Φοβού τους γονείς (3. Μητέρα για Όσκαρ)

0
4511

Το πρώτο μέρος εδώ: Πατέρας
Το δεύτερο μέρος εδώ: Η Αγία Οικογένεια

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

“Mothers are all slightly insane.”
J. D. Salinger, The Catcher in the Rye
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ωραίες οι ταινίες σαν τον Όλιβερ Τουίστ και την Άννυ. Βασανίζεσαι, υποφέρεις και στο τέλος εμφανίζεται κάποιος πλούσιος να σε υιοθετήσει. Όλα καλά.

Όμως η ζωή στο δρόμο είναι πιο πολύ σαν Ρέκβιεμ για ένα όνειρο. Και χειρότερα, Christiane F. Ή σαν τον Ταξιτζή, αλλά χωρίς Ντε Νίρο.

Έμεινα τρεις βδομάδες στο δρόμο. Η μάνα μου μ’ έψαχνε, της έβαλα φραγή. Στην αρχή κοιμόμουν στα σπίτια διάφορων φίλων. Φίλοι του κώλου. Με θέλαν για βαποράκι και για να παίρνω πίπες σε γέρους. Έσπασα τα μούτρα ενός που πήγε να μου το παίξει αγριάδα κι έφυγα.

Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι. Κοιμόμουν σε παγκάκια, έτρωγα πεταμένα μισοφαγωμένα, ζητιάνευα. Ήμουν δεκαπέντε κι είχα ήδη χαραμίσει τη ζωή μου. Ναι, ο Θεός σώζει τη βασίλισσα, αλλά σε μένα ήρθε σαν πρεζόνι.

~~

Αυτή τη σκηνή τη θυμάμαι σαν όνειρο, ταινία του Ταρκόφσκι κανονικά.

Την είχα πέσει σ’ ένα παγκάκι στον Παντελεήμονα. Κοιμόμουν κι ονειρευόμουν το κρεβάτι μου. Ένιωσα κάποιον να ψαχουλεύει τις τσέπες μου.

Άνοιξα τα μάτια κι είδα το πρόσωπο μου. Ήμουν εγώ, είκοσι χρόνια μετά, λιωμένος απ’ την πρέζα και τη φτώχεια -γιατί αν έχεις φράγκα όλα είν’ αλλιώς.

Πετάχτηκα πάνω. Ο τύπος ίσως να ήταν στο ύψος μου -κάποτε. Αλλά είχε ρέψει. Γυάλινα κόκαλα σαν τον Mr. Glass του Σιάμαλαν. Φάτσα Γκόλουμ. Ετοιμάστηκα να τον κοπανήσω. Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Μόνο με κοίταξε, από πάνω μέχρι κάτω. Μετά τον χώρο γύρω μου, το παγκάκι, τα σκουπίδια απ’ τ’ αποφάγια -που ήταν σκουπίδια και πριν.

Και είπε, μασώντας τα σύμφωνα με τα φωνήεντα:
“Γύρνα σπίτι, μικρέ. Όσο προλαβαίνεις.”

Μόνο αυτό. Κι έφυγε. Έξυπνος πολύ δεν ήμουν, αλλά το νόημα το ‘πιασα. Ξεκίνησα με τα πόδια για το σπίτι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας απ’ τους τρεις που μου σώσανε τη ζωή.

~~

Στο δρόμο της επιστροφής σκέφτηκα πολύ. Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο ένα πράγμα: Ότι -τουλάχιστον- το καθίκι δεν θα ‘ταν εκεί. Κι όμως ήταν.

Κλειδιά δεν είχα. Μου άνοιξε η μάνα. Τρόμαξα να τη γνωρίσω. Δεν ήταν ποτέ καμιά κούκλα, αλλά εκείνη στην πόρτα είχε στα μάτια σακούλες σκουπιδιών. Τις μεγάλες.

Έπεσε πάνω μου κλαίγοντας.
“Γύρισες, γύρισες”, έλεγε και ξανάλεγε.
“Γύρισα”, της είπα και κοίταξα πάνω απ’ τον ώμο της.

Το καθίκι ήταν παντού. Ό,τι φωτογραφία υπήρχε και δεν υπήρχε η μάνα την είχε κορνιζάρει και μοστράρει στους τοίχους. Το μουσείο ενός καθάρματος.

