Η ψυχή μου φοράει αστεία παπούτσια

0
1855

“But I’m a creep, I’m a weirdo
What the hell am I doing here?”
Radiohead

~~~~~~~

Η ψυχολόγος ήταν ίδια ηλικία μ’ εκείνον. Μπορεί και λίγο νεότερη. Μόλις που είχε τελειώσει τη σχολή. Του είπε να κάτσει. Ο Δέλτα έκατσε.

“Γιατί ήρθατε σε μένα;” τον ρώτησε.
“Δεν αισθάνομαι καλά”, είπε ο Δέλτα.
“Τι αισθάνεστε;”

Παρατήρησε τον στυλό που κρατούσε η ψυχολόγος. Ήταν ίδιος με τον δικό του. Τι περίεργο! Τι παράξενο! Τι σύμπτωση!

“Νιώθω σαν να παίζω σε έργο του Ιονέσκο”, της είπε.
“Νιώθετε ότι υποκρίνεστε;”
“Όλοι υποκρινόμαστε, δεν είναι αυτό.”
“Τότε;”

Στο μπαλκόνι της είχε χρυσάνθεμα, το αγαπημένο λουλούδι του Δέλτα. Τι περίεργο! Τι παράξενο! Τι σύμπτωση!

“Τρία είναι τα χαρακτηριστικά του θεάτρου του παραλόγου”, είπε ο Δέλτα. “Ένα…” Σήκωσε τον αντίχειρα. “Η αίσθηση ματαιότητας.”
“Νιώθετε ότι όλα είναι μάταια;”
“Στην καλύτερη περίπτωση. Δύο…” Άνοιξε και τον δείκτη. “Η αδυναμία επικοινωνίας.”
“Νιώθετε μοναξιά;” τον ρώτησε η ψυχολόγος σημειώνοντας κάτι. Του Δέλτα του φάνηκε ότι έφτιαξε μια σπείρα Φιμπονάτσι. Ή μήπως ήταν κέλυφος σαλιγκαριού; Ή μήπως κέρατο;

“Με τη μοναξιά δεν έχω πρόβλημα”, της είπε. “Με τους ανθρώπους δεν τα βγάζω πέρα. Τρία…” Άνοιξε και τον μέσο. “Η έλλειψη νοήματος, θεού και ψυχής.”
“Νιώθετε ότι σας λείπει κάτι;” τον ρώτησε η ψυχολόγος και σχεδίασε ένα λουλούδι.
“Ναι. Δεν έχω ψυχή.”

Η ψυχολόγος σήκωσε τα μάτια της απ’ το τετράδιο.
“Πώς το αντιλαμβάνεστε αυτό;”
“Έχετε δει ταινία του Λάνθιμου; Τις παλιότερες, πριν το Χόλιγουντ.”
“Κάποιες.”
“Έτσι νιώθω.”

Ο Δέλτα σηκώθηκε όρθιος. Άφησε τα χέρια του να πέσουν στο πλάι, άψυχα, αποφύσεις άνευρες. Κοίταξε τον τοίχο χωρίς να τον βλέπει. Μίλησε με λανθιμική φωνή.
“Καλημέρα… Τι κάνεις; Ωραίος καιρός σήμερα… Αποκεφάλισα τον πατέρα μου κι έβαλα το σώμα του στην κατάψυξη… Ένα ψωμί ολικής, παρακαλώ… Ναι, ξεκίνησε ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος… Η στάση του λεωφορείου είναι εκεί.”

Έκατσε στην καρέκλα και κοίταξε την ψυχολόγο. Του φάνηκε ότι ζωγράφιζε ένα αστεράκι. Ή μια πεντάλφα.
“Από πότε νιώθετε έτσι;” τον ρώτησε.
“Απ’ όταν ήμουν μωρό.”
“Θέλετε να πείτε ότι θυμάστε πώς ήσασταν μωρό; Τι ηλικία εννοείτε;”
“Δύο χρονών.”

