Φορούσα το χαβανέζικο πουκάμισο κι οδηγούσα προς Χαλκιδική. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από σκοτωμένα ζώα. Κυρίως σκυλιά και σκαντζόχοιρους, αλλά και γάτες. Είδα και κάτι που έμοιαζε με ασβό.
Άκουγα τα μαθήματα ρώσικων. Χαμένος κόπος. Τόσο καιρό τ’ ακούω κι έχω μάθει μόνο τον ουρανό (νιέμπα) και τη θάλασσα (μόρια). Πολύ δύσκολη γλώσσα, αναρωτιέμαι πώς κατάφερε ο Τσέχωφ να γράψει τόσο απλά.
Στο πορτ μπαγκάζ είχα ένα πακέτο. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να προσέχω. Η μέση μου με σούβλιζε πάλι. Δυο δισκοκήλες δεν είναι αστείο πράγμα. Μια λάθος κίνηση, λίγο ν’ αφαιρεθώ και να μη λυγίσω γόνατα, να μη σφίξω κοιλιακούς, και πάει, θα μείνω στο κρεβάτι για έναν μήνα.
Πράγμα που δεν γίνεται. Η Μαριάννα δίνει πανελλήνιες φέτος, που σημαίνει πολύ χρήμα στους φροντιστές. Δεν με παίρνει να κρεβατωθώ.
Κι εκείνος ο τύπος στο πορτ μπαγκάζ ήταν πραγματικά χοντρός ο καριόλης.
~~
Δεν τους σκοτώνω εγώ, δεν είμαι δολοφόνος. Το καθάρισμα κάνω μόνο. Αναλαμβάνω το πακέτο, το πτώμα. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να φτάσω ως την παραλία του Μπούσουλα.
Το πιο σημαντικό είναι να μην με σταματήσουν για έλεγχο. Έχω ένα παλιό αυτοκινητάκι. Πάω αργά και δεξιά. Λάτιν μουσική και φρέντο. Φοράω τη στολή: Χαβανέζικο, βερμούδα, σαγιονάρα.
“Πού πηγαίνετε;”
“Στη θάλασσα.”
Δεν μ’ έχουν σταματήσει ποτέ, αλλά είμαι έτοιμος. Και δεν θα λέω ψέματα. Αφού εκεί πηγαίνω.
Στον Μπούσουλα έχω ανακαλύψει ένα πολύ καλό μέρος, το Σημείο -έτσι το λέω εγώ. Κανείς δεν πηγαίνει για μπάνιο εκεί, γιατί -πολύ απλά- δεν επιτρέπεται. Είναι το σημείο όπου μπαίνει το χοντρό καλώδιο της ΔΕΗ στο νερό. Έχει και ταμπέλα, με μεγάλα γράμματα και νεκροκεφαλή: “Απαγορεύεται το κολύμπι. Κίνδυνος- Θάνατος.”
Εφτά πακέτα έχω ξεφορτωθεί ως τώρα. Η τακτική απλή. Τους δένω έναν τσιμεντόλιθο στον λαιμό και τους πετάω απ’ τον βράχο. Είναι βαθιά, μπορεί και πέντε μέτρα.
Όμως το καλύτερο, πέρα απ’ την απαγόρευση, είναι οι σμέρνες. Γίνεται χαμός. Δεν ξέρω αν είχε τόσες πολλές και πριν ή αν αυξήθηκαν με το τάισμα.
Οι σμέρνες είναι οι ύαινες της θάλασσας. Τα πιο κοφτερά σαγόνια. Κι είναι αχόρταγες. Ένα πακέτο των ογδόντα κιλών το ξεκοκαλίζουν σε μια βδομάδα.
Μετά βγάζω τον σκελετό, που τον έχουν γυαλίσει σαν φίλντισι. Είναι απαραίτητο αυτό, να τον έχουν καθαρίσει καλά, γιατί οι σάρκες κολλάνε στα γρανάζια.