Φοβήθηκα ότι θα έμπαινα στην κουζίνα και θα τον έβρισκα εκεί ταριχευμένο, όχι σαν μαυσωλείο, αλλά όρθιο, να κουνάει το χέρι, σαν το Γουίκεντ στου Μπέρνι.

Δεν ήταν κανείς. Μόνο η μάνα μου με τα κλάματα και τα γύρισες. Μου έκανε αυγά με πατάτες, τ’ αγαπημένο μου. Τρεις τηγανιές έφαγα. Μετά έπεσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα τριάντα έξι ώρες. Είναι ωραία να ‘σαι σπίτι.

~~

Όταν ξύπνησα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσω την τρέλα της. Και το χειρότερο ποιο ήταν; Δεν υπήρχε τρέλα. Υπήρχε μόνο κενό για γέμισμα.

Ακριβώς όπως το λέει κι ο ποιητής, τι θ’ απογίνουμε χωρίς βαρβάρους; Το καθίκι ήταν μια λύση. Με τον φόβο και τη βία γέμιζε το κενό της ζωής της. Γιατί αυτό ζούσε, μια άδεια ζωή.

Είχε τελειώσει μια σχολή για ράψιμο ή κάτι τέτοιο. Αλλά δεν δούλεψε ποτέ της. Παντρεύτηκε το καθίκι κι έμεινε σπίτι, να κρέμεται από κείνον. Όλη μέρα μυξόκλαιγε και μετά έβλεπε τηλεόραση.

Σαν τέλειωσαν οι βάρβαροι, ας είναι καλά εκείνη η κολόνα, δεν της έμεινε τίποτα. Έφυγα κι εγώ, έκανε το σπίτι μαυσωλείο.

Κι όμως, οι βάρβαροι της έλειπαν. Ήταν ανυπόφορο, να την ακούω να διηγείται ιστορίες απ’ τη ζωή-με-τον-πατέρα-σου.

Όποτε πήγαινα να της θυμίσω τις μπουνιές άλλαζε θέμα
(α, ξεκινάει η Μενεγάκη)
ή σηκωνόταν να φύγει
(ξέχασα τον θερμοσίφωνα)
ή, το χειρότερο απ’ όλα, γελούσε σαν να ‘λεγα κάτι αστείο
(σε καλό σου, τι φαντασία).

Προσπαθούσε να με πείσει ότι όλα όσα θυμόμουν ήταν υπερβολές της πλούσιας φαντασίας μου, σαν να μουν ο Βαρόνος Μινχάουζεν του Γκίλιαμ.

Στην αρχή εξοργιζόμουν, κι ήθελα να σηκωθώ να φύγω ξανά, να μην την ακούω. Θυμόμουν τον Παντελεήμονα κι ηρεμούσα. Καλύτερα στο σπίτι, παρά εκεί έξω με τα θηρία.

~~

Μετά ξεκίνησε το καινούριο τροπάριο της Κασσιανής: Η θυσία της μάνας.

Σύνταξη το καθίκι δεν είχε αφήσει. Λίγα λεφτά που είχαμε στην άκρη ξοδεύτηκαν για την υπέρλαμπρη κηδεία.

Η μάνα έπιασε δουλειά σε μια γνωστή της, Επιδιόρθωση Ρούχων Ινκοπορέιτεντ. Δέκα ώρες να βάζει φερμουάρ και να μπαλώνει. Γυρνούσε σπίτι με τα μάτια κουμπότρυπες.

Μόλις άνοιγε την πόρτα άρχιζε να λέει πόσο θυσιάζεται. Και πως πρέπει να της χρωστώ ευγνωμοσύνη για τη θυσία της.

Όπως στο “Μάντεψε ποιος θα ‘ρθει το βράδυ”. Που λέει ο ταχυδρόμος πατέρας στον γιο Σίντνεϊ Πουατιέ, πόσα χιλιόμετρα περπάτησε για να τον μεγαλώσει.

“Και λοιπόν;” λέει ο Πουατιέ. “Αυτό κάνουν οι γονείς για τα παιδιά τους. Αυτό θα κάνω κι εγώ.”

Μια φορά δεν άντεξα και της απάντησα.