Η ψυχολόγος ζωγράφισε κάτι ακόμα. Έναν κύκνο από τον αριθμό 2. Ή μήπως ήταν φίδι;

“Η νηπιακή αμνησία κρατάει συνήθως ως τα τέσσερα χρόνια, τρία το νωρίτερο”, του είπε. “Αν θυμάστε κάτι πρωτύτερο είναι συνήθως κατασκευασμένες αναμνήσεις, από μια φωτογραφία που είδατε ή κάτι που σας είπαν.”
“Εγώ θυμάμαι.”
“Τι θυμάστε;”
“Με πονούσε το αυτί μου.”

Η ψυχολόγος ζωγράφισε ένα αυτί κι ένα μωρό. Το αυτί ήταν αυτί, αλλά μετά ξεκίνησε να μεγαλώνει και να γίνεται σπείρα Φιμπονάτσι, να γίνεται κέρατο τράγου.

“Τι σχέση είχατε με τους γονείς σας;” τον ρώτησε.
“Μικροαστική.”
“Πώς το εννοείτε αυτό;”

Ο Δέλτα σηκώθηκε όρθιος. Τα χέρια στο πλάι άψυχα κι άνευρα. Κοίταξε τον τοίχο χωρίς να τον βλέπει. Μίλησε λανθιμικά.
“-Καλησπέρα
-Καλησπέρα
-Πώς πήγε το σχολείο;
-Καλά
-Θα φάμε αρακά
-Εντάξει
-Δώσαμε την ψυχή σου στον διάβολο
-Εντάξει”

Ο Δέλτα έκατσε στην καρέκλα.

Η ψυχολόγος κοίταξε διακριτικά το ρολόι της. Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Η ψυχολόγος ζήτησε συγνώμη και πήγε να δει ποιος ήταν. Δεν ήταν κανείς. Γύρισε κι έκατσε. Ακούστηκε πάλι χτύπημα. Πήγε πάλι στην πόρτα. Πάλι δεν ήταν κανείς. Γύρισε κι έκατσε. Ακούστηκε πάλι χτύπημα στην πόρτα. Η ψυχολόγος δεν κουνήθηκε. Ξαναχτύπησαν. Η ψυχολόγος δεν κουνήθηκε. Ξαναχτύπησαν.

“Κάποιος είναι στην πόρτα”, είπε ο Δέλτα.
“Δεν είναι”, είπε η ψυχολόγος.
“Και ποιος χτυπάει;”
“Κανείς.”
Περίμεναν για λίγο. Δεν ακούστηκε άλλο χτύπημα. Πράγματι δεν ήταν κανείς.

Η ψυχολόγος διάβασε τι είχε γράψει.
“Πονάει ακόμα το αυτί σας;” τον ρώτησε.
“Όχι, γιατί δεν έχω αυτί”, είπε ο Δέλτα.

Η ψυχολόγος κοίταξε τ’ αυτιά του. Ζωγράφισε ένα τρίγωνο κι έναν κύκλο. Ή μπορεί να ήταν πυραμίδα με μάτι.

“Εγώ βλέπω τ’ αυτιά σας”, του είπε.
“Εξωτερικά.”
“Σας λείπει κάτι εσωτερικά;”
“Ναι, σας το ‘πα. Το αυτί μου κι η ψυχή μου.”

Η ψυχολόγος ζωγράφισε έναν ανάποδο σταυρό και κοίταξε αδιάκριτα το ρολόι.

“Δυστυχώς, τέλειωσε ο χρόνος μας”, του είπε κι άνοιξε ένα άλλο τετράδιο. “Μπορείτε να ξαναρθείτε την επόμενη Τρίτη;”
“Τι να σας πω;”
“Νομίζετε ότι μου τα είπατε όλα;”
“Τι ώρα;”
“Στις δώδεκα.”
“Τα μεσάνυχτα;”
“Το μεσημέρι.”
“Το μεσημέρι μπορώ.”
