτι μου το βράδυ, αφού έκλεισαν τα φώτα.
«Είσαι όμορφη, Μαρία», μου είπε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Όμορφη στην ψυχή. Γνωρίζω πως έχασες πολλά. Έζησες σ’ ενδιαφέροντες καιρούς, έτσι όπως το λέτε εσείς.»
«Ποιος είσαι;»
«Είμαι ο Μιχαήλ.»
Πίσω απ’ το όμορφο πρόσωπο μού φάνηκε πως είδα δυο φτερούγες.
«Τι θες από μένα;»
«Ό,τι θες εσύ», μου είπε. «Εγώ δύναμη δεν έχω, είμαι ψυχοπομπός. Αλλά Εκείνος που έχει όλες τις δυνάμεις σου δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Μπορείς να ξαναζήσεις, Μαρία, μια δεύτερη ζωή, καινούρια.»
«Και θα θυμάμαι όσα έζησα;»
«Όχι, δεν χωράνε αυτά στην καινούρια ζωή.»
«Δεν θα θυμάμαι τα καλαμπόκια;»
«Όχι.»
«Δεν θα θυμάμαι τη μυρωδιά του μωρού μου;»
«Όχι.»
«Τα τραγούδια του Κώστα και τα χάδια του Σπύρου;»
«Ούτε αυτά.»
«Τη μαμά μου να διαβάζει τον Μικρό Πρίγκηπα;»
«Τίποτα. Δεν μπορείς να ξαναζήσεις με τα παλιά βάρη.»
«Βάρη;»
Δεν έκλαψα, γιατρέ. Χαμογέλασα. Χαμογέλασα και του χάιδεψα το μάγουλο.
«Καλέ μου Μιχάλη, τότε γιατί να συνεχίσω να υπάρχω;»
Ο Μιχάλης φάνηκε να καταλαβαίνει.
«Τότε», μου είπε, «όταν ο κόκορας λαλήσει τρεις φορές θα πεθάνεις, Μαρία.»
Με φίλησε στο μέτωπο και μου ‘φτιαξε τα σεντόνια.
«Θα ξαναδώ τη μητέρα μου, Μιχάλη;» τον ρώτησα καθώς στεκόταν από πάνω μου.
«Μη βιάζεσαι να μάθεις», μου είπε. «Είσαι ακόμα εδώ.»
Γύρισε να φύγει.
«Μιχάλη! Άναψε μου το φως. Θέλω να γράψω λίγο ακόμα. Η γιατρός περιμένει να διαβάσει.»
Τα άναψε και μου έδωσε το τετράδιο.
«Καληνύχτα, Μαρία. Θα έρθω να σε πάρω το ξημέρωμα.»
«Θα σε περιμένω, Μιχαήλ.»
~~{}~~
Έγραψα ό,τι ήταν να γράψω. Ο κόκορας λάλησε δεύτερη φορά. Ξημερώνει. Θα σηκωθώ. Να δω το ξημέρωμα απ’ το παράθυρο και να περιμένω τον Μιχάλη όρθια.
Αυτό ήταν, γιατρέ μου. Σ’ ευχαριστώ για το δώρο που μου έκανες, γι’ αυτή τη δεύτερη ευκαιρία.
Έγραψα ό,τι ήταν να γράψω. Έζησα ό,τι ήταν να ζήσω. Ωραία ήταν, μου φτάνει. Πόση αγάπη να χωρέσει μια ψυχή;
Καλημέρα.
Περί της συγγραφής αυτού του διηγήματος:
Δυσκολεύτηκα πολύ να βρω επίθετο για την ηρωίδα. Ήθελα κάτι όχι πολύ κοινότοπο (πχ Παπαδοπούλου), αλλά ούτε κάτι υπερβολικό (πχ Βισκόζ).
Το βράδυ, όταν έβγαλα βόλτα τον σκύλο, κοιτούσα τα κηδειόχαρτα στις κολώνες για να βρω επίθετο. Ναι, οι συγγραφείς είμαστε παράξενα άτομα.
Βρήκα ένα της Μαργαρίτας Κολλάρα, ετών 83, και κάποιας Αικατερίνης Θεριατάκη. Να είναι καλά οι άνθρωποι τους, να τις θυμούνται, αλλά δεν μου άρεσαν ως επίθετα.
Έπειτα έκανα μια έξτρα παράκαμψη, δεν συνηθίζω να πηγαίνω από ‘κει τον σκύλο, και είδα ένα κηδειόχαρτο για τον Βασίλειο Σουγιουτζόγλου, ετών 93.
Δεν ήξερα το επίθετο, αλλά τον κυρ-Βασίλη τον γνώριζα. Είχα γράψει ένα κείμενο γι’ αυτόν, μια νύχτα που τον είδα να περνάει -ζωντανός ακόμα- κάτω απ’ το μπαλκόνι-γραφείο μου.
Προς τιμή του κυρ-Βασίλη έδωσα το επίθετο του στην ηρωίδα μου. Της ταιριάζει άλλωστε. Κι αυτή από τη Μικρασία κατάγεται (“τα σμυρνέικα σουτζουκάκια της γιαγιάς μου”).
Αυτό (παρακάτω) είναι το κείμενο που μου “έδωσε” ο κυρ-Βασίλης. Η μόνη ευχή, όταν κάποιος πεθαίνει στα 93, είναι: Μακάρι να φτάσουμε κι εμείς τα χρόνια του.
Όρθιοι και χαμογελαστοί, όπως ήταν ο Βασίλης Σουγιουτζόγλου.
Καλό ξημέρωμα.