“Εγώ θυσίασα όλη μου τη ζωή”, ξεκίνησε να λέει.
“Ποια ζωή;”
Για λίγο έμεινε να με κοιτάει
“Ποια ζωή; Έζησες;”
Συνέχισε να κοιτάει, χωρίς ν’ απαντάει.
“Έζησα”, είπε τελικά. Αόριστος.
“Για ποιον έζησες;”
“Για σας.”
“Για μας; Για το καθίκι κι εμένα; Μας βάζεις στην ίδια σακούλα. Και για σένα;”
“Για σας”, είπε πιο σιγά.
“Αυτός σε είχε γραμμένη στ’ αρχίδια του. Εμένα άφηνες να με δέρνει. Και τον εαυτό σου δεν τον ξέρεις. Για ποιον έζησες;”

Και τότε ένιωσε έναν πόνο. Αυτό θα ήταν το επόμενο στάδιο της καριέρας της.
Υπομονή
Υποκρισία
Θυσία
Αρρώστια

Αλλά ακόμα βρισκόμασταν στο τρίτο στάδιο.

~~

Το λύκειο το ‘χα παρατήσει. Τζάμπα κόπος. Έμενα σπίτι κι έβλεπα όλη μέρα τηλεόραση. Πρέζες υπάρχουν πολλές. Κι ίσως να έμενα εκεί για πάντα, ταριχευμένος στην οθόνη, αν δεν ερχόταν ο Dude Lebowski.

Αυτός ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που με βοήθησε να σταθώ. Θείος μου, απ’ τη μεριά του καθικιού. Αλλά καμία σχέση με κείνον. Πώς γίνεται απ’ την ίδια οικογένεια να βγαίνουν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι; Το Φαινόμενο της Πεταλούδας. Χάος.

Ο Dude, ο θείος, ήταν ο πιο κουλ μεγάλος που ήξερα. Καμία ένταση, για τίποτα. Λες κι είχε πέσει μικρός στο καζάνι με τα λεξοτανίλ.

Ήρθε μια μέρα και με βρήκε να βλέπω τηλεόραση, μια βδομάδα άπλυτος. Βρομούσα σαν βρεγμένος αδέσποτος. Στ’ αρχίδια του ο θείος. Έκατσε στη δίπλα πολυθρόνα και ρώτησε αν είχαμε βότκα, καλούα και γάλα. Του έκανα καφέ. Ήπιε τον μισό μέχρι να μιλήσει.

“Άκου, Χόλντεν”, μου είπε.
Κι άκουσα.

Ο θείος είχε ένα βιντεοκλάμπ. Ήθελε να το λειτουργεί εικοσιτετράωρο. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα torrent και streaming. Ή τηλεόραση θα ‘βλεπες ή θα νοίκιαζες κασέτες.

Πίστευε ότι αν έμενε το μαγαζί ανοικτό και τις μικρές ώρες θα ερχόταν περισσότερος κόσμος. Δεν είχε άδικο. Τα λεφτά του τα ‘βγαλε με το παραπάνω. Αλλά δεν είχε καταλάβει τι κόσμος θα ‘ρχότανε.

“Θες;” μου είπε ο Dude.
“Γιατί όχι;”
Έτσι έκλεισε η συμφωνία, σαν ταινία των Κοέν.

~~

Το γελοίο της υπόθεσης; Όταν το είπα στη μάνα μου δεν της άρεσε. Γιατί; Εκείνη είπε ότι φοβόταν μην πάθω κάτι. Εγώ κατάλαβα ότι άλλος ήταν ο λόγος. Θα της χαλούσα τη θυσία της.

Της έδωσα το χαρτί, γιατί ήμουν ανήλικος και χρειαζόμουν την άδεια του κηδεμόνα.

“Αλλά… Μήπως…” ξεκίνησε να λέει.
“Το Μήπως είναι μια χώρα που συνορεύει με το Βάλε-Μια-Υπογραφή.”

Εντάξει, το παραδέχομαι. Δεν της είπα τέτοια ατάκα. Αλλά το νόημα το ‘πιασε και το πιάσατε. Υπέγραψε.

Κι έτσι ξεκίνησε η πορεία μου για τα Όσκαρ.