“Ωραία.”

Η ψυχολόγος σηκώθηκε όρθια και χαμογέλασε. Ο Δέλτα έκανε το ίδιο. Καθρέφτης. Έμειναν έτσι για λίγο. Να κοιτάζονται χαμογελώντας.

“Πρέπει να φύγετε τώρα”, του είπε η ψυχολόγος.

Ο Δέλτα πήγε να πει κάτι ακόμα, αλλά το μετάνιωσε. Δεν ήταν και σίγουρος τι ήθελε να πει. Βγήκε οπισθοχωρώντας.

Στην αίθουσα αναμονής καθόταν μια μεγάλη γυναίκα με μικρά μαλλιά. Είχε ένα μάτι μπλε κι ένα καστανό. Φαινόταν η τρέλα στα μάτια της. Ειδικά στο μπλε.

Ο Δέλτα μπήκε στο ασανσέρ. Μετρούσε τους ορόφους. Βγήκε έξω κι είχε ωραίο καιρό. Οι πάγοι έλιωναν, ο Τρίτος Παγκόσμιος δεν είχε ξεκινήσει, στους δρόμους μποτιλιάρισμα, όλα κανονικά. Κι εκείνος συνέχιζε να μην έχει ψυχή.

~~{}~~

Γύρισε σπίτι με τα πόδια. Δεν άντεχε να μπει σε λεωφορείο. Είκοσι λεπτά έκανε. Με το λεωφορείο θ’ αργούσε περισσότερο. Ξεκλείδωσε την πόρτα και κατέβηκε.

Έμενε σ’ ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα. Κατ’ ευφημισμό ημιυπόγειο. Έτσι το ανέφερε η αγγελία ενοικίασης. Το μόνο στοιχείο που το συνέδεε με τον Επάνω Κόσμο ήταν ένα ορθογώνιο παράθυρο, που το μισό του έβλεπε στο πεζοδρόμιο απέξω.

Το παράθυρο δεν άνοιγε. Το είχε φράξει ο σπιτονοικοκύρης από παντού, για να μην μπαίνουν κατσαρίδες. Αλλά είχε πιπεράτη θέα.

Στους πάνω ορόφους του κτιρίου λειτουργούσε ένα ΙΕΚ. Κι έκαναν διάλειμμα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς μπροστά στο παράθυρο του Δέλτα.

Ήξερε πότε έβγαιναν τα κοριτσίστικα τμήματα: Αισθητική-μακιγιάζ, κομμωτική, ποδολογία και νυχολογία, βρεφοκομία και χορός. Τότε έστηνε την καρέκλα στο παράθυρο και χάζευε από κάτω τις γάμπες τους, τα εσώρουχα τους -κι ακόμα λιγότερα.

Είδε το ρολόι στον τοίχο. Δεν προλάβαινε το διάλειμμα των μακιγιέζ. Εκείνη την ώρα ήταν έξω οι μηχανικοί σκαφών θαλάσσης. Κι έπρεπε να ετοιμαστεί για τη δουλειά.

Έκατσε στον καθρέφτη καμαρινιού για να βαφτεί. Είχε τελειώσει τη δραματική σχολή πριν τρία χρόνια. Έπαιξε σε μερικές παραστάσεις, κυρίως σωματικού θεάτρου. Κυρίως αμισθί. Για να επιβιώσει έκανε τον κλόουν σε παιδικά πάρτι.

Ήταν δύσκολη δουλειά. Και δυσκόλευε. Τα παιδιά μάθαιναν να φοβούνται τους κλόουν.

Για να ξεπεράσει τον φόβο τους, για να μη μοιάζει με παρανοϊκό κλόουν που θα τους κόψει κομματάκια και θα σερβίρει τα μυαλά τους στους γονείς τους, ο Δέλτα βαφόταν και ντυνόταν σαν τον Σαρλώ. Μόνο μουστάκι δεν έβαζε, για να μη μοιάζει με τον Χίλτερ.