Έχω λίγο πιο πίσω, κρυμμένο κάτω από μια λινάτσα και άμμο, έναν χειροκίνητο χαλικοποιητή. Όλοι χρησιμοποιούν τους ηλεκτρικούς πλέον, ήταν δύσκολο να βρω αυτό το μοντέλο.
Τι κάνει ένας χαλικοποιητής, ηλεκτρικός ή χειροκίνητος; Σπάει όποια πέτρα θες σε χαλίκι, χαλικάκι, άμμο. Το χρησιμοποιούν οι μάστορες της πέτρας, έτσι ώστε να γεμίζουν τα μικρά κενά στους τοίχους με ίδιας απόχρωσης χαλίκι ή άμμο. Ηπειρώτης είμαι, ξέρω από τέτοια.
Ρίχνω μέσα τον σκελετό και τον περνάω απ’ τον λεπτό τρίφτη. Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Κι ένα παιδί το κάνει. Σε μια ώρα έχω τον κάδο του χαλικοποιητή γεμάτο με “λευκή άμμο”. Αυτή πηγαίνω και την αδειάζω απ’ την άλλη μεριά του βράχου, στη θάλασσα πάλι. Αν το κάνω για μερικά χρόνια πιστεύω ότι θα δημιουργηθεί μια πολύ ξεχωριστή παραλία. Βοτσαλάκι, κοχυλάκι, κοκαλάκι.
~~
Ξεφόρτωσα τον χοντρό προσέχοντας για τη μέση μου. Τον έσυρα ως το Σημείο κι έπιασα να τον γδύσω. Στις σμέρνες δεν αρέσει να έχει περιτύλιγμα το φαΐ τους. Τα ρούχα τα καίω στον καυστήρα πέλλετ, στο εξοχικό.
Όπως του έβγαζα το σακάκι ένας φάκελος έπεσε στον βράχο. Είχε ένα σημείωμα: “Ευτυχισμένη επέτειο, αγάπη μου. Θα είμαστε μαζί για πάντα. Με αγάπη, ο Αρκουδάκος σου.” Μαζί είχε δυο εισιτήρια για την καινούρια ταινία του Γούντι Άλεν, Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη.
Λατρεύω τον Γούντι Άλεν. Ναι, δεν είμαι κανένας αγροίκος. Μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας. Τελικά έγινα καθαριστής για τους Ρώσους. Έτσι είναι η ζωή: Γι’ αλλού πας κι αλλού βρίσκεσαι.
Έβαλα τα εισιτήρια στην τσέπη. Θα πήγαινα να τη δω με τη Μάγδα. Ξαναδιάβασα το σημείωμα: “Θα είμαστε μαζί για πάντα.”
Είχε πέσει έξω στις προβλέψεις του ο Αρκουδάκος. Το για-πάντα τέλειωσε χθες. Αν πλήρωνε στην ώρα του θα πήγαινε να δει την ταινία.
Τον έγδυσα, τον έδεσα και τον έριξα. Λίγο αφότου έφτασε στον πάτο είδα τα φιδίσια σώματα να πλησιάζουν την τροφή τους. Ήταν καμιά τριανταριά πλέον.
Τράβηξα αυτόν που είχα ρίξει πριν δέκα μέρες. Είχε λίγο κρέας ακόμα πάνω του. Αυτό θα το έγλειφαν τα μικρότερα ψάρια. Τον ξανάριξα μέσα.
Έβαλα τα ρούχα του Αρκουδάκου στην τσάντα με τα μπανιερά, κάτω απ’ τις πετσέτες και το μαγιό. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής χωρίς κανένα φόβο. Το πάτησα και λιγάκι. Δεν είχα τίποτα μαζί μου. Ήμουν μια χαρά.
Κι όμως… Αισθανόμουν απαίσια.