~~

Το βιντεοκλάμπ λεγόταν Electric Dreams, απ’ την ταινία και το τραγούδι. Όνειρο, έτσι το ‘λεγε ο κόσμος. “Πάω στο Όνειρο για κασέτα”. Τις ώρες που δούλευα, απ’ τα μεσάνυχτα ως τις οκτώ, θα ‘πρεπε να λέγεται Ονείρωξη.

Πράγματι είχαμε πολλή δουλειά. Αλλά ποιος θα πάει στις τρεις το πρωί να πάρει τον Θίασο του Αγγελόπουλου; Κάποιος που έχει αϋπνίες, θα μου πείτε.

Το Όνειρο ήταν ημιυπόγειο. Είχαμε χωρισμένες τις ταινίες σε κατηγορίες. Και πάνω, στο πατάρι, υπήρχε το Άδυτο των Ονειρώξεων. Εκεί είχαμε τις τσόντες. Πολύ πριν το pornhub ο μόνος τρόπος να δεις ερωτική ταινία ήταν να τη νοικιάσεις.

Ο Dude έπεσε μέσα. Τη μέρα γινόταν χαμός στο μαγαζί. Παιδάκια, γυναίκες, ο γείτονας που είναι και κουτσομπόλης, πώς θα πας εσύ να πάρεις το Βαθύ Λαρύγγι;

Μόλις πήγαινε δώδεκα κλείναμε τους μεγάλους προβολείς. Αυτό ήταν το σύνθημα. Τότε άρχιζαν να ‘ρχονται. Δεν ήταν τίποτα παράξενοι τύποι. Έφηβοι, νεαροί, αλλά και μεσήλικες. Συνηθισμένοι, αλλά μόνοι. Δεν πείραζαν κανέναν. Η μαλακία δεν είναι έγκλημα. “Είναι σεξ με κάποιον που πραγματικά αγαπάω”, όπως το λέει κι ο Γούντι.

Τα υπερκέρδη του θείου οφείλονταν στην ντροπή. Κανείς δεν νοίκιαζε μόνο τσόντα. Έπαιρναν πάντα τρεις ταινίες. Οι δύο ήταν κανονικές, η κάλυψη. Η τρίτη ήταν ο λόγος που έρχονταν. Και πάντα την έβαζαν ανάμεσα στις άλλες δύο.
Χορεύοντας με τους λύκους
Σουηδέζες με καύλες
Η λίστα του Σίντλερ

Στην αρχή, τις πρώτες μέρες, μ’ έβλεπαν στο ταμείο και κρυβόντουσαν. Κάποιοι έφευγαν. Ίσως να μην έκανα για τη θέση, ήμουν μικρός. Αλλά τότε έτυχε ν’ ανακαλύψω τη Μεγάλη Ψευδαίσθηση, F for Fake που λέει κι ο Όρσον Ουέλς.

Στο ράφι, πίσω απ’ το ταμείο, είχαμε μια μεγάλη τηλεόραση, ένα μπαούλο κανονικά. Είχαμε και βίντεο, τι σκατά βιντεάδικο θα ήμασταν;

Απ’ την ώρα που έμπαινα στο Όνειρο, μέχρι να σχολάσω, δεν έκανα τίποτα άλλο απ’ το να βλέπω ταινίες.

Ούτε καν pause δεν πατούσα όταν ερχόταν κάποιος για ενοικίαση. Ήμουν λιγάκι σαν τον Ναπολέοντα. Κρατούσα λεφτά, έκοβα αποδείξεις (όχι και πολλές, βράδυ ήταν), κι έβλεπα τις ταινίες μου.

Αυτό χαλάρωνε τους πελάτες, γιατί δεν τους έδινα σημασία.
“Τι βλέπεις;” ρωτούσαν κι άφηναν τις τρεις ταινίες τους, με τη τσόντα στη μέση.
“Braveheart.”
“Ωραίος ο Μελ Γκίμπσον.”
“Ήταν καλύτερος στο Καλλίπολη.”
Έπαιρναν τις ταινίες τους και φεύγαν. Δεν ήξερα τ’ όνομα κανενός. Κι εκείνοι δεν ήξεραν το δικό μου. Το καλύτερο μέρος για να πάρεις την τσόντα σου.