Κανένα παιδί δεν φοβόταν τον Αλητάκο. Ούτε τον λυπόντουσαν. Μόνο γελούσαν. Είναι δύσκολο να κατασκευάσεις μια τέτοια  περσόνα. Ο Τσάπλιν το είχε καταφέρει. Τα κάνουν αυτά οι μεγαλοφυείς.

~~

Βάφτηκε, ντύθηκε κι ήταν έτοιμος να φύγει, αλλά σαν πήγαινε στην πόρτα είδε το ρολόι του τοίχου. Σε τρία λεπτά είχε διάλειμμα η Συντήρηση Έργων Τέχνης. Δεν γινόταν να φύγει. Θα έβγαινε η Δουλτσινέα.

Φυσικά δεν την έλεγαν έτσι. Δεν ήξερε πώς την έλεγαν, ούτε το πρόσωπό της είχε δει. Αλλά μπορούσε να ξεχωρίσει τα πόδια της ανάμεσα σε χιλιάδες.

Η Δουλτσινέα δεν φορούσε κοντές φούστες ούτε εφαρμοστά κολλάν. Δεν είχε τα σούπερ γυμνασμένα πόδια που επιδείκνυαν οι άλλες. Μάλλον σαν καλαμάκια ήταν. Και περπατούσε αστεία. Αυτό του άρεσε, ο τρόπος που περπατούσε.

Αν ο Δέλτα είχε ψυχή θα την ερωτευόταν.

Ήταν εκεί. Την παρακολούθησε για λίγο γελώντας. Φορούσε πάλι διαφορετικές κάλτσες. Μια ροζ και μια κίτρινη.

Είδε πάλι το ρολόι του τοίχου. Δεν ήθελε, αλλά το είδε. Θ’ αργούσε. Χαιρέτησε τα πόδια της Δουλτσινέας και βγήκε. Στο δρόμο ξεκίνησε να τρέχει, όσο μπορούσε να τρέξει. Δεν είναι εύκολο να τρέχεις όταν φοράς παπούτσια τέσσερα νούμερα μεγαλύτερα.

~~{}~~

Το πάρτι πήγε καλά.

Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κλόουν, που συνήθιζαν να ξεκουφαίνουν τα παιδιά για να τους τραβήξουν την προσοχή, ο Δέλτα έκανε τα πάντα βουβά.

Έμπαινε στον χώρο του πάρτι χωρίς φανφάρες, μόνο στριφογυρίζοντας το μπαστούνι του. Τραβούσε μια καρέκλα, καθόταν στο τραπέζι. Έβγαζε ένα τσαλακωμένο πιάτο απ’ την τσέπη και το σιδέρωνε. Τα παιδιά που μέχρι εκείνη την ώρα ξελαρυγγιάζονταν σταματούσαν για να τον παρατηρήσουν.

Ο Δέλτα-Σαρλώ (χωρίς μουστάκι), κάνοντας μεγάλες κινήσεις, έβαζε μια πετσέτα Frozen στον λαιμό του, σαν σαλιάρα μωρού.

Μετά έβγαζε απ’ τις τσέπες μαχαίρι και πιρούνι και ξεκινούσε να τρώει το παπούτσι του. Η κλασική σκηνή απ’ τον Χρυσοθήρα του Τσάπλιν.

Τα παιδιά πάντα γελούσαν. Έχουν περάσει εκατό χρόνια απ’ την ταινία, αλλά τα παιδιά πάντα γελούν.

~~{}~~

Και σ’ εκείνο το πάρτι υπήρχε ένα παράξενο παιδί. Σε κάθε πάρτι υπήρχε ένα παιδί που κάπως δεν ταίριαζε.