~~
Με βασάνιζε εκείνο το για-πάντα του χοντρού. Σκεφτόμουν ότι όλοι ζούμε τις προσωπικές μας οπτασίες. Ο τύπος ήταν πάνω από πενήντα χρονών κι εκατόν πενήντα κιλά. Ακόμα κι αν πλήρωνε κανονικά όσα χρωστούσε, πώς μπορεί να εννοούσε το για-πάντα; Να έλεγε ισόβια, το καταλαβαίνω. Να έλεγε για-όσο-αντέξει-η-καρδιά-μου, εντάξει. Αλλά για πάντα;
Ενώ σκεφτόμουν τον χοντρό είδα ένα ακόμα χτυπημένο σκυλί στην άκρη του δρόμου. Κι ήταν καινούριο. Η μουσούδα του ήταν γυρισμένη προς τα αυτοκίνητα, σαν να εκλιπαρούσε. Ξεκίνησα να κλαίω.
Σκέφτηκα αυτούς που το εγκατέλειψαν, επειδή δεν ήταν κουτάβι πια. Πόσο καθίκια είναι μερικοί;
~~
Γύρισα σπίτι και είπα στη Μάγδα ότι της είχα μια έκπληξη, για την επέτειο γάμου μας.
“Σε δυο μήνες είναι”, έκανε εκείνη.
“Προκαταβολή.”
Της έδειξα τα εισιτήρια. Της είπα ότι μου τα έδωσε το αφεντικό, δωράκι, επειδή τα πάω καλά.
“Σπουδαίο δώρο σου ‘κανε”, είπε η Μάγδα.
Φυσικά δεν της έχω πει τι δουλειά κάνω. Νομίζει ότι είμαι οδηγός για τουρίστες. Απ’ το ξενοδοχείο στο αεροδρόμιο και πίσω.
Το πρόβλημα είναι ότι δουλεύω μια φορά το τρίμηνο. Περίπου κάθε τόσο με χρειάζονται. Και πληρώνομαι σαν να δούλευα δέκα μήνες. Αλλά έχω πολύ ελεύθερο χρόνο, δεν γίνεται να μένω σπίτι. Έτσι έχω το εξοχικό μου, μια μονοκατοικία στο Μεσημέρι, στους αγρούς.
Τα πρωινά φοράω το κουστούμι, φιλάω τη γυναίκα και τα παιδιά, φεύγω. Πάω προς αεροδρόμιο, στρίβω. Φτάνω στο εξοχικό, βγάζω το κουστούμι και βάζω τη φόρμα.
Φροντίζω τον κήπο μου κάθε μέρα. Έχω έναν υπέροχο κήπο. Κυρίως ζαρζαβατικά και λαχανικά, αλλά και λουλούδια. Πολύ με χαλαρώνει ν’ ασχολούμαι με τα φυτά μου. Νομίζω ότι ο άνθρωπος έχασε ένα μέρος της ψυχής του όταν απομακρύνθηκε απ’ τη φύση.
Ασχολούμαι με τον κήπο ως το μεσημέρι. Μετά, αφού φάω, διαβάζω. Κυρίως τους Ρώσους. Οι αγαπημένοι μου είναι ο Γκόγκολ κι ο Τσέχωφ. Τον Τολστόι τον βαριέμαι, είναι υπερβολικός σε όλα, και στην ηθική του. Ο Ντοστογιέφσκι είναι καλύτερος, αλλά έχει πάρει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του. Προτιμώ το μειδίαμα του Τσέχωφ. Μου θυμίζει και τον Γούντι Άλεν.
Το απόγευμα κόβω ότι είναι ώριμο, φοράω το κουστούμι και γυρνάω σπίτι. Υποτίθεται ότι ψωνίζω απ’ τη βιολογική λαϊκή αγορά. Και τα δικά μου βιολογικά είναι. Μόνο κοπριά τους βάζω.
~~{}~~
Κοπριά παίρνω απ’ το μαγαζί του Γιώργου, πάνω στο δρόμο προς Χαλκιδική. Ο Γιώργος εμπορεύεται κοπριά (ένα ευρώ το πεντόκιλο) και εκκλησάκια. Από εκείνα που βάζουν όπου έχει γίνει δυστύχημα.
Μου είχε κάνει εντύπωση και τον είχα ρωτήσει, γιατί πουλάει μόνο αυτά τα δύο. Περίμενα ότι θα μου έλεγε κάτι φιλοσοφημένο, σαν να ήταν χωρικός του Τσέχωφ ή χαρακτήρας του Άλεν.