Ο Dude κατάλαβε. Στα ρεπό μου είχαμε τις μισές νυχτερινές ενοικιάσεις. Οι άλλοι υπάλληλοι ήταν αδιάκριτοι, και τσαντισμένοι που δούλευαν νύχτα. Εγώ γούσταρα, οι πελάτες με γούσταραν.

Μου πρότεινε να δουλεύω χωρίς ρεπό, διπλά λεφτά. Να γίνω ο μόνιμος Νυχτερινός. Καλύτερο δώρο δεν μπορούσε να μου κάνει.

Για τρία χρόνια, χωρίς μια μέρα διακοπή, δούλευα βράδυ. Ήταν οι μόνες ώρες που είχαν νόημα. Οκτώ ώρες έβλεπα ταινίες. Γυρνούσα σπίτι και κοιμόμουν ως τις οκτώ το απόγευμα. Γυμναστική, μπάνιο, φαΐ και πάλι στο Όνειρο.

Κι αφού τα είδα όλα ξεκίνησα να φέρνω πιο καλτ και πιο ψαγμένα. Το ‘κανα για μένα, για να βλέπω εγώ, αλλά τα σινεφίλ νοικιάζονταν τη μέρα. Είχαμε γίνει το πιο ενημερωμένο βιντεοκλάμπ της Αθήνας.

Μετά έγινα δεκαοκτώ. Ο θείος ήρθε στο σπίτι και μου ‘κανε την πρόταση.
“Άκου, J.D.”, μου είπε.
Κι άκουσα.

Ήθελε να το κάνει φραντσάιζ σ’ όλη την Ελλάδα. Με άλλο όνομα, πιο nineties, Seven Dot. Και ήμουν ο καλύτερος στην επιλογή ταινιών.

Μου πρότεινε να γίνω κάτι σαν καλλιτεχνικός διευθυντής. Αλλά υπό έναν όρο.
“Θα τελειώσεις το λύκειο, Τζόνι”, μου είπε. “Δεν γίνεται ο διευθυντής μου να είναι απόφοιτος γυμνασίου.”

Ήταν ωραίος τύπος. Με τον τρόπο του ήθελε να με πάει παρακάτω. Το δέχτηκα, αλλά υπό έναν όρο: Θα συνέχιζα να δουλεύω βραδινή βάρδια. Και θα πήγαινα σε εσπερινό λύκειο, κανονικά.

Δώσαμε τα χέρια και πήγαμε να πιούμε ένα White Russian. Ήμουν ενήλικος πλέον.

~~

Ίσως να παρατηρήσατε ότι δεν αναφέρω καθόλου τη μάνα μου. Δεν είναι τυχαίο. Εκείνα τα τρία χρόνια, χάρη στον Dude θείο και στις ταινίες, κατάφερα κάτι σημαντικό. Σταμάτησα να είμαι θύμα των προπατορικών αμαρτημάτων.

Αλλά θα χρειαζόταν ένα ακόμα σπρώξιμο για να ξεφύγω τελείως. Κι εκεί εμπλέκεται το τρίτο πρόσωπο.

~~

Δούλευα νυχτερινός, κοιμόμουν, πήγαινα λύκειο. Και πάλι πίσω στις ταινίες.

Τότε η μάνα μου φούντωσε αρρώστιες. Όλη την ώρα κάτι την πονούσε. Τη μια το χέρι της, την άλλη η πλάτη, το κεφάλι, ο γοφός, το γόνατο, το μάτι, η καρδιά.

“Η καρδιά δεν πονάει”, της έλεγα.
“Η δικιά μου πονάει.”

Πονούσε, υπέφερε, αλλά ήταν περιοδεύων πόνος, που έκανε τον γύρο του σώματος της κάθε ογδόντα λεπτά.

Θα μπορούσε να σταματήσει να δουλεύει. Έβγαζα αρκετά λεφτά. Δεν της το πρότεινα. Αν το έκανα, αν έμενε σπίτι ξανά, θα εγκλωβιζόταν στην κενή ζωή της. Κι εγώ μαζί της.

Της είπα να βρει γκόμενο, να διασκεδάσει. Δεν ήθελε.
“Μια φορά παντρεύεσαι”, μου ‘λεγε. “Εγώ παντρεύτηκα τον πατέρα σου.”

Ανακατευόμουν λιγάκι, αλλά δεν μπορούσε πια να με τσαντίσει. Όταν άρχιζα να νιώθω American Psycho έφευγα. Για το λύκειο, για το Όνειρο.

Και φούντωναν οι φανταστικοί της πόνοι.

~~

Στο εσπερινό έγινε το τρίτο γύρισμα.

Βαρετά ήταν, οι περισσότεροι πηγαίναμε μόνο για να πάρουμε το χαρτί. Αλλά μια μέρα ήρθε εκείνη. Ήταν μια καθηγήτρια παράξενη, αταίριαστη στα μέρη μας. Εικαστικά έκανε. Άννα Μόνου, έτσι τη λέγανε, το ‘γραψε στον πίνακα την πρώτη φορά. Δεν υπήρξε δεύτερη.

Ξεκίνησε να μας λέει για την τέχνη. Ότι δεν είναι κάτι που κάνουν μόνο οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Μας είπε ότι όλοι μπορούμε να κάνουμε τέχνη. Και μετά είπε μια ατάκα, που την έγραψα στον τοίχο πάνω απ’ το κρεβάτι μου: “Η τέχνη είναι λύτρωση”.

Όλοι μπορούμε να κάνουμε τέχνη. Έβλεπα πέντε χρόνια ταινίες, αλλά χρειαζόμουν κάποιον να μου το πει. Πήρα ένα τετράδιο και κρατούσα σημειώσεις. Τίτλος, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιοί, μουσική, φωτογραφία, κάστινγκ, τα πάντα. Κι ακόμα παραπάνω. Έγραφα τι γίνεται σε κάθε σκηνή, έγραφα τους διαλόγους.

Την Άννα δεν την ξαναείδα. Την επόμενη βδομάδα, η κυριούλα με τη μακριά φούστα πυροβόλησε δυο καθίκια που προσπάθησαν να τη βιάσουν. Την πίστεψα πιο πολύ τότε. Μακάρι να ‘χε τα κότσια να το κάνει κι η μάνα μου αυτό.

~~

Τέλειωσα το λύκειο κι έδωσα εξετάσεις. Πέρασα Φωτογραφία και Οπτικοακουστικές Τέχνες. Ξεκίνησα κι αγγλικά, να τα μάθω απ’ την αρχή.

Η μάνα μου συνέχισε ν’ αρρωσταίνει. Κι όσο μ’ έβλεπε ν’ απομακρύνομαι, τόσο αρρώσταινε.

Κάποια στιγμή της είπα τι ήθελα να κάνω. Γέλασε.
“Σιγά. Σιγά μη γίνεις συγγραφέας. Με το ζόρι τέλειωσες το λύκειο. Το εσπερινό.”

Τσαντίστηκα, αλλά δεν έφυγα. Την αντιμετώπισα.
“Θα ζήσω τη ζωή μου έτσι όπως θέλω”, της είπα. “Κι αν αποτύχω, δεν πειράζει. Θα έχω προσπαθήσει γι’ αυτό που γουστάρω. Εσύ τι έκανες;”

Την είδα να κατεβάζει τα μούτρα.
“Δε στο λέω για κακό”, μου είπε. “Δεν θέλω να ταλαιπωρηθείς άδικα, να χαθείς σε όνειρα. Και μετά να…”

Κατάλαβα τι εννοούσε, στις λέξεις που δεν έλεγε. Η μάνα μ’ αγαπούσε, το ξέρω. Αλλά η αγάπη της ήταν φτιαγμένη στα μέτρα της. Και μ’ έπνιγε. Μ’ έπνιγε.

“Να χαθώ στο όνειρο. Να ζήσω γι’ αυτό. Να πεθάνω γι’ αυτό.” Έτσι της είπα.
“Να σκοτώσεις;”
Κι άρχισε πάλι να πονάει κάπου.

Την άφησα, βγήκα έξω και σκεφτόμουν. Να σκοτώσεις για τ’ όνειρο; Μπορείς;

~~

Λίγο πριν το τέλος γνώρισα τη Σόφη στο ΤΕΙ. Καθόταν μόνη της στο κυλικείο και διάβαζε Έμιλι Ντίκινσον. Μου θύμισε την καθηγήτρια, την Άννα -πριν τα λαστέξ και τους πυροβολισμούς.

Την πλησίασα, τη ρώτησα πώς τη λένε. Όταν μου είπε το όνομα της, δεν είπα το δικό μου.
“Η επιλογή της Σόφι”. Αυτό είπα.

Με κοίταξε μ’ εκείνα τα στρογγυλά μάτια, που τόσο μ’ αρέσει να χαζεύω κάθε βράδυ.

Της διηγήθηκα όλη την ταινία του Πακούλα. Της είπα για την εκπληκτική ερμηνεία της Μέριλ Στριπ. Και το κέντρο βάρους της ιστορίας. Έπρεπε, η μάνα, να επιλέξει ένα απ’ τα δυο παιδιά της. Ποιο θα ζήσει απ’ το στρατόπεδο συγκέντρωσης.

“Είναι απαίσιο δίλημμα”, είπε η Σόφη.
“Είναι υπέροχη ταινία”, της είπα.
(“Εκείνη τη μέρα, την πρώτη μέρα, σε ερωτεύτηκα”, μου είπε η Σόφη μετά από μήνες.
“Εγώ σ’ ερωτεύτηκα ακόμα πιο πριν”, της είπα).

Αυτή ήταν η αρχή ενός υπέροχου έρωτα, στην Καζαμπλάνκα, στο Παρίσι, στο Αιγάλεω.

~~

Δούλευα, σπούδαζα, ερωτευόμουν, έμενα με την πονεμένη μάνα μου. Δεν μπορούσα να χωρέσω και την τέχνη, δεν μπορούσα να χωρέσω και τ’ όνειρο μου εκεί μέσα, κάτι έπρεπε να ξεφορτωθώ, βάρος ν’ αφήσω, για ν’ απογειωθώ.

Πέταξα πρώτα τη δουλειά. Είχα μαζέψει αρκετά λεφτά για να τη βγάλω δυο-τρία χρόνια. Το ‘πα στον θείο Dude.

“Άκου, Τζόνι”, μου είπε.
Και άκουσα.

Εκείνος είχε μπει κάποτε πενταετία στο στρατό. Θα μπορούσε να γίνει και μόνιμος. Αλλά δεν άντεχε τους καραβανάδες.

“Έφυγα”, μου είπε. “Φύγε κι εσύ.”
Ήπιαμε μερικά White Russian και πήγαμε για μπόουλινγκ.

Θα μπορούσα να σταματήσω εκεί, αλλά ήμουν ερωτευμένος. Βρήκαμε ένα διαμέρισμα για να μείνουμε. Είχε και γραφείο, για να γράφω. Για να πας στο υπνοδωμάτιο έπρεπε ν’ ανέβεις τρία σκαλοπάτια. Εκεί βάλαμε ένα διπλό στρώμα στο πάτωμα και ήμασταν πιο κουλ απ’ τον Τραβόλτα και τη Θέρμαν στο Pulp Fiction.

Αλλά δεν γινόταν να μοιράζομαι τη ζωή μου με τη μάνα μου. Τα όνειρα δεν σηκώνουν πολύ βάρος. Πρέπει να διαλέξεις, με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. Έτσι μετακόμισα οριστικά κι απόλυτα.

Όσο μάζευα τα πράγματα μου η μάνα δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Την άκουγα να βογκάει σαν ετοιμοθάνατη. Τα πήγα όλα έξω, και μετά στάθηκα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.

Ήταν σκεπασμένη με την κουβέρτα ως τον λαιμό. Μάη μήνα, σχεδόν καλοκαίρι. Μου ήρθε εκείνη η εικόνα. Το τέρας, το καθίκι, ο γίγαντας στην πόρτα, να φωνάζει: “Λογαριασμό θα σου δώσω;”

“Φεύγω”, της είπα.
Έβηξε, όσο πιο άσχημα μπορούσε.
“Αν φύγεις, θα πεθάνω”, μου είπε.
“Αν δεν φύγω, δεν θα ζήσω”, της απάντησα.

Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Μείναμε να κοιταζόμαστε. Το αγοράκι που έγινε άντρας. Η μαμά που έγινε μάνα.

Ένιωθα σαν να είχα μπρος μου δυο ανθρώπους. Ο ένας μου έλεγε: “Μείνε!”
Κι ήθελε να με κρατήσει εκεί για πάντα.

Ο άλλος, αυτή η μητέρα που ήταν θαμμένη κάτω απ’ τις κουβέρτες και τα χτυπήματα, κάτω απ’ την κοινωνία κι απ’ τον φόβο, κάτω απ’ όλα αυτά που ήθελα-να-κάνω-αλλά-δεν-τόλμησα, αυτή η άλλη με κοιτούσε με χαρά και θαυμασμό, με αγάπη τόσο μεγάλη που τίποτα, ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν μπορούσε να νικήσει, με κοιτούσε κι έλεγε:
“Φύγε, καρδιά μου. Πέτα.”

Άκουσα τη σπονδυλική μου στήλη να σχίζεται στα δυο.

Κάποιες επιλογές, κάποιες αποφάσεις, είναι τελεσίδικες σαν τη λαιμητόμο. Έκοψα τον ομφάλιο λώρο, για να κρατήσω το κεφάλι.

Τη σκότωσα
(αν φύγεις θα πεθάνω)
Τη σκότωσα, χωρίς καν να την αποχαιρετήσω. Άλλωστε το ξέρω, το γνωρίζει κι εκείνη. Θα την κουβαλάω πάντα μέσα μου.

Πήγα στην πόρτα, πήρα τα πράγματα μου κι έφυγα.

~~

Ουπς! Τι γίνεται εδώ; Η μητροκτονία, το δικαστήριο, τα ισόβια και κάτι ψιλά; Ένα θα σας πω: Συνήθεις Ύποπτοι, του Μπράιαν Σίνγκερ.

Ο Βέρμπαλ Κιντ, που τον παίζει ο Κέβιν Σπέισι, είναι ένας ανάπηρος μικροαπατεώνας. Όταν τελειώνει η ανάκριση, και η ταινία, ο Κιντ βγαίνει στον δρόμο και περπατάει κανονικά. Αυτός ήταν ο Κάιζερ Σόζε, το αφεντικό.

Ανατροπή, μωρό μου. Όπως το ‘χε πει ο R.L. Stein: “Κάθε καλή ιστορία έχει αρχή, μέση και… ανατροπή.”

Δεν τη σκότωσα, κυριολεκτικά τουλάχιστον, τη μάνα μου. Σιγά μην το κάνω. Χαράμισα πολλά χρόνια απ’ τη ζωή μου στη φυλακή της οικογένειας, για να χαραμίσω τα υπόλοιπα σε κανονική φυλακή.

Ίσως κάποιοι ν’ αναρωτιέστε αν είναι (και κατά πόσο) αληθινή η ιστορία μου. Ίσως και να ‘ναι. Συμβαίνει παντού. Κι αν δεν είναι η δική μου ιστορία είναι κάποιου που γνωρίζω, ίσως κάποιου που γνωρίζετε εσείς.

Δεν έχει καμιά σημασία η αλήθεια. Το μόνο που έχει σημασία είναι να διηγηθείς μια ωραία ιστορία.

~~

Αυτή είναι η περίληψη. Τι λέτε; Να το κάνω σενάριο; Στ’ αγγλικά εννοείται. Να ξεκινήσω; Νομίζω ότι θα γινόταν καλή ταινία.

Και ξέρετε σε ποιον θα αφιερώσω το Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου. Δεν το ξέρετε;

Λοιπόν… Θα ξαφνιαστώ σαν ακούσω τ’ όνομα μου. Θα γυρίσω και θα φιλήσω τη Σόφη. Θα φτιάξω τα μαλλιά μου. Θα σηκωθώ και θ’ ανέβω στη σκηνή, ενώ θα χειροκροτάει ο Ταραντίνο. Θα ευχαριστήσω τον Κάουφμαν, που θα μου δώσει το αγαλματίδιο.

Θα μιλήσω στο μικρόφωνο. Θα πω:
“Ευχαριστώ την οικογένεια μου, που μ’ έκανε αυτό που είμαι.”

Τέλος.
~~

Αυτό είναι το σενάριο, αυτό είναι το όνειρο. Μέχρι να συμβεί τι κάνω; Ζω, γράφω, ερωτεύομαι. Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω σαν…
Σαν κανονικός άνθρωπος.

“I want to live like common people.
I want to do whatever common people do”

Η ιστορία της Άννας εδώ Η δασκάλα πήρε τ’ όπλο της