Άλλες φορές δεν ταίριαζε φωνάζοντας και τρέχοντας -όταν όλα τ’ άλλα κάθονταν. Άλλες φορές δεν ταίριαζε κλαίγοντας -όταν τ’ άλλα γελούσαν. Άλλες φορές δεν ταίριαζε ζωγραφίζοντας γάτες -όταν τ’ άλλα ζωγράφιζαν σκύλους. Άλλες φορές δεν ταίριαζε χωρίς να καταλαβαίνει κανείς γιατί δεν ταιριάζει.

Ήταν ένα ψηλόλιγνο κοριτσάκι με ματομπούκαλα και μαντήλι στο κεφάλι. Κλασική περίπτωση weirdo. Στεκόταν πίσω απ’ τα παιδιά, όρθια, και παρακολουθούσε την παράσταση χωρίς να γελάει. Αλλά δεν τον έχανε απ’ τα μάτια της.

Μόλις ο Δέλτα τέλειωσε, κι όλα τα παιδάκια πήγαν για την τούρτα, το weirdo κοριτσάκι τον πλησίασε. Είδε τα παπούτσια της. Ήταν αστεία.

Ο Δέλτα την αντιμετώπισε χωρίς να μιλήσει. Εκείνη απάντησε στη σιωπή του με τον ίδιο τρόπο. Ο Δέλτα έκανε υπόκλιση. Και πήγε να φύγει. Το κοριτσάκι τον κράτησε απ’ το μανίκι. Του έδωσε ένα χαρτί διπλωμένο.

“Για μένα;” ρώτησε ο Δέλτα χωρίς να μιλήσει.
“Ναι”, του είπε το κοριτσάκι χωρίς να μιλήσει.
“Να το διαβάσω τώρα;” τη ρώτησε σιωπηλά.
“Όχι!” του είπε εξίσου σιωπηλά το κορίτσι. “Πριν κοιμηθείς.”
Το έβαλε στην τσέπη του Σαρλώ.

~~{}~~

Ο Δέλτα γύρισε σπίτι με τα πόδια. Στον δρόμο όλοι τον έδειχναν και γελούσαν. Ο Σαρλώ στην πλατεία Αριστοτέλους. Ξεκλείδωσε και κατέβηκε στην Κόλαση του, στον Παράδεισο του. Ξεντύθηκε και ξεβάφτηκε.

Έφαγε μακαρόνια απ’ την προηγούμενη μέρα, που είχαν γεύση παπουτσιού. Μετά έκατσε στο κρεβάτι κι άρχισε να φτιάχνει μακραμέ κοσμήματα. Δεν τα πουλούσε. Τα έπλεκε κι όταν τέλειωνε τα έλυνε. Και πάλι απ’ την αρχή.

Έβαλε στο youtube να παίζει παλιές θεατρικές παραστάσεις, προσαρμοσμένες για το ραδιόφωνο. Άκουσε τη Θεατρίνα, με την Αρώνη. Μετά τη Φαλακρή Τραγουδίστρια, του Ιονέσκο.

“Τι περίεργο! Τι παράξενο! Τι σύμπτωση!”
Πόσο του άρεσε αυτή η φράση.

Πριν ξαπλώσει κοίταξε απ’ το παράθυρο. Παρασκευή βράδυ. Πόδια πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Women come and go, talking of Michelangelo. Αλλά δεν ήταν η Δουλτσινέα του.

Δίπλωσε τα ρούχα του κλόουν για να τα βάλει στην ντουλάπα. Ένα χαρτάκι έπεσε απ’ την τσέπη του. Το είχε ξεχάσει. Ήταν το σημείωμα που του είχε δώσει το weirdo κοριτσάκι. Έγραφε μόνο:
“Είμαι η ψυχή σου.”

~~

Το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μόλις ξημέρωσε ντύθηκε κι ετοιμάστηκε. Κι όταν βγήκαν διάλειμμα οι συντηρητές πήγε να συναντήσει τη Δουλτσινέα του.

~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~

Στη φωτογραφία ο Τσάρλι Τσάπλιν φωτογραφημένος απ’ τον W. Eugene Smith