Κάτι σαν: “Η κοπριά είναι σκατά και ζωή. Η ζωή είναι σκατά. Το εκκλησάκι είναι θάνατος και επέκεινα. Αυτά συνδέονται. Γιατί όλοι κάποια μέρα θα πεθάνουμε και θα γίνουμε κοπριά.”
Φυσικά ο Γιώργος ούτε τον Τσέχωφ ήξερε ούτε τον Άλεν. Χαμήλωσε το ραδιοφωνάκι που έπαιζε Πάολα στη διαπασών και εξήγησε, με αφοπλιστική λογική:
“Ο γαμπρός μου έχει κτηνοτροφική μονάδα. Οι αγελάδες χέζουν πολύ.”
“Και τα εκκλησάκια;”
“Τα φέρνω από Κίνα. Πουλιούνται μόνα τους. Πόλεμος γίνεται στον δρόμο.”
Περίμενα να πει κάτι ακόμα. Εκείνος άναψε τσιγάρο και δυνάμωσε τη μουσική. Πήρα είκοσι κιλά κοπριά κι ένα εκκλησάκι, για καλό και για κακό. Φτηνά τα ‘χει.
~~{}~~
Το βράδυ της Πέμπτης πήγαμε σινεμά, ας είναι καλά ο αρκουδάκος. Η ταινία μου άρεσε, κλασικός Γούντι Άλεν, αλλά στη μισή τουλάχιστον έκλαιγα. Και δεν μιλάω για δάκρυα συγκίνησης, έκλαιγα με λυγμούς. Ευτυχώς δεν είχε κόσμο, μόνο ένα ζευγαράκι που χαμουρευόταν.
Όταν βγήκαμε η Μάγδα με ρώτησε τι είχα πάθει.
“Πιστεύεις ότι θα είμαστε μαζί για πάντα;” τη ρώτησα πασχίζοντας να κρατήσω τα κλάματα.
“Για πάντα; Πού θες να ξέρω; Τι πάει να πει για πάντα; Είμαστε τώρα.”
“Το τώρα είναι τόσο εύθραυστο.”
“Το τώρα είναι μια χαρά. Είμαστε υγιείς, έχουμε τα παιδιά μας, είδαμε μια ωραία ταινία.”
“Νομίζω ότι θα πεθάνω.”
“Πονάς;”
“Όχι τώρα, αλλά σε λίγες ώρες, σε λίγες μέρες, σε…”
“Έχεις σχέση με κάποια άλλη;”
“Τι; Όχι!”
“Τότε τι αρλούμπες λες; Κρίση μέσης ηλικίας;”
Δεν της απάντησα. Έκανα τον τσαντισμένο. Γυρίσαμε σπίτι και κάναμε σεξ. Μετά βγήκα στο μπαλκόνι να κοιτάω τον άναστρο αστικό ουρανό.
“Τι πάει να πει για πάντα;” ρώτησα το φεγγάρι. “Και τι είναι τώρα;”
Το φεγγάρι δεν μου απάντησε.
~~{}~~
Το επόμενο πρωί σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ κι έκατσα στον υπολογιστή. Είναι η μόνη ώρα της ημέρας που ασχολούμαι με τα νέα. Μου φέρνουν χέσιμο.
Τότε είδα ότι είχε χτυπήσει ένας μίνι-κυκλώνας τη Χαλκιδική. Ξαφνικά τα ‘κανε όλα σμπαράλια. Στο επίκεντρο ήταν κι ο Μπούσουλας. Δεν υπήρχε κάποιος κίνδυνος, αλλά έπρεπε να πάω να δω, για καλό και για κακό.
~
Πάρκαρα εκεί που το αφήνω πάντα. Όλα φαίνονταν καλά, με μια μικρή λεπτομέρεια: Στην αποκεί μεριά του βράχου, στην παραλία της “λευκής άμμου” ήταν ξαπλωμένη μια ολόγυμνη γοργόνα.
Ήταν μια ξανθιά κοπέλα που έκανε γυμνισμό. Ξαπλωμένη μπρούμυτα, με σώμα κλεψύδρα και κώλο που θα τον ζήλευε γυμνάστρια.
Είπα να την αφήσω και να φύγω, αλλά τότε πρόσεξα κάτι επικίνδυνο. Είχε δίπλα της βατραχοπέδιλα, ψαροντούφεκο και μάσκα. Αν έμπαινε μ’ αυτά στο νερό θα ήταν σχεδόν απίθανο να μη βρει τα πακέτα μου. Έπρεπε να τη διώξω.
“Με συγχωρείτε”, φώναζα πάνω απ’ το ύψωμα, καθώς κατέβαινα. “Συγνώμη.”
Εκείνη σήκωσε τα μάτια. Τρόμαξε, και με το δίκιο της. Κυκλοφορούν πολλοί ανώμαλοι. Πετάχτηκε πάνω και τυλίχτηκε με την πετσέτα της. Πρόλαβα να δω ότι δεν ήταν φυσική ξανθιά.
“Ο άντρας μου γυρίζει σ’ ένα λεπτό”, φώναξε.
Κοίταξα γύρω. Κάτω από μια σκιά είχε τη μηχανή της, μια εντούρο. Ωραία τύπισσα, αλλά ήταν μόνη. Στην άμμο δεν υπήρχε άλλη πετσέτα.
“Δεν θα σε πειράξω”, της είπα και συνέχισα να κατεβαίνω. Ό,τι ακριβώς θα έλεγε κάθε βιαστής.
Η γοργόνα κινήθηκε γρήγορα κι απρόβλεπτα. Άφησε την πετσέτα κι έπιασε το ψαροντούφεκο. Έβαλε το καμάκι και γύρισε κατά πάνω μου. Έτσι βρέθηκα να στέκομαι απέναντι από μια ξανθιά που με σημάδευε στην καρδιά.
Κατάλαβα ότι την απειλούσα κι ήταν έτοιμη να με καρφώσει σαν τσιπούρα. Της γύρισα την πλάτη.
“Με συγχωρείς”, της είπα.
“Ο άντρας μου έρχεται! Φύγε!”
“Είμαι απ’ τη ΔΕΗ.”
“Την ποια;”
“Τη ΔΕΗ. Ρεύμα.”
“Τι μαλακίες λες; Σήκω φύγε.”
“Όχι, αλήθεια. Θα φύγω, αλλά δεν μπορείς να κάνεις μπάνιο εδώ. Είναι το σημείο εισόδου του καλωδίου υψηλής τάσης.”
“Τι λες;”
Ξεκίνησα να περπατάω μακριά της και να της εξηγώ, να της λέω για το καλώδιο. Της είπα να ανέβει να δει την ταμπέλα. Της είπα ότι εξαιτίας του κυκλώνα μπορεί να είχε διαρροές. Κι έμεινα έτσι, με γυρισμένη πλάτη, για να της δώσω χρόνο.
Μετά από λίγο άκουσα τα βήματα της. Στράφηκα. Είχε ντυθεί, αλλά κρατούσε ακόμα το ψαροντούφεκο.
“Κοίτα”, της είπα κι έδειξα την ταμπέλα Κίνδυνος-Θάνατος.
“Είσαι απ’ τη ΔΕΗ στ’ αλήθεια;”
“Για ποιον άλλο λόγο θα ερχόμουνα εδώ;”
“Δεν είσαι ντυμένος με ρούχα της δουλειάς”, είπε δείχνοντας το χαβανέζικο.
“Καλά”, είπα και γέλασα. “Στη ΔΕΗ Χαλκιδικής δουλεύω.”
“Έχεις ταυτότητα;”
“Την έχω στο αυτοκίνητο.”
Δεν κατέβαζε το ψαροντούφεκο. Έξυπνο κορίτσι. Αν έκανα να της ορμούσα θα με σούβλιζε. Αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω.
“Άκου. Πάω στο αυτοκίνητο και θα φύγω. Αλλά πρέπει να φύγεις κι εσύ. Κινδυνεύεις εδώ.” Δεν της έλεγα ψέματα.
“Εντάξει”, είπε η γοργόνα. “Φύγε και θα φύγω.”
“Το υπόσχεσαι;”
“Ναι, ναι, πήγαινε.”
Πήγα στο αυτοκίνητο, έβαλα μπρος κι έφυγα. Οδήγησα μερικά χιλιόμετρα. Ύστερα το έκρυψα σε κάτι θάμνους και γύρισα με τα πόδια. Όπλο δεν είχα, δεν είμαι εκτελεστής. Αλλά πήρα έναν μεγάλο κάβουρα, για καλό και για κακό.
Αν είχε φύγει θα ήταν όλα εντάξει. Αλλά ήταν χαζό κορίτσι. Είχε ξαπλώσει πάλι, με το μαγιό της αυτή τη φορά, και το ψαροντούφεκο στο χέρι.
Κρύφτηκα μακριά της. Ήθελα να της δώσω μια τελευταία ευκαιρία. Μα τη χαράμισε. Λίγη ώρα μετά την είδα να σηκώνεται, να κοιτάει τριγύρω, δεν με είδε, να βάζει τον εξοπλισμό της και να βουτάει. Τότε κατάλαβα ότι δεν υπήρχε άλλη λύση.
Πήγα ως την πετσέτα της. Ο βράχος έκανε ένα μικρό βαθούλωμα. Χώθηκα εκεί μέσα, ώστε να μη με δει όταν θα έβγαινε.
~~{}~~
Κατάλαβα ότι είχε ανακαλύψει τα πακέτα μου πριν τη δω. Την άκουσα. Βγήκε απ’ το νερό ξερνώντας, αναπνέοντας με τρόμο και λέγοντας διαρκώς θεέ-μου θεέ-μου θεέ-μου. Κατευθύνθηκε προς την πετσέτα της. Δεν με άκουσε που βγήκα πίσω της.
Δεν έχω ξαναχτυπήσει άνθρωπο, δεν ήξερα πόσο δυνατά έπρεπε. Έτσι έβαλα όλη μου τη δύναμη. Ακούστηκε ένας ξερός ήχος, σαν να είχα χτυπήσει ξύλο. Και μετά ησυχία. Ούτε θεέ-μου θεέ-μου, ούτε ανάσες, τίποτα. Η γοργόνα στην άμμο, με αίμα στο κεφάλι.
Αλλά ήταν ζωντανή. Έβαλα το αυτί μου στο στήθος της για ν’ ακούσω την καρδιά της. Αυθόρμητα γύρισα το πρόσωπο και της φίλησα τη ρώγα.
Την έδεσα και τη φίμωσα. Τη μηχανή της την έριξα στις σμέρνες. Έφερα το αυτοκίνητο, έβαλα τη γοργόνα ξαπλωτή πίσω και οδήγησα μέχρι το Μεσημέρι.
Στο δρόμο χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Μάγδα.
“Έλα, αγάπη μου”, της είπα.
“Τι κάνεις;”
“Οδηγάω.”
“Μόνος σου είσαι;”
“Μόνος.”
“Είδα ένα όνειρο”, μου είπε η Μάγδα.
Αναρωτήθηκα τι ώρα ήταν. Είχε πάει τρεις. Η ώρα περνάει γρήγορα όταν περνάς καλά.
“Τι όνειρο;”
“Είδα ότι έκοβες τα νύχια σου.”
“Και τι σημαίνει αυτό;”
“Να προσέχεις. Το κόψιμο των νυχιών σημαίνει βάσανα.”
Είπαμε λίγα ακόμα. Είχε φτιάξει κοτόπουλο κινέζικο. Ήθελε να της πάω φρέσκα κρεμμυδάκια, επειδή ταιριάζουν με τα νουντλς.
~~
Στο εξοχικό κουβάλησα τη γοργόνα στο μπάνιο και την έδεσα χειροπόδαρα σ’ έναν σωλήνα. Της έβγαλα την ταινία απ’ το στόμα. ν’ αναπνέει. Πήγα να φτιάξω κάτι να φάω.
Καθώς τηγάνιζα αυγά την άκουσα να φωνάζει για βοήθεια. Δεν της είπα να το βουλώσει. Το πιο κοντινό σπίτι είναι πέντε χιλιόμετρα μακριά. Ο ιδιοκτήτης έχει ένα μίνι μάρκετ στην Ποτίδαια. Το δουλεύει δεκάξι ώρες την ημέρα. Βγάζει καλό παραδάκι.
Έβαλα στραπατσάδα στο πιάτο, άνοιξα κι ένα κρασί και της πήγα. Σαν με είδε σταμάτησε να φωνάζει. Με παρακάλεσε να την αφήσω. Με ρώτησε γιατί-το-κάνω-αυτό.
“Όλα είναι θέμα τύχης”, της είπα.
~~{}~~
Δηλαδή, δεν είναι;
Γεννήθηκα, κάποιος, κάπου. Δεν είναι θέμα τύχης; Μεγάλωσα κι έφτασα τα 48. Πάλι θέμα τύχης. Κάποιος φίλος μου πέθανε στα 33. Η δουλειά που κάνω, οι δουλειές που έκανα, αλλά δεν πέτυχαν. Η γυναίκα μου, τα παιδιά μου.
Η συνάντηση με τον Σάσα στο καζίνο, όταν έπαιζα τα ρέστα μου, ελπίζοντας να κερδίσω όσα χρωστούσα. Θέμα τύχης.
Ο κυκλώνας που μ’ έκανε να πάω στο Σημείο. Η γοργόνα που έτυχε να βρει την παραλία μου. Θέμα τύχης. Κι ήταν δεμένη στο μπάνιο. Θέμα τύχης κι αυτό.
~~
“Τι θα μου κάνεις;”
“Έχεις δει το Scoop;”
Δεν το είχε δει. Της εξήγησα ότι σ’ αυτή την ταινία, που ήταν μια διασκευή του Έγκλημα και Τιμωρία, του Ντοστογιέφσκι, σ’ αυτή την ταινία ο μεγάλος Γούντι έδειχνε ότι όλη μας η ζωή είναι σαν το στρίψιμο ενός νομίσματος.
50-50, στην καλύτερη περίπτωση.
Αυτό θα κάναμε. Θα ρίχναμε ένα νόμισμα. Αν τύχαινε κεφάλι θα την άφηνα να φύγει. Της εξήγησα σε κύκλωμα είχε μπλέξει. Ο Κάιζερ Σόζε ήταν ερασιτέχνης. Αν έκανε το λάθος να πάει στην αστυνομία, τότε θα πήγαινε σε πολλές κηδείες συγγενικών και φιλικών προσώπων, πριν πάει στη δική της.
Αν τύχαινε γράμματα… Θα έμενε στο εξοχικό. Δεν θα τη σκότωνα, της το ‘πα, δεν είμαι εκτελεστής. Αλλά θα έμενε στο εξοχικό για πάντα.
“Τι εννοείς για-πάντα;” ρώτησε η γοργόνα.
“Ρίξε το νόμισμα.”
Της έδωσα ένα ευρώ.
“Κι αν δεν το κάνω;”
“Θα το κάνω εγώ για σένα.”
“Όχι! Προτιμώ να είναι η δική μου τύχη.”
Χαμογέλασα. Είχε έρθει στα λόγια μου. Όλα είναι θέμα τύχης. Η γοργόνα ανακάθισε. Έβαλε το νόμισμα στο νύχι του αντίχειρα, με τον δείκτη από πάνω. Το κοίταξε για λίγο.
“Είναι αστείο”, είπε μετά. “Δεν θυμάμαι καν πώς ήρθα εδώ. Δεν θυμάμαι γιατί το κάνουμε όλο αυτό.”
“Ποιο;”
“Αυτό. Αυτό που ζούμε.”
“Θέμα τύχης είναι. Ρίξε!”
Η γοργόνα πήγε να πει κάτι. Δεν το είπε. Έριξε το νόμισμα.