Ο Ζήτα πήρε τον αριθμό 132. Ακούστηκε ο ήχος αλλαγής. Κοίταξε. Το 41. Πιθανός χρόνος αναμονής 212 λεπτά. Δούλευαν μόνο δύο ταμίες.
Σκέφτηκε να φύγει, αλλά χρειαζόταν τα λεφτά για να πληρώσει τη δόση του διακανονισμού. Τελευταία μέρα.
Την κάρτα του ΑΤΜ την είχε κόψει κομματάκια πριν μήνες. Νόμιζε ότι έφταιγε η κάρτα που τέλειωναν τόσο γρήγορα τα λεφτά. Τελικά έφταιγαν τα λεφτά. Ο βασικός μισθός δεν φτάνει, με κάρτα ή χωρίς.
Παρατήρησε τον κόσμο γύρω του. Οι περισσότεροι ήταν γέροι και σκυθρωποί. Αλλά και οι νέοι ήταν γέροι και σκυθρωποί. Ποιος χαμογελάει στην τράπεζα;
Κοίταξε έξω. Μια εντυπωσιακή γυναίκα περνούσε. Πάνω από σαράντα σίγουρα, αλλά έβαζε κάτω πολλές εικοσάχρονες.
Λίγο νωρίτερα είχε μιλήσει με τη γυναίκα του. Την πρώην γυναίκα του. Του είπε ότι θα το πήγαινε δικαστικά. Τα λεφτά που της έδινε δεν έφταναν.
“Εξακόσια ευρώ παίρνω”, της είπε. “Το ξέρεις. Μείον το νοίκι μου, μείον…”
“Δεν με νοιάζει. Να βρεις καλύτερη δουλειά.”
“Ναι, θα πάω να δουλέψω στην Google. Σίγουρα ζητάνε άτομα άνω των πενήντα που να ξέρουν από ταπετσαρία επίπλων.”
“Δεν με νοιάζει.”
Δεν την ένοιαζε. Ούτε κι εκείνον τον ένοιαζε. Πάει καιρός που είχε σταματήσει να τον νοιάζει οτιδήποτε.
Έκατσε δίπλα σε μια κοπέλα. Μύριζε όμορφα.
Ένας τρίτος ταμίας πήρε θέση. Αλλά δεν πάτησε για νούμερο. Έβαλε ένα ταμπελάκι που έγραφε Ειδικό Ταμείο. Πήγε μπροστά του ένας μικροκαμωμένος τύπος. Είχε μια πλαστική σακούλα, απλή, απ’ αυτές που τα σούπερ χρεώνουν εννιά λεπτά. Την ακούμπησε στο Ειδικό Ταμείο. Έβγαλε από μέσα έναν φάκελο. Άνοιξε τον φάκελο. Ήταν γεμάτος πενηντάρικα. Πενηντάευρα, όχι κέρματα. Τα έδωσε στον ταμία που τα πέρασε απ’ τη μηχανή. Μετά άνοιξε κι άλλο φάκελο. Πάλι πενηντάρικα.
Όλοι είχαν γυρίσει και τους κοιτούσαν. Ενενήντα ένα πελάτες σε αναμονή τους κοιτούσαν.
Ο Ζήτα σκέφτηκε να ορμήσει. Να του δώσει μία στο κεφάλι, να πάρει τη σακούλα του σούπερ μάρκετ και να το σκάσει. Μάλλον αυτό σκέφτονταν όλοι. Αλλά κανείς δεν το ‘κανε. Παρακολουθούσαν ν’ αδειάζει τη σακούλα, φάκελο-φάκελο, σαν να έβλεπαν παράσταση. Και μετά να φεύγει, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Άλλη μια Παρασκευή στην τράπεζα.
Ακούστηκε ο ήχος αλλαγής. Το 42 νούμερο. Ο Ζήτα ξανακοίταξε το χαρτάκι του. Συνέχισε να είναι το 132. Το έδωσε σε μια γρια και βγήκε έξω.
Ήθελε να δει πού πηγαίνει ο τύπος με τα πενηντάρικα. Από περιέργεια λιγάκι, αλλά το σκεφτόταν να του επιτεθεί. Τουλάχιστον να δει το αυτοκίνητο του ή πού μένει. Να τον περιμένει και την επόμενη φορά που θα τον δει… Για πόσα λεφτά θα τον σκότωνε; Το σκέφτηκε. Για δέκα χιλιάρικα δεν θα το ‘κανε. Αλλά για εκατό; Σίγουρα της νύχτας ήταν ο τύπος, δεν θα ήταν μεγάλη απώλεια για την ανθρωπότητα. Για ένα εκατομμύριο; Για ένα εκατομμύριο θα σκότωνε και τη γυναίκα του. Την πρώην.
Τότε άκουσε να τον φωνάζουν. Κοίταξε πίσω του. Τον πλησίασε χαρωπός και ενθουσιασμένος ένας άγνωστος. Αλλά ήξερε το όνομα του.
“Ζήτα! Ρε φίλε, δεν το πιστεύω!”
Ο άγνωστος τον αγκάλιασε. Χρειάστηκε να τον ακούσει λίγο να μιλάει για να καταλάβει. Ήταν ο Γάμμα, ένας συμμαθητής του απ’ το λύκειο. Είχαν να βρεθούν πάνω από τριάντα χρόνια.
“Δεν το πιστεύω”, είπε ο Γάμμα. “Συναντάω τον θρύλο της τάξης του ’91”.
“Τον θρύλο;”
“Ο Ελεύθερος.”
Αυτό το είπε με τρελό ενθουσιασμό. Η ανάσα του μύριζε σκόρδο. Ο Ελεύθερος; Ο Ζήτα το ‘χε ξεχάσει. Αυτό ήταν το ψευδώνυμο που του είχαν δώσει την τελευταία χρονιά. Όταν όλοι ετοιμάζονταν για τις πανελλήνιες εκείνος είχε υπογράψει ότι δεν θα πάρει μέρος.
“Και τι θα κάνεις;” τον είχε ρωτήσει ο διευθυντής.
“Θα ζήσω ελεύθερος”, απάντησε ο Ζήτα.
Η απάντηση του διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Όλοι περίμεναν να δουν τι θα κάνει. Εκείνος ένιωσε πιεσμένος. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τελικά, μόλις έγινε δεκαοκτώ έφυγε για το Λονδίνο. Πανηγυρικά.
“Σε ζηλεύαμε όλοι”, του είπε ο Γάμμα. “Εσύ θα γυρνούσες τον κόσμο, θα έκανες ό,τι ήθελες. Κι εμείς…”
Η εντυπωσιακή γυναίκα, η σαραντάρα που είχε δει πιο πριν, πλησίασε τον Γάμμα. Την έπιασε απ’ τη μέση και τη σύστησε στον Ζήτα.
“Έχω ακούσει πολλά για σένα”, του είπε. “Σε είχαν για είδωλο. Ο Ελεύθερος.”
Ο Ζήτα προσπάθησε να εντοπίσει εκείνη τη στιγμή. Μια μόνο στιγμή που να ήταν ελεύθερος. Θυμήθηκε μια μέρα που περπατούσε στο δάσος.
Χαιρετήθηκαν κάπως αμήχανα, με υποσχέσεις να βρεθούν για καφέ ή ποτό. Ο Ζήτα περπάτησε τριγύρω για λίγο, μήπως βρει τον τύπο με τα πενηντάρικα.
Μετά σκέφτηκε να τα παρατήσει όλα. Να πάει να ζήσει σ’ ένα δάσος. Να κάνει μια νέα αρχή. Να είναι ελεύθερος. Ελεύθερος. Του ήρθαν γέλια, αλλά τα ‘πνιξε. Γιατί μπορεί και να ‘κλαιγε.
Μπήκε στην τράπεζα και πήρε καινούριο χαρτάκι. 186.
Πιθανός χρόνος αναμονής: Ισόβια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Robert